You are currently viewing Φάνης Κωστόπουλος: Στον ίσκιο των Τριών Σωματοφυλάκων

Φάνης Κωστόπουλος: Στον ίσκιο των Τριών Σωματοφυλάκων

    Τους θυμήθηκα στις 30 του Νοέμβρη το 2002. Ήταν η μέρα που η τέφρα του Αλέξανδρου Δουμά – όντας μέσα σε δρύινο φέρετρο και ακολουθούμενη τιμητικά από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Ζακ Σιράκ και πλήθος κόσμου, που αργοσάλευε σαν ποτάμι στην οδό Σουφφλό, από τον ναό της Αγιάς Γενεβιέβης ως το μπουλβάρ Σαιν Μισέλ – έμπαινε, εν πομπή, στο Πάνθεον των μεγάλων ανδρών της Γαλλίας. Εκεί ο Δουμάς πήρε τη θέση που του  άξιζε δίπλα στον Ζολά και τον παλιό του φίλο τον Ουγκώ.

Μετά η μνήμη μου γύρισε στην Αθήνα των παιδικών μου χρόνων, τέλη της δεκαετίας του ’40 και αρχές  του ’50, και πιο συγκεκριμένα στις πασχαλιές της Μιχαήλ Βόδα, που, όταν ο δήμος τις κλάδευε τον χειμώνα, φτιάχναμε από τις βέργες τους σπαθιά, για να ξιφομαχούμε σαν τους σωματοφύλακες με τη γαλάζια μπέρτα  τού κυρίου Ντε Τρεβίλ και τους άλλους με την κόκκινη  του Κόκκινου Δούκα ή καρδινάλιου Ρισελιέ. Οργανώναμε, θυμάμαι, και αγώνες ξιφασκίας. Έπαθλα στη σειρά των νικητών ήταν τα ονόματα των σωματοφυλάκων. Για τον πρώτο νικητή ήταν το όνομα του Αρτανιάν∙ για τον δεύτερο του Άθω∙ και για τους δυο τελευταίους τα ονόματα του Πόρθου και του Άραμη. Τέτοιος ιπποτισμός δεν ξαναφάνηκε στους αθηναϊκούς δρόμους  της Αλκαμένους και της Προύσσσης. Ήμασταν οι τελευταίοι των Μοϊκανών και οι τελευταίοι των  σωματοφυλάκων της βασιλικής φρουράς. Απλοί, παιδικοί στίχοι,  ξεχασμένοι σε  μαθητικό τετράδιο, θυμίζουν τα τρυφερά εκείνα χρόνια :

Με βέργες από πασχαλιά

Φτιάχνουμε τα σπαθιά μας

Κι ιπποτική παλικαριά

Λάμπει  στη γειτονιά  μας.

*

‘Αραμης, Άθως , ντ’ Αρτανιάν:

Σπαθί, τιμή, φιλία !

Ψηλά στ’ αστέρια μας πετάν

Του Γάλλου τα βιβλία.

Στα τρυφερά εκείνα χρόνια οι σωματοφύλακες του Δουμά ήταν για μας τα παιδιά η περιπέτεια και τίποτα περισσότερο. Αυτός είναι και ο λόγος που έμειναν στη μνήμη μας σαν μια σιλουέτα μ’ ένα πλατύγυρο καπέλο και ένα σπαθί στο χέρι. Χρειάστηκε να περάσουν χρόνια, πολλά χρόνια, για νά ‘ρθει ο καιρός που η νοσταλγία σε γυρίζει πίσω στους  αθηναϊκούς χωματόδρομους που έπαιζες παιδί, και να βρεις την παιδική διάθεση να διαβάσεις την τριλογία του Δουμά σε έκδοση όπως εκείνη που  διάβαζαν οι σύγχρονοί του. Τότε καταλαβαίνεις πως ο Δουμάς δεν είναι μόνο για μικρά παιδιά, όπως πολλοί νομίζουν. Αν δεν έχεις διαβάσει και κάνει κτήμα σου την ιστορία της Γαλλίας, δεν μπορείς να χαρείς την τριλογία του σε κάθε λεπτομέρεια που αναφέρει και να δεις, για παράδειγμα, αν ήταν ή πόσο ήταν κακός ο Ρισελιέ, ο μεγάλος αυτός εχθρός των τριών σωματοφυλάκων και του Γασκόνου ντ’ Αρτανιάν. Μπορεί ο Δουμάς να παρουσιάζει, για τις ανάγκες του βιβλίου, μια αντιπαλότητα ανάμεσα στον Λουδιβίκο ΙΓ΄ και τον καρδινάλιο Ρισελίε, καθώς και ανάμεσα στους ανθρώπους που είχαν στην υπηρεσία τους, αυτό δε σημαίνει   πως παραβλέπει στο βιβλίο του Οι τρεις σωματοφύλακες το πολιτικό έργο του Ρισελιέ και την εξέχουσα θέση που έχει ως πολιτική μορφή στην ιστορία της Γαλλίας. Στο 14ο κεφάλαιο του βιβλίου , λέει ο Δουμάς για τον ρασοφόρο πρωθυπουργό του Λουδοβίκου ΙΓ΄: «Αν  και ήταν ήδη εξασθενημένος στο κορμί,  με την αστείρευτη ψυχική δύναμη που διέθετε έγινε ένας από τους πιο μεγάλους ανθρώπους κάθε καιρού και τόπου». Λίγο πιο κάτω λέει ακόμη: «Τίποτα σ’ αυτόν δεν φανέρωνε τον καρδινάλιο και όποιος τον πρωτόβλεπε και δεν ήξερε καθόλου το πρόσωπό του ήταν αδύνατο να μαντέψει ποιον είχε απέναντί του».

Σήμερα από την τριλογία του Δουμά, στην οποία εξιστορείται όλη η ζωή των τεσσάρων φίλων,  μόνο το πρώτο βιβλίο, Οι Τρεις Σωματοφύλακες, είναι γνωστό στο πλατύ κοινό. Τα άλλα δυο βιβλία, Μετά Είκοσι Έτη και Ο Υποκόμης της Βραζελώνης, λίγοι τα έχουν υπόψη τους και ακόμη πιο λίγοι τα έχουν διαβάσει. Ανάμεσα σε αυτούς είναι δυστυχώς και οι παιδικοί μου φίλοι. Από τότε που αποχαιρέτησαν την εφηβεία και πέταξαν το ξύλινο σπαθί από βέργα πασχαλιάς,  δεν αναρωτήθηκαν ποτέ τι άνθρωποι ήταν αυτοί οι σωματοφύλακες του Δουμά. Έτσι ο κλήρος να πει δυο λόγια για τους ήρωες του Δουμά έπεσε, όπως λέει το παλιό σχολικό τραγουδάκι, στον «γενναίο», που, παρά τα ογδόντα του χρόνια, κρατάει ακόμη στο χέρι του το ξύλινο αυτό σπαθί από βέργα πασχαλιάς. Από τους τέσσερις φίλους του βιβλίου ο πιο νέος στην ηλικία ήταν ο Γασκόνος ντ’ Αρτανιάν. Ήταν μόλις δεκαεννιά χρονών όταν μπήκε στο Παρίσι, ερχόμενος από την Ταρμπ, την ιδιαίτερη πατρίδα του. Το πανεπιστημιακό του πτυχίο ήταν το σπαθί του. Με αυτό στο χέρι θα σταδιοδρομήσει. Είναι ο αγνός επαρχιώτης που θα κερδίσει τη συμπάθεια και τον θαυμασμό του Αθω όχι μόνο ως δεινός ξιφομάχος, αλλά και με το κοφτερό μυαλό που τον διέκρινε. Τα ίδια αυτά προσόντα θα προσέξει στο τέλος του βιβλίου και ο Ρισελιέ, ο μεγάλος εχθρός των φίλων του και της αφεντιάς του, και θα υπογράψει όχι την καταδίκη του, όπως περίμενε ο  Αρτανιάν, αλλά το διοριστήριο, με το οποίο ο μόλις είκοσι χρονών Γασκόνος διορίζεται υπολοχαγός των σωματοφυλάκων της προσωπικής του φρουράς. Με αυτό το περιστατικό θέλει ο Δουμάς να δείξει ακόμη μια φορά πόσο μεγάλο πολιτικό και διορατικό πνεύμα ήταν ο Ρισελιέ. Έβαλε στην άκρη το προσωπικό  μίσος που έτρεφε για τον νεαρό Γασκόνο και αντί να του πάρει το κεφάλι, τον έκανε όργανο δικό του στην υπηρεσία του κράτους.

Ο Πόρθος ήταν τέσσερα ή πέντε χρόνια μεγαλύτερος από τον Αρτανιάν. Ο γιγαντόσωμος αυτός σωματοφύλακας μιλούσε πολύ και φώναζε συνάμα. Για να είμαστε δίκαιοι, δεν τον ένοιαζε αν τον άκουγαν. Αρκεί που ευχαριστιόταν ο ίδιος ν’ ακούει τον εαυτό του. Από παιδί ένιωθε βαθύ μίσος για τους διαβασμένους, ενώ επεδίωκε να δείχνει την αρχοντιά του με πανάκριβα ρούχα, γιατί του έλειπε το μεγαλείο του Άθω, πράγμα που τον έκανε να νιώθει κατώτερος μπροστά του. Για τη σωματική του ρώμη ήταν ο Σαμψών της παρέας και στην ερωτική του ζωή μεγάλη η αδυναμία του στις πλούσιες χήρες, των οποίων ο πλούτος θα του επιτρέψει μια μέρα να φύγει απ’ το σώμα των σωματοφυλάκων και ν’ αρχίσει μια νέα ζωή αριστοκράτη γαιοκτήμονα. Ο Άραμης ήταν είκοσι τριών ετών και όμορφο παλικάρι, όταν  γνώρισε τον  Αρτανιάν. Αντίθετα από τον Πόρθο, ο Άραμης ήταν λιγομίλητος και μυστικοπαθής. Από έναν τέτοιον άνθρωπο θα περίμενε κανείς περισσότερο πράξεις και λιγότερο λόγια. Όπως ο Πόρθος, θεωρούσε και αυτός τον εαυτό του προσωρινό στο σώμα των σωματοφυλάκων, γιατί απώτερος σκοπός του ήταν ν’ ακολουθήσει το ιερατικό στάδιο. Με άλλα λόγια εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν φοβερό, μελλοντικό  αβά, που έπαιζε  σαν τον διάβολο το σπαθί και αλίμονο σ’ αυτόν που θα ΄θελε να διασταυρώσει το ξίφος του μαζί του… Αν και απ’ τις τσέπες του έπεφταν γυναικεία μαντίλια με χρυσοκέντητο, αριστοκρατικό  οικόσημο, ο φαντομάς αυτός της γυναικείας κρεβατοκάμαρας ποτέ δεν παραδέχτηκε πως είχε ερωτική ζωή. Σε ερώτηση του Γασκόνου σχετικά με την ερωτική του ζωή, ο Άραμης απάντησε ενοχλημένος:
– Αγαπητέ μου, μην ξεχνάτε πως θέλω ν’ ανήκω στην Εκκλησία  και αποφεύγω τα εγκόσμια.
Και ο επαρχιώτης  Αρτανιάν, που δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να καταλάβει ότι το ψέμα και η υποκρισία αποτελούν την ύψιστη εκκλησιαστική αρετή, ξέσπασε λέγοντας με τη γασκόνικη προφορά του, που στη δική μας γλώσσα θα ήταν κάτι αντίστοιχο με τη ρουμελιώτικη.
– Μα τι διάβολο! Δεν είστε αββάς, αφού είστε σωματοφύλακας!
– Σωματοφύλακας προσωρινά, αγαπητέ μου, και αντίθετα από τη θέλησή μου, αλλά άνθρωπος της Εκκλησίας με την καρδιά μου, απάντησε ο Άραμης, που θεωρούσε μεγάλη ντροπή για τον εαυτό του να τον ξεσκεπάσει αυτός ο επαρχιώτης, που μόλις δυο μέρες είχε που πάτησε στο Παρίσι.

Ο Άθως, το 1626 που ο Αρτανιάν έρχεται στο Παρίσι, ήταν στην ηλικία που ο Χριστός άρχιζε τον δημόσιο βίο του. Όπως καταλαβαίνετε, ήταν ο πιο μεγάλος στην ηλικία  από τους  άλλους της παρέας, αλλά και ο πιο πλούσιος σε χαρίσματα χαρακτήρας του Δουμά. Αν η ομορφιά του Άραμη ήταν νεανική, του Άθω ήταν εκείνη του ώριμου άντρα. Η πείρα ζωής και η πνευματική του καλλιέργεια ενίσχυαν ακόμη πιο πολύ την ανδρική του γοητεία, που συχνά προκαλούσε στις γυναικείες καρδιές μεγάλη αναστάτωση και τρικυμία. Ήξερε καλύτερα λατινικά από τον Άραμη κι ας μην είχε  ποτέ σκοπό να φορέσει ράσα όπως εκείνος. «Γελούσε» λέει ο Δουμάς για την ημιμάθεια του επίδοξου κληρικού «με τις λατινικές λέξεις που πετούσε εδώ και κει ο Άραμης» ( Ιl souriait aux brides de latin que détachait Aramis). Αυτό που τον χαρακτήριζε όμως περισσότερο ως άνθρωπο ήταν η αταραξία του και η ψυχραιμία του ακόμη και στον πιο μεγάλο κίνδυνο που απειλούσε τη ζωή του. Αυτή η σπάνια αρετή του έκανε πολλές φορές τον Γασκόνο φίλο του να φωνάζει: « Γενναίε Άθω!» Κι όμως, αυτός ο υπέροχος άνθρωπος ήταν ο πιο δυστυχισμένος μέσα σε αυτή την παρέα που την έδενε το σπαθί και το κρασί: Η γυναίκα που αγάπησε και παντρεύτηκε κάποτε αποδείχτηκε πως ήταν ο διάβολος μεταμορφωμένος. Ακόμη και για έγκλημα ήταν αδίσταχτη. Παντού όπου πλησίαζε σκόρπιζε γύρω της τον όλεθρο. Η σατανική αυτή γυναίκα  νίκησε τον υπέροχο αυτό άνθρωπο και τον έκανε να γκρεμίσει τον πύργο της ευτυχίας του και να κρύψει την απέραντη θλίψη του και το λαμπρό αριστοκρατικό του όνομα κάτω από τη στολή του σωματοφύλακα και πίσω από ένα παράξενο ψευδώνυμο. Έτσι ο κόμης της Φέρας έγινε ξαφνικά ο σωματοφύλακας Άθως, που ξέρουμε όλοι. Ο φθόνος των θεών σε όλο το μεγαλείο του. Όταν ο Ρισελιέ έδωσε στον Αρτανιάν τον  διορισμό τού υπολοχαγού των σωματοφυλάκων, άφησε τη θέση του ονόματος άγραφτη, για να γράψει ο Αρτανιάν μόνος του το όνομά του. Ο Γασκόνος όμως, που τόσο αγαπούσε και θαύμαζε τον ευγενή φίλο του, έδωσε το διοριστήριο στον Άθω και του είπε μεγαλόψυχα να γράψει το δικό του όνομα, γιατί άξιζε αυτό τον διορισμό περισσότερο. Ο Άθως πήρε, με τη γνωστή αταραξία του , το χαρτί του διορισμού στα χέρια του, το διάβασε με προσοχή και μετά σήκωσε τα μάτια του και κοίταξε τον φίλο του, μ’ εκείνο το χαμόγελο που έκανε το πρόσωπό του ακόμη πιο όμορφο. Τότε του είπε: « Για τον Άθω αυτό είναι πάρα πολύ∙ για τον κόμη ντε λα Φερ όμως πολύ λίγο» (Pour Athos c’ est trop; pour le comte de la Fere c’ est trop peu). Και δίνοντας πίσω το διοριστήριο, πρόσθεσε: « Κράτησε τον διορισμό, είναι δικός σου. Αχ, Θεέ μου! Τον πλήρωσες πολύ ακριβά!» Και τέλειωσε αυτά που ήθελε να του πει με αυτά τα λόγια: « Έχεις τα νιάτα μπροστά σου∙ σου μένει επομένως πολύς καιρός , για να γίνουν οι πικρές αναμνήσεις γλυκές». Ύστερα από όλα αυτά που ειπώθηκαν, δεν νομίζω πως ο Δουμάς, τον οποίο εμείς οι Έλληνες τουλάχιστον πάντα σε παιδική έκδοση διαβάσαμε, είναι για να διαβάζεται μόνο από μικρά παιδία. Ούτε πάλι τόσο αφελείς ή υπερβολικοί στην εκτίμησή τους οι Γάλλοι που έστειλαν, εν πομπή , την τέφρα του στο Πάνθεο των μεγάλων ανδρών, που άλλοτε ήταν ναός της πολιούχου του Παρισιού Αγίας Γενεβιέβης, όπως το  δείχνουν και το θυμίζουν οι περίφημες τοιχογραφίες του Puvis de Chavannes.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.