Είναι αλήθεια ότι ο μεγάλος Ιρλανδός συγγραφέας του μοντερνισμού και της πρωτοπορίας Σάμουελ Μπέκετ αντιπαθούσε τις βιογραφίες και ακόμα περισσότερο τις ερωτήσεις σχετικά με το έργο του× και είναι επίσης αλήθεια ότι δεν υπάρχει συγγραφέας στον 20ο αιώνα στου οποίου το έργο να υπάρχουν περισσότερες αποχρώσεις και νύξεις από όσες στο έργο του μεγάλου αυτού Ιρλανδού συγγραφέα. Επομένως, σε συγγραφείς αυτού του επιπέδου, η θεωρία που υποστηρίζει ότι όσο περισσότερες λεπτομέρειες γνωρίζει κανείς από τη ζωή του δημιουργού, τόσο βαθύτερα εισχωρεί στα μυστικά του έργου του, στον Μπέκετ τουλάχιστον, δεν ευσταθεί. Ο καλύτερος και ασφαλέστερος τρόπος για να προσεγγίσεις το έργο του είναι- κατά την ταπεινή μου γνώμη βέβαια – το ίδιο το έργο, αφού παράλληλα διαβάσεις και ό,τι έχει δημοσιευτεί αναφορικά με τα βιβλία του. Στις βιογραφίες του θα βρεις λεπτομέρειες της ζωής του, όπως τι συνήθιζε να τρώει, τι ρούχα φορούσε, τι ποτά έπινε, ποιες ήταν οι σχέσεις του με τους γιατρούς ή ακόμα αναλυτικά στοιχεία της προσωπικότητάς του, αλλά όχι το κλειδί για να ξεκλειδώσεις το έργο του.
Ο Μπέκετ, αν και είναι δύσκολος συγγραφέας, είναι από τους ομοτέχνους του που ευτύχησαν, μεταφραστικά, στον τόπο μας. Η μυθιστορηματική του τριλογία για παράδειγμα: Ο Μαλλόν, Ο Μαλλόν πεθαίνει και Ο Ακατονόμαστος έχει μεταφραστεί θαυμάσια στη γλώσσα μας από την Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για πολλά μικρά πεζογραφήματά του από τον Νάσο Δετζώρτζη. Στο θέατρο πάλι, οι παραστάσεις των κορυφαίων έργων του Περιμένοντας τον Γκοντό (από το Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν και από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος σε σκηνοθεσία Μίνου Βολωνάκη, που ευτύχησα να την δω στη δεκαετία του 1960 ως φοιτητής του Α.Π. Θ.), Το τέλος του παιχνιδιού ( πάλι από το Θέατρο Τέχνης ), και Ω! Οι ευτυχισμένες μέρες ( από τη Ρούλα Πατεράκη ) άφησαν εποχή. Και πρέπει ακόμη να προσθέσουμε ότι το μεγαλύτερο και σημαντικότερο μέρος του έργου του έχει μεταφραστεί στα ελληνικά. Και όλα αυτά βέβαια από όσο γνωρίζω ως παλαιός των ημερών.
Ο Μπέκετ ήταν ιδιοσυγκρασία μοναχική και απεχθανόταν την πολυκοσμία και τη δημοσιότητα. Όσο αυστηρός και απαιτητικός ήταν με τον εαυτό του και το έργο του, άλλο τόσο αφιλοκερδής, ακέραιος και πιστός στους φίλους του. Όλη του η προσπάθεια επικεντρωνόταν στο έργο του, ενώ το πάθος του για την ακρίβεια και την τελειότητα υπήρξε παροιμιώδες. Επιπλέον είναι από τους συγγραφείς που έγραψαν σε δύο γλώσσες. Στις αρχές της δεκαετίας του 1940 άρχισε να γράφει τα έργα του στα γαλλικά. Και αυτό γιατί ,όπως ισχυριζόταν ο ίδιος, «το να γράφεις σε μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική σου σε βοηθάει να γράφεις χωρίς ύφος».
Γενικά η ζωή του δεν ήταν πάντα εύκολη. Υπήρξαν περίοδοι μεγάλης φτώχειας και χρειάστηκε μάλιστα ένα φεγγάρι να κάνει τον μεταφραστή. Για χρόνια τα βιβλία του έμεναν στα ράφια των βιβλιοπωλείων απούλητα, ενώ τα χειρόγραφά του περιφέρονταν από εκδότη σε εκδότη και ο ένας μετά τον άλλο τα απέρριπτε. Κάτι ανάλογο, θυμάμαι, πέρασε στη ζωή του και ο συμπατριώτης του ο Τζόις με τον Οδυσσέα του, τον οποίο ο Μπέκετ όχι μόνο θαύμαζε, αλλά και μαθήτευσε σ’ αυτόν. Αλλά και η επίδραση του Μπέκετ στον Τζόις δεν είναι ευκαταφρόνητη. Πάντως, πιο σημαντική υπήρξε η μαθητεία του στον Δάντη. Και αυτό γιατί το έργο του Μπέκετ είναι σήμερα ένα σύγχρονο Καθαρτήριο . Ο ίδιος ο Μπέκετ αναφέρεται, το 1929, σε αυτό το θέμα σε ένα δοκίμιο που έγραψε για τον Τζόις και που επιγράφεται Ντάντε… Μπρούνο Βίκο… Τζόις. Ακόμη μια φορά αναφέρεται σε αυτό το θέμα σε ένα νεανικό του διήγημα με τίτλο Ο Δάντης και ο αστακός.
Γνώρισε σε μεγάλη ηλικία την παγκόσμια αναγνώριση και φήμη, όταν πια το έργο του είχε ολοκληρωθεί και ο ίδιος συμπλήρωνε τα πενήντα του χρόνια. Πάντως στη διεθνή βιβλιογραφία υπάρχουν πολύ περισσότερες μελέτες από όσες θα μπορούσε κανείς να διανοηθεί. Το 1957 εμφανίζεται η πρώτη διδακτορική διατριβή με θέμα το έργο του. Τα αμέσως επόμενα χρόνια θα ξεσπάσει μια καταιγίδα από άρθρα και μελέτες που θα κρατήσει ως το τέλος του αιώνα. Με εξαίρεση τον Σαίξπηρ και μέσα στον αιώνα που έζησε, για κανέναν συγγραφέα της αγγλικής γλώσσας δεν έχουν γραφτεί τόσες μελέτες όσες για το έργο του Μπέκετ. Επακόλουθο αυτής της μεγάλης αναγνώρισης ήταν η βράβευσή του με το Νόμπελ λογοτεχνίας, για το οποίο δεν πήγε στη Στοκχόλμη να το παραλάβει. Μάλιστα την ημέρα της απονομής ο Σάμουελ Μπέκετ εξαφανίστηκε για ν’ αποφύγει τους δημοσιογράφους. Τον μιμήθηκε αργότερα ένας άλλος νομπελίστας συγγραφέας, ο επίσης μοναχικός, όπως ο Μπέκετ, Ελίας Κανέτι, ο συγγραφέας της περίφημης Τύφλωσης.
Λίγοι είναι, πάντως, εκείνοι που γνωρίζουν ότι σχεδόν όλα τα χρήματα του Νόμπελ τα ξόδεψε βοηθώντας οικονομικά συγγραφείς και καλλιτέχνες, ενώ αυτό που τον χαρακτήριζε περισσότερο ως άνθρωπο ήταν το πάθος του για την ελευθερία και το άσβηστο μίσος του για την τυραννία, τον δογματισμό και κυρίως την α ν ο η σ ί α, την οποία ίσως θεωρούσε υπεύθυνη για όλα τα στραβά του κόσμου. «Απέραντος ο θάνατος δίχως μήνες και αιώνες», λέει ο Ελύτης. Κανείς δεν γλιτώνει. Έφυγε από τη ζωή το 1989 και τον θυμήθηκα τώρα, το 2022. Κοιτάζοντας αυτές τις δυο χρονολογίες, μου ήρθαν συνειρμικά στη μνήμη ετούτοι οι στίχοι του Μιλτιάδη Μαλακάση:
Και να μετρώ και να’ ναι ο Τάκη Πλούμας
Τριαντατρία χρόνια μες στη γης.
—————–