Με αφορμή την 9η Φεβρουαρίου, παγκόσμια ημέρα της ελληνικής γλώσσας, θ’ αναφερθώ σε κάτι που παρατήρησα για εμάς τους Έλληνες και τη γλώσσα μας, ξαναδιαβάζοντας τους Αθλίους του Ουγκώ. Αν και πρόκειται για γνωστό και πολύ παλιό βιβλίο, αυτά πού έρχονται τώρα στο φως κανείς, ή σχεδόν κανείς δεν πρόσεξε – κι ας ήταν ρίζες από λέξεις της ένδοξης γλώσσα μας. Και λέω «ένδοξη γλώσσα μας», για να θυμηθείτε τι λέει ο νομπελίστας ποιητής:
Τι κι αν ο κόσμος μάταιος
έχεις μιλήσει ελληνικά.
Ναι, αυτή τη φορά δεν θ’ ασχοληθώ με την πόλη του Παρισιού, αλλά με δυο παλιές Παριζιάνες. Δεν έχει σημασία αν είναι δημιουργήματα ιδιοφυούς φαντασίας. Σημασία έχει πόσο διαφορετικές είναι αυτές οι δυο ερωτευμένες με τον ίδιο άντρα γυναίκες. Η μία – έτσι τουλάχιστον τη θέλει ο συγγραφέας του βιβλίου – είναι ομορφιά πολλών καρατιών, ηθικών αρχών και πνευματικής καλλιέργειας, αφού έκανε τις εγκύκλιες σπουδές της στις καλόγριες. Η άλλη φτάνει σε μας από τον δρόμο, τον υπόκοσμο και την ανελέητη φτώχεια. Όσο για μόρφωση, ξέρει να διαβάζει και να γράφει, να γράφει, κατά τη γνώμη της, σωστά. Και για να πειστεί ο όμορφος Μάριος, το ερωτευμένο κορίτσι πήρε την πένα και έγραψε σ’ ένα χαρτί τη φράση «έφτασαν οι μπάτσοι». Κι αφήνοντας την πένα, τον κοίταξε με πάθος και είπε: «Δεν έχει ανορθογραφίες» ( Il n’ y a pas de fautes d’ orthograpfe ). Αυτά είπε το κορίτσι και τέρμα με τις πανεπιστημιακές του σπουδές. Πάντως ήταν ένα έξυπνο κορίτσι. Και έξυπνο όσο χρειάζεται, για ν’ ακονίζει την ευστροφία του και να τονίζει καλύτερα τα γυναικεία του θέλγητρα. Ας τις δούμε τώρα από πιο κοντά. Και το λέω αυτό γιατί οι πιο πολλοί που διαβάσαμε αυτό το βιβλίο, το διαβάσαμε παιδιά σε παιδικές εκδόσεις ή στα Κλασσικά Εικονογραφημένα. Επομένως, ούτε η ηλικία ούτε και η έκδοση του βιβλίου μάς επέτρεπαν να προσέξουμε τις λεπτομέρειες που επισημαίνονται σε αυτό το σημείωμα.
Ο έρωτας γεννιέται με μια ματιά, μεγαλώνει με τα λόγια και ολοκληρώνεται με το σώμα. Στηριγμένος σ’ αυτή την άποψη, ο συγγραφέας των Αθλίων θέλει καλά και σώνει οι δυο γυναίκες που αγάπησαν τον Μάριο να έχουν κάτι κοινό μεταξύ τους. Ποιες είναι αυτές οι γυναίκες; Για τη μία είναι βέβαιο πως τη θυμούνται όλοι. Είναι η Τιτίκα. Η άλλη – που είναι πιο άτυχη, πιο βασανισμένη και λιγότερο όμορφη από την Τιτίκα – είναι η Επονίνη, αν θυμάστε, η αδελφή του μικρού Γαβριά και μια από τις δυο κόρες του Θεναρδιέρου. Είναι ένα από τα πρόσωπα που δεν προσέχει πολύ ο αναγνώστης του βιβλίου. Το γεγονός ότι είναι κόρη του Θεναρδιέρου την κάνει λιγότερο συμπαθητική από την Τιτίκα. Κι όμως, η Επονίνη είναι ένα λουλούδι που άνθισε και πέρασε τη σύντομη ζωή του μέσα στον βούρκο× ένα κορίτσι που είχε την αργκό στο στόμα και την ευγένεια στην ψυχή. Γι’ αυτό και μόλις γνώρισε τον αληθινό έρωτα με τον Μάριο, έπαψε να μιλάει τη γλώσσα του υποκόσμου και τα γαλλικά της έγιναν όπως εκείνα που διδάσκουν οι καλόγριες (Eponine ne parlait pas argot. Depuis qu’ elle connaissait Marius), μας βεβαιώνει ο Ουγκώ.
«Κύριε Μάριε», όλο του φωνάζει και νιώθει μέσα της να σβήνει και να χάνεται σ’ ένα του βλέμμα, σε μια του λέξη. Από την άλλη πλευρά ο Μάριος είναι τελείως ανυποψίαστος και «απασχολημένος» με την Τιτίκα. Αν και η Επονίνη ξέρει πως αγαπάει την Τιτίκα και πως δεν έχει καμία ελπίδα να την αγαπήσει, δεν αισθάνεται καθόλου φθόνο για την κοπέλα που αγαπάει ο Μάριος. Μάλιστα είναι αυτή που οδήγησε τον Μάριο στην οδό Πλυμέ, στο σπίτι της Τιτίκας, όταν αυτός είχε χάσει τα ίχνη της και ένιωθε δυστυχισμένος. Κι όταν πάλι θέλησε να της δώσει χρήματα για το καλό που θα του έκανε, το φτωχό και ερωτευμένο κορίτσι ένιωσε μεγάλη προσβολή και αντέδρασε περήφανα, αλλά και κάπως θυμωμένα: «Δε θέλω τα λεφτά σας!» του είπε ( Je ne veux pas votre argent, dit- elle). Πολύ σοφά γνώριζε πως ο Μάριος δεν θα την αγαπούσε ούτε και μέσα στην πιο μεγάλη του δυστυχία. Τέλος έκανε και αυτό που δεν είμαστε βέβαιοι πως θα έκανε και η Τιτίκα: Έβαλε το χέρι της και το σώμα της μπροστά στην κάννη του όπλου που σημάδευε τον Μάριο στα οδοφράγματα της Επανάστασης του 1832. Όταν ο Μάριος την είδε πεσμένη κάτω με το χέρι της ματωμένο και έσκυψε να τη σηκώσει, εκείνη του είπε: «Η σφαίρα μού τρύπησε το χέρι, αλλά βγήκε πίσω απ’ τη ράχη. Είναι περιττό να με σηκώσεις απ’ εδώ». ( La balle a traversé la main, mais elle est sortie par le dos. C’ est inutile de m’ ôter d’ici ). Έτσι, η Επονίνη, αυτή η αλήτισσα του Παρισιού, ανεβαίνει, με αυτή τη θυσία της, στο ίδιο ερωτικό βάθρο με την Ιουλιέτα. Για τη θυσία της ζήτησε από τον Μάριο, πριν ξεψυχήσει, ένα φιλί. Και αυτό όχι στο στόμα, αλλά στο μέτωπο. Γιατί; Γιατί πίστευε πως θα την έβρισκε, ακόμη και τώρα που πέθαινε, άσχημη. «Εμένα με βρίσκατε άσχημη, έτσι δεν είναι;» (Vous me trouviez laid, ne c’ est pas?), του είπε μεταξύ άλλων πριν πεθάνει. Κι ο Μάριος πρώτη φορά είδε σ’ αυτή την κοπέλα τον βούρκο που αντιπροσώπευε άλλοτε να γίνεται τώρα κάμπος με λουλούδια. Αυτές οι μεγάλες στιγμές της ανθρώπινης ζωής πνίγονται δυστυχώς μέσα στον ωκεανό των σελίδων του βιβλίου και περνάνε απαρατήρητες από τον αναγνώστη. Έπρεπε να ξαναδιαβάσω το βιβλίο τώρα, στο σούρουπο της ζωής, για να σταματήσει η σκέψη μου στην Επονίνη και όχι στην Τιτίκα, όπως τότε που το διάβασα παιδί.
Λένε πως Οι Άθλιοι είναι τώρα μόνο για παιδιά. Για να γίνει αυτό το βιβλίο παιδικό ανάγνωσμα, πρέπει να του αφαιρέσεις όλη την πνευματική αρματωσιά του. Ακόμη και τώρα να το διαβάσεις, δύσκολα , πολύ δύσκολα θα μπορέσεις να πιάσεις όλους τους υπαινιγμούς του συγγραφέα. Αυτό θα φανεί στη συνέχεια του κειμένου. Πράγματι, ό,τι κοινό μπορεί να υπάρχει ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο γυναίκες κρύβεται εκεί που κανείς δεν φαντάζεται: στα ονόματά τους. Το πραγματικό όνομα της Τιτίκας είναι Ευφρασία ( Euphrasie ). Μάλιστα η Τιτίκα προτιμούσε αυτό το όνομα και μόνο όταν ο Μάριος της είπε ότι προτιμάει να τη φωνάζει Τιτίκα, όνομα με το οποίο τη φώναζαν μικρή, δέχεται να το κρατήσει για χάρη του αγαπημένου της. Ευφρασία λοιπόν η μία, Επονίνη η άλλη. Τόσο λοιπόν το Eupfrasie όσο και το Εponine είναι ονόματα που έχουν ρίζα ελληνική και ετυμολογικά προέρχονται από λέξεις που στα ελληνικά σημαίνουν λ ό γ ο ς. Πράγματι, το όνομα Ευφρασία είναι σύνθετο από τις λέξεις «ευ» και «φράσις», ενώ το Επονίνη είναι όνομα που προκύπτει από τη λέξη «έπος», που στα αρχαία ελληνικά σημαίνει επίσης λόγος. Αλλά και το Τιτίκα- που είναι κατασκεύασμα του πρώτου μεταφραστή στα ελληνικά, του Ιωάννη Σκυλίτση, και που στα γαλλικά είναι Cosette- στην ίδια σημασία οδηγεί, αφού προφέρεται και ακούγεται όπως η γαλλική λέξη Causette, που σημαίνει στα γαλλικά κουβεντούλα, λέξη σχετική με τον λόγο.
Και τα δύο λοιπόν ονόματα, Ευφρασία και Επονίνη, είναι ονόματα που στα ελληνικά προέρχονται από τον «λόγο», που όπως είπαμε πιο πάνω κάνει τον έρωτα πιο μεγάλο. Νικήτρια από αυτή την ερωτική αντιπαλότητα βγαίνει η Ευφρασία, γιατί στο όνομα αυτό δεν έχουμε, όπως στην Επονίνη, απλώς τον λόγο, αλλά τον ωραίο λόγο. Η άτυχη Επονίνη στάθηκε, λοιπόν, άτυχη και με την ετυμολογία του ονόματός της. Επομένως, η Τιτίκα παρουσιάζεται νικήτρια όχι μόνο στην ίδια τη ζωή, αφού γλιτώνει από την ορφάνια, τη φτώχεια και τη δυστυχία, και κερδίζει την καρδιά του Μάριου για μια ευτυχισμένη ζωή, αλλά και στη φιλολογική πλευρά του θέματος , που δείχνει την ακατάβλητη δύναμη που έχουν οι λέξεις και επηρεάζουν σημαντικά τις τύχες και τη ζωή των ανθρώπων.
Αυτή η τελευταία δύναμη, την οποία ο Ουγκώ έκρυψε μέσα στα ονόματα των δυο γυναικών, δεν είναι αντιληπτή από όλους τους αναγνώστες του βιβλίου. Και για να τελειώνουμε με αυτό το θέμα, θα προσθέσω ακόμα τούτο: Το όνομα Επονίνη (Εponine) κάνει ρίμα με το όνομα Λεοπολδίνη (Léopoldine), το όνομα της άτυχης και πολυαγαπημένης κόρης του Ουγκώ που πνίγηκε στον Σηκουάνα, έκανε πολλούς να πιστεύουν ότι πίσω από την άτυχη Επονίνη κρύβεται η επίσης άτυχη, αλλά και όμορφη, σαν την Τιτίκα, κόρη του συγγραφέα Léopoldine.