Οι πρώτοι μου φίλοι (το έχω πει και αλλού) ήταν οι αθηναϊκοί δρόμοι. Μετά έγιναν οι τόποι οι μακρινοί. Να τους γνωρίσω με το ταξίδι ήταν αδύνατο. Η μόνη λύση ήταν τα βιβλία: O Stevenson, o Melville, o Defoe, o Coleridge, o Morley, o Wassermann, o Zweig, o Conrad, ο Kipling, o Hugo, ο Verne, o Lesterman, η Monica Shannon, o Fenimon Couper, o Jack London,ο Rafael Sabatini και άλλοι ακόμη που έζησαν και γνώρισαν καλά τη θάλασσα. Αυτοί όλοι δεν με μόρφωσαν μόνο∙ με ταξίδεψαν και με γύρισαν σε όλες τις θάλασσες του πλανήτη. Χωρίς υπερβολή μού έβγαλαν ναυτικό φυλλάδιο. Θα είμαι όμως άδικος, αν δεν αναφέρω και τις παλιές πειρατικές ταινίες που βλέπαμε παιδιά. Αυτές οι ταινίες, όπως και οι άλλες ταινίες εποχής, για ένα μικρό παιδί ήταν τότε σημαντικές. Κανένα σχολικό βιβλίο δε θα μπορούσε να του δώσει μια πιο ζωντανή εικόνα πώς ήταν ο κόσμος σε άλλες εποχές από εκείνη που του έδινε ο κινηματογράφος. Στα δικά μου παιδικά χρόνια, που δεν υπήρχε τηλεόραση, ο κινηματογράφος λειτουργούσε κυριολεκτικά σαν ένα δεύτερο σχολείο. Δεν ξέρω για τους παιδικούς μου φίλους, αλλά εγώ θα έβλεπα και σήμερα ακόμη ευχαρίστως και με το ίδιο εκείνο παιδικό βλέμμα τον Errol Flynn στο Captain Blood (ταινία βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Rafael Sabatini ), που είναι μία από τις καλύτερες θαλασσινές περιπέτειες του αμερικανικού κινηματογράφου. Όσο για μένα, αν θέλετε, το πιστεύετε: με την αλμύρα της θάλασσας στα χείλη και στην παιδική μου ψυχή μεγάλωσα.
Το παγκόσμιας φήμης βιβλίο του Δανιήλ Ντιφόου Ροβινσών Κρούσος , που αποτέλεσε την απαρχή για την εξέλιξη του αγγλικού μυθιστορήματος και που άρεσε πολύ στον δικό μας τον Κόντογλου, είναι μία από τις πιο πρωτότυπες και πιο ενδιαφέρουσες θαλασσινές περιπέτειες. Πρέπει να πω ακόμη ότι είναι λίγοι εκείνοι που ξέρουν ότι πηγή έμπνευσης για το μυθιστόρημα του Ντιφόου στάθηκε ένα πραγματικό γεγονός.
Για να καταλάβετε όμως καλύτερα πώς έγινε αυτό, θα πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Αν κοιτάξουμε σήμερα τις ακτές της Χιλής στον χάρτη, θα δούμε, με έκπληξη, τα νησιά Χουάν Φερναντέζ (Juan Fernantez ), που δεν είχαμε άλλοτε προσέξει. Τα δυο αυτά νησιά βρίσκονται ανοιχτά από τις ακτές της Χιλής και σχεδόν ακριβώς απέναντι από το Βαλπαρέζο. Μετά το 1520, μετά δηλαδή τον περίπλου του Μαγγελάνου που ο Μέγας Ειρηνικός έπαψε να είναι αταξίδευτη θάλασσα (unnavigated sea ), τα ισπανικά πλοία ταξίδευαν συχνά κατά μήκος των ακτών της Χιλής για το χρυσάφι του Περού. Ένα κομμάτι αυτής της ακτής, ακριβώς απέναντι από τα νησιά Χουάν Φερναντέζ, είχε πολύ ισχυρά ρεύματα και τα ναυάγια ήταν συχνά. Τη λύση του προβλήματος έδωσε ο Χουάν Φερναντέζ, που είχε μεγάλη ναυτική πείρα. Ο έμπειρος αυτός ναυτικός, όταν βρέθηκε σ’ αυτά τα νερά, κατάλαβε αμέσως την αιτία των ναυαγίων και έδωσε εντολή στους κυβερνήτες των καραβιών να μην πλέουν σ’ αυτό το σημείο κοντά στις ακτές της Χιλής, αλλά να ταξιδεύουν μέσα στον ωκεανό, διαγράφοντας μια καμπύλη που θα περνάει κοντά στις ακτές των νησιών που πήραν το όνομά του. Και μόλις περάσουν αυτό το σημείο, μπορούν να συνεχίσουν το ταξίδι τους πάλι κοντά στις ακτές της Χιλής. Το πρόβλημα λύθηκε και η φήμη αυτού του θαλασσοπόρου διαιωνίζεται τώρα από τα δυο αυτά νησιά που πήραν το όνομά του.
Τα δυο αυτά νησιά που πήραν το όνομα του Ισπανού θαλασσοπόρου έχουν το καθένα το δικό του όνομα. Αυτό που είναι μακρύτερα από τις ακτές της Χιλής οι Ισπανοί κατακτητές το ονόμασαν Μάς Afuera. To άλλο που είναι πιο κοντά το είπαν Μάς –a–Tierra.Πέρασαν από τότε πολλά χρόνια, για να φτάσουμε σ’εκείνο το πρωινό που ένα εγγλέζικο πλοίο έριξε άγκυρα κοντά στις ακτές του νησιού Μάς Afuera. Μια βάρκα του καραβιού με οκτώ άνδρες και τον πλοίαρχο άραξε στην ακρογιαλιά του νησιού. Το νησί, αν και είχε πυκνή βλάστηση, ήταν ακατοίκητο. Όταν ο πλοίαρχος και οι άνδρες του αποβιβάστηκαν, υπήρχε ανάμεσά τους και ένας που είχε τα χέρια δεμένα πίσω. Ο πλοίαρχος έδωσε αμέσως διαταγή να τον λύσουν. Του είπε λίγα λόγια και μετά έκανε νόημα στους άνδρες να μπουν πάλι στη βάρκα , για να επιστρέψουν στο πλοίο. Εκείνος με λυμένα τα χέρια στεκόταν μονάχος στην ακρογιαλιά, κοιτάζοντας τους άλλους που έφευγαν με τη βάρκα. Λίγο πιο πέρα από εκεί που στεκόταν είχαν αφήσει, με διαταγή προφανώς του πλοιάρχου, ένα τουφέκι. Ένας που θα κοίταζε από μακριά αυτή τη σκηνή θα καταλάβαινε ότι πρόκειται για «maroon», την εγκατάλειψη δηλαδή απείθαρχου ναύτη ή πειρατή σε ερημονήσι. Η σκηνή πάντως που περιγράφω πιο πάνω είναι πραγματικό γεγονός. Συνέβη στις αρχές του 18ου αιώνα και ο ναύτης που εγκατέλειψαν στο νησί Μάς Afuera ήταν ο Alexander Selkirk, που έμεινε εκεί τέσσερα χρόνια και τέσσερις μήνες.
Κάποιος από τους ναυτικούς συναδέλφους του, που ταξίδευε με άλλο πλοίο ως καπετάνιος, τον αναζήτησε, τον βρήκε και τον έφερε στο Λονδίνο. Η είδηση πέρασε στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων. Ένας απ’ αυτούς που τη διάβασαν ήταν και Δανιήλ Ντιφόου, ο συγγραφέας του Ροβινσώνα Κρούσου. Σήμερα σε όλους τους αγγλικούς χάρτες το νησί Μας Αfuera αναφέρεται ως νησί του Alexander Selkirk. To άλλο νησί, το Μάς – α – Τιερρα, πήρε το όνομα του ήρωα του Ντιφόου, νησί του Ροβινσώνα Κρούσου. Ο ίδιος ο ήρωας του Ντιφόου λέει σ’ ένα σημείο του βιβλίου μεταξύ άλλων τα εξής: « Ήταν μια πολύ καθαρή μέρα και μπορούσα να δω ξηρά πολύ μακριά. Δεν μπορούσα να πω αν ήταν ένα νησί ή όχι, ή ποιο μέρος του κόσμου ήταν, αλλά ένιωθα σίγουρος ότι πρέπει να είναι μέρος της Αμερικής. Πρέπει να είναι, σκέφτηκα, κοντά στην Ισπανική Νότια Αμερική» ( It was a very clear day, and I could see land a long way off. I could not tell if it was an island or not, or what part of the world it was; but I felt sure it must be part of America. It must, I thought, be near Spanish South America).
Στο απόσπασμα αυτό φαίνεται καθαρά ότι ο Ντιφόου είχε πληροφορηθεί από τις εφημερίδες για το νησί του Selkirk και τοποθέτησε το νησί του ήρωά του στο ίδιο γεωγραφικό μήκος και πλάτος που είναι τα νησιά Χουάν Φερναντέζ και μάλλον σε αυτό το νησί που πήρε το όνομα του ήρωά του. Η αναφορά της Ισπανικής Νότιας Αμερικής και όπως τη βλέπει ο ήρωας του βιβλίου απ’ το νησί του και απ’ τον Ειρηνικό ωκεανό δεν είναι άλλη από την ακτή της Χιλής.
Στην Ιστορία της Αγγλικής Λογοτεχνίας ( εκδ. Macmillan Company ) που έγραψαν ο William Neilson και ο Αshley Thordike , oι δυο συγγραφείς λένε για το βιβλίο του Ντιφόου ότι στις σελίδες που κάνουν λόγο για τον Σαίξπηρ, ο μεγάλος Ελισαβετιανός πραγματεύεται παρόμοιο θέμα στο έργο του Τρικυμία ( Earlier in this book we have recalled Shakespeare’ s treatment of a similar theme in The Tempest ). Περίμενα να πουν κάτι και για την αρχαία Ελληνική Λογοτεχνία, αλλά οι γνώσεις τους, φαίνεται, ως εκεί έφταναν. Πολύ πριν από τον Ντιφόου και τον Σαίξπηρ το ίδιο θέμα πραγματεύεται ο Σοφοκλής στην τραγωδία του Φιλοκτήτης. Στην τραγωδία αυτή οι Έλληνες που ταξίδευαν με τα καράβια τους για να πάνε στην Τροία άφησαν τον Φιλοκτήτη στη Λήμνο, που ήταν τότε ακατοίκητη, να τον κατατρώγει άγρια αρρώστια, «αγρία νόσω καταφθίνοντα» λέει ο Σοφοκλής, επειδή ένα φίδι δάγκωσε το πόδι του.
Εκεί ο Φιλοκτήτης θα μείνει όσα χρόνια κράτησε ο πόλεμος της Τροίας και, για να επιβιώσει, θα αντιμετωπίσει τις ίδιες δυσκολίες με τον ήρωα του Ντιφόου. Απορώ λοιπόν πώς δεν βρέθηκε κανείς ως τώρα να πει αυτό που όλοι βλέπουν ότι είναι δίκαιο και σωστό: Ο πρώτος Ροβινσώνας στην παγκόσμια λογοτεχνία δεν είναι ο ήρωας του Ντιφόου, αλλά ο Φιλοκτήτης στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή. Ίσως, θα έλεγα ακόμη, αν ήταν Αμερικανός ο Φιλοκτήτης, να μην είχα αυτή την απορία…