Μη μου πείτε ότι όλο αυτό τον μήνα καταλάβατε ότι άνοιξε το τριώδιο και ότι ζήσαμε σε αποκριάτικους ρυθμούς. Εγώ, τουλάχιστον, μασκαρά δεν είδα να κυκλοφορεί και ούτε θα έπαιρνα χαμπάρι την αποκριάτικη περίοδο, αν δε κοίταζα το ημερολόγιο. Έχει τόσο ατονήσει αυτό το έθιμο, ώστε αν σου περάσει απ’ το μυαλό, από τρέλα ή από πλήξη, να ντυθείς μασκαράς αυτές τις μέρες, όπως τον παλιό καλό καιρό, και φορέσεις μάσκα του Ζορό ή μουτσούνα ανθρωποφάγου, κινδυνεύεις να σε περάσουν για τρελό, αν όχι και για τρομοκράτη ή κακοποιό. Ίσως το τελευταίο Σαββατοκύριακο κάνουν την εμφάνισή τους λίγοι χαρταετοί στα περίπτερα, για να τους αμολήσουν οι μπαμπάδες για τα βλαστάρια τους, την Καθαρά Δευτέρα, στον λόφο του Φιλοπάππου. Αυτές οι σκέψεις με γύρισαν πίσω στα μαθητικά μου χρόνια, τότε που κι εγώ πέταγα τον αϊτό μου στον αττικό ουρανό από την ταράτσα του σπιτιού μου. Άλλαξαν όμως οι καιροί και πέταξαν τα χρόνια «σαν τα χελιδόνια», όπως θα ‘λεγε ο ποιητής Δροσίνης, και τώρα, όντας κοντά στην εξώπορτα της ζωής, έγραψα αυτό το τετράστιχο με αφορμή την πρώτη μέρα της μεγάλης Σαρακοστής, που τη γιορτάζουμε με την παραδοσιακή λαγάνα και το πέταγμα του χαρταετού:
Ο ΧΑΡΤΑΕΤΌΣ
Όταν παιδί σε πέταγα ψηλά, χαρταετέ,
Μαζί φιλοδοξίες μου κι ελπίδες μου πετούσα.
Κι όταν στο σύρμα της ΔΕΗ κρεμάστηκες, αϊτέ,
Εκεί για πάντα σ’ άφησα μ’ αυτά που προσδοκούσα.
———————-