You are currently viewing Φάνης Κωστόπουλος: Ο Λόρδος Βύρων και η Βίβλος ( Μια άγνωστη σε μας πλευρά του ποιητή )

Φάνης Κωστόπουλος: Ο Λόρδος Βύρων και η Βίβλος ( Μια άγνωστη σε μας πλευρά του ποιητή )

    Στον τόπο μας – ιδιαίτερα στον τόπο μας – ο λόρδος Βύρων είναι περισσότερο γνωστός ως φιλέλληνας. Τούτο βέβαια δε σημαίνει πως αγνοούμε πέρα για πέρα το ποιητικό του έργο ή τη σημαντική θέση που παίρνει ανάμεσα στους μεγάλους ρομαντικούς ποιητές της Αγγλίας και της Ευρώπης ακόμα. Απλούστατα συνηθίσαμε να τον βλέπουμε περισσότερο σαν ήρωα παρά σαν ποιητή, αν και εκείνο που ωφέλησε περισσότερο τον απελευθερωτικό μας αγώνα δεν ήταν τόσο ο ηρωισμός του όσο η ποίησή του και η ποιητική του φήμη. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που ό,τι περισσότερο μεταφράστηκε στη γλώσσα μας από το έργο του είναι ποίηση που σχετίζεται με την Ελλάδα.

   Αν πούμε τώρα πως ο Βύρων έγραψε και θρησκευτική ποίηση, ίσως αυτή η γνώμη να κάνει μερικούς να ξαφνιαστούν. Και λέω μερικούς γιατί εκείνοι που έχουν τουλάχιστον διαβάσει τη ζωή του ξέρουν καλά πως ο μεγάλος φιλέλληνας ανατράφηκε κυριολεκτικά με τη Βίβλο. Πράγματι, όταν ήταν ακόμη μικρό παιδί, η Μαίρη Γκρέι, η παραμάνα του, του διάβαζε κάθε μέρα σελίδες από τη βίβλο, ενώ κάθε βράδυ, πριν πέσει να κοιμηθεί, τον έβαζε να ψέλνει ψαλμούς του Δαβίδ, που ιδιαίτερα του άρεσαν ο πρώτος ψαλμός και ο εικοστός τρίτος.

   Τα χρόνια περνούσαν και ο μικρός Βύρων σιγά σιγά μεγαλώνει και μορφώνεται σπουδάζοντας στο Κέμπριτζ και διαβάζοντας βιβλία. Επίσης γράφει και δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα και αρχίζει να ταξιδεύει, να ταξιδεύει ακόμη και στην ίδια του την ποίηση. Ο Τσάιλντ Χάρολντ, ο Δον Ζουάν – ποιητικοί ήρωες που κατά τα τρία τέταρτα είναι πιστά αντίγραφα του Βύρωνα, της νεανικής του ηλικίας και της ώριμης — διασχίζουν τις ίδιες θάλασσες και βλέπουν τα ίδια μέρη με τον δημιουργό τους, κάποτε μάλιστα έχουν και τι ίδιες περιπέτειες. Έτσι λοιπόν η Πορτογαλία, η Ίσπανία, η Ιταλία, η Αλβανία, η τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, οι ακτές της Μικράς Ασίας, ως και εκείνη η Βασιλεύουσα ακόμα – τόποι όλοι που γνώρισαν το δύσκολο πηδηχτό βάδισμα της αναπηρίας του – εικονίζονται με τα ήθη τους, τις φυσικές τους ομορφιές και το ένδοξο παρελθόν τους μέσα στις ποιητικές του σελίδες, που κράτησαν σκυφτή επάνω τους ολόκληρη την πνευματική Ευρώπη του 19ου αιώνα, από τον Σταντάλ και τον Ουγκώ ως τον Πούσκιν και τον Γκαίτε.

                                                                          *

    Το υπέροχο όμως πνεύμα του, η ευρωπαϊκή ποιητική του φήμη, οι θυελλώδεις του έρωτες, οι θαυμάσιες επιδόσεις του στη σκοποβολή και οι μεγάλοι κολυμβητικοί του άθλοι, που αναφέρονται συχνά στις επιστολές του και τους στίχους του, άφησαν να περάσει σχεδόν απαρατήρητη μια άλλη θαυμάσια πλευρά του εαυτού του – η βιβλική του πολυμάθεια. Το πόσο καλά γνώριζε τη Βίβλο ο Βύρων το δείχνει καθαρά το ακόλουθο περιστατικό της ζωής του: Στο δεύτερο ταξίδι του στην Ελλάδα – τη χώρα που , όπως  έλεγε συχνά, τον έκανε ποιητή — κατά το χρονικό διάστημα που έμεινε στην Κεφαλονιά, υπήρχε στο νησί ένας θρήσκος Σκωτσέζος, ο γιατρός Κένεντι, που ήταν μέλος της Εκκλησίας των Μεθοδιστών. Με τον Σκωτσέζο αυτό ο Βύρων είχε κάμποσες συζητήσεις γύρω από τον χριστιανισμό. Μια μέρα που ο γιατρός Κένεντι επισκέφτηκε τον Άγγλο ποιητή στο σπίτι του στα Μεταξάτα και η συζήτησή τους πάλι ήταν γύρω από τον χριστιανισμό, δόθηκε η ευκαιρία στον Βύρωνα να τον ξαφνιάσει και να τον καταπλήξει με τη βιβλική του πολυμάθεια. Πράγματι,  κάθε φορά που ο γιατρός Κένεντι αναζητούσε μάταια ένα εδάφιο της Βίβλου για να στηρίξει τα επιχειρήματά του, ο Βύρων το έβρισκε αμέσως. Κι όταν ο γιατρός γεμάτος θαυμασμό τον ρώτησε αν διαβάζει συχνά τη Βίβλο, ο Άγγλος ποιητής απάντησε: « Ω ναι! διαβάζω τη Βίβλο πολύ περισσότερο από ό,τι νομίζετε. Έχω μια Βίβλο, που μου ‘δωσε η αδελφή μου – μια εξαίρετη αληθινά γυναίκα – και τη διαβάζω πολύ συχνά» ( Αντρέ Μωρουά : Μπάυρον , εκδ. Μέλισσα ).

                                                                     *

    Το 1815 στάθηκε πολύ καλή χρονιά για την εγγλέζικη θρησκευτική ποίηση. Ο Βύρων – ύστερα από τη μεσολάβηση του φίλου του Κίναιρντ – δέχτηκε να γράψει λίγα ποιήματα για να μελοποιηθούν από τον Ισαάκ Νάθαν, έναν Άγγλο συνθέτη ιουδαϊκής καταγωγής, που αργότερα μελοποίησε και την Κόρη των Αθηνών, ένα από τα πιο όμορφα και πιο γνωστά λυρικά ποιήματα του Βύρωνα. Τα ποιήματα αυτά κάτω από τον τίτλο Εβραϊκές Μελωδίες, δημοσιεύτηκαν μαζί με τη μουσική τους τον Απρίλη του 1815. Η επιτυχία τους ήταν μεγάλη. Οι δυο πρώτες εκδόσεις εξαντλήθηκαν μέσα σε λίγες εβδομάδες. Και στην Τρίτη έκδοση που έγινε το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, ο εκδότης του Βύρωνα είχε τη λαμπρή ιδέα να δημοσιεύσει τα ποιήματα χωρίς τις μουσικές νότες. Υπήρχε άλλωστε τόση μουσική μέσα στους  βυρωνικούς αυτούς στίχους, ώστε, καθώς λέει ένας μελετητής των ποιημάτων αυτών, « δεν ήταν αναγκαίο να συνοδεύουν οι στοίχοι τη μουσική ούτε  η μουσική τους στίχους». Κλείνοντας θα ήθελα να προσθέσω και αυτή την παρατήρηση:  ενώ τα θέματα είναι βιβλικά, ο χειρισμός των θεμάτων είναι καθαρά βυρωνικός.

  Ένα από τα πιο ωραία με βιβλικό θέμα αυτής της συλλογής είναι η Καταστροφή του Σεναχειρείμ, που δίνεται εδώ σε δική μου απόδοση. Όσο για τον αναγνώστη που θα ήθελε ν’ ανοίξει τη Βίβλο, για να φρεσκάρει το θέμα στη μνήμη του, η σχετική παραπομπή είναι η ακόλουθη: Βασιλειών Β΄, 18 και 19.

             

                         Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ  ΤΟΥ  ΣΕΝΑΧΕΙΡΕΙΜ

 

                    Καθώς  ο λύκος στο μαντρί οι Ασσύριοι κατεβήκαν

                   και στην πορφύρα, στο χρυσό στρατιές λαμπροφανήκαν

                   οι λόγχες   τους σελάγιζαν σαν άστρα ‘πα στον πόντο

                        τη  Γαλιλαία σα φιλά κύμα στο νύχτιο φόντο.

 

                       Κι όπως τα φύλλα των δασών το θέρος πρασινίζουν,

                       πλήθη μαζί  και λάβαρα στο δειλινό φεγγίζουν.

                        Κι όπως τα φύλλα των δασών σε φθινοπώρου αγέρι,

                        όμοια και την επάυριο πέφτει, σκορπάει τ’ ασκέρι.

 

                        Γιατί θανάτου Άγγελος άπλωσε τα φτερά του

                        κι έδωσε φύσημα τρανό τ’ οχτρού στο πέρασμά του

                        μάτια του ύπνου λάφυρα πάγωσαν και σβηστήκαν,

                        καρδιές στιγμή που τάραξε για πάντα νεκρωθήκαν.

 

                        Εκεί φαρί με τα πλατιά των ρουθουνιών στεφάνια

                        κείται, μα δεν ξεφύσαγε τ’ ανασασμού περφάνια∙

                        κι αφρός απ’ το λαχάνιασμα λευκάζει ‘πα στο χώμα

                         κρύος σαν κείνο που ξερνά της θάλασσας το στόμα.

 

                         Κι ο καβαλάρης κείται κει φριχτή μορφή θανάτου,

                         δροσοσταλιά στο φρύδι του, σκουριά στο θώρακά του∙        

                         τσαντίρια μέσα στη σιωπή κι έρημα μπαϊράκια,

                         η σάλπιγγα δίχως πνοή, λόγχες, σπαθιά στα βράχια.

 

                         Οι χήρες κλάψαν της Ασσούρ, σύραν φωνή μεγάλη∙

                          είδωλα σπάσαν∙ του ναού ορφάνεψε η αγκάλη∙

                           κι ο άτρωτος Παγανισμός απ’ τ’ όπλο οχτρού αγρίου,

                            καθώς το χιόνι έλιωσε στο βλέμμα του Κυρίου.       

                                                     ———————

                                            

 

                                                    

                     

 

                                                     

 

                          

                        

 

 

                         

 

                       

                        

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.