Στη Μιχαήλ Βόδα, το δρόμο των παιδικών μου χρόνων, και δίπλα ακριβώς στο πατρικό μου υπήρχε, στα χρόνια του Εμφύλιου Πολέμου, ένα διώροφο και νεόχτιστο σπίτι με μοντέρνα αρχιτεκτονική. Ήταν, θα έλεγα, το καμάρι του δρόμου μας – τόσο ωραίο και σύγχρονο για την εποχή εκείνη ήταν. Ακόμη και οι άνθρωποι που έμεναν εκεί ξεχώριζαν για την ευγενική συμπεριφορά και την καλλιέργεια του πνεύματος που τους χαρακτήριζαν. Ήταν το σπίτι ενός ανώτερου αξιωματικού του στρατού, που έμενε με τη γυναίκα του και την κόρη του, ένα όμορφο κορίτσι που μόλις είχε τελειώσει το Γυμνάσιο, το Λύκειο που λέμε σήμερα, και ετοιμαζόταν να φύγει για σπουδές στο Παρίσι, όταν ξέσπασε ο Εμφύλιος. Η οικοδέσποινα, μια αρχοντική και γελαστή γυναίκα, είχε σπουδάσει Φιλολογία και είχε αφιερώσει τη ζωή της στην όσο το δυνατό πιο καλή ανατροφή του παιδιού της.Δεν συμμετείχε στα κουτσομπολιά της γειτονιάς, που ήτα΄΄η ν για τους απλούς ανθρώπους τότε η τηλεόραση της εποχής, και δεν θυμάμαι ποτέ να έβγαλε την καρέκλα της στο πεζοδρόμιο για να μιλήσει με τις άλλες γειτόνισσες, όπως έκανε, για παράδειγμα, η μάνα μου, που την είχε σε μεγάλη εκτίμηση, κι ας ήταν αναλφάβητη. Και το λέω αυτό γιατί οι άλλες γυναίκες της γειτονιάς, αναλφάβητες ή του Δημοτικού, τη θεωρούσαν ψηλομύτα και ψευτοαριστοκράτισσα, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που η μάνα μου την υποστήριζε λέγοντας: « Μορφωμένη γυναίκα είναι, τι μπορεί να κουβεντιάσει μαζί μας, που άλλο θέμα για συζήτηση δεν έχουμε απ’ ότι κάνει και τι λέει ο διπλανός μας; Την καλημέρα μάς τη λέει γελαστή και καλόκαρδα, ρωτάει και για την υγεία μας, τι άλλο να θέλουμε απ’ αυτή τη γυναίκα;» Δε βαριέσαι! Και που τους τα ‘λεγε απ’ το ένα αφτί μπαίνανε κι απ’ το άλλο βγαίνανε. Τον ψόγο που είχαν στο στόμα τους δεν μπορούσαν να τον συγκρατήσουν. Ωστόσο, δεν είχαν κακία μέσα τους∙ απλές γυναίκες του λαού ήταν και τα έλεγαν όπως τα νόμιζαν, γιατί η φτώχεια και ο χάρος, που είχε βυθίσει στο πένθος πολλά σπίτια τότε, δεν τους επέτρεπαν να δουν με καλό μάτι αυτό το ωραίο σπίτι και την ευτυχισμένη αυτή οικογένεια. Η αντίθεση ήταν πολύ χτυπητή και τις έπνιγε το παράπονο.
Όταν φούντωσε για τα καλά ο Εμφύλιος, η Αθήνα ήταν χωρισμένη στα δύο: Από δω που ήμασταν εμείς ήταν οι αριστεροί, οι Ελασίτες, όπως τους έλεγαν τότε, και από κει, προς το Κολωνάκι, οι δεξιοί, οι Χίτες. Επομένως, ό, τι στραβό γινόταν στην περιοχή μας από τους Ελασίτες το ξέραμε, γιατί γινόταν μπροστά στα μάτια μας. Κάτι ανάλογο πρέπει να φανταστεί κανείς και για την άλλη πλευρά. Πάντως, λίγο πριν καταλάβουν την περιοχή μας οι Ελασίτες, ο αξιωματικός της γειτονιάς μας έκλεισε το σπίτι του και έφυγε με την οικογένειά του για ασφαλέστερο μέρος. Πράγματι, αν δεν είχε εγκαταλείψει το σπίτι του, σίγουρα αυτός και η οικογένειά του θα ήταν από τα πρώτα θύματα του Εμφυλίου.
Ένα βράδυ, καλοκαίρι ήτανε, ήρθαν πέντε έξι Ελασίτες με τα όπλα τους και χτυπούσαν το κουδούνι και την πόρτα στο σπίτι του αξιωματικού. Νόμιζαν πως είναι μέσα και δεν άνοιγε. Φώναζαν και απειλούσαν πως θα σπάσουν την πόρτα αν δεν ανοίξει… Καμία απάντηση…Τότε η απειλή έγινε πράξη: Έσπασαν την κλειδωνιά της πόρτας και μπήκαν μέσα… Για εκείνη την εποχή, που η φτώχεια κι η δυστυχία έμπαιναν κι έβγαιναν σχεδόν απ’ ‘όλα τα σπίτια, η κατοικία αυτή ήταν σωστό παλάτι. Μέχρι τουαλέτα με μπανιέρα είχε, που ήταν το όνειρο στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 που άρχισαν να χτίζονται πολυκατοικίες με τον νόμο αντιπαροχής. Έψαξαν καλά όλο το σπίτι και αφού δεν βρήκαν κανένα μέλος της οικογένειας, έσπασαν κάτι γυαλικά και φεύγοντας πήρανε δυο τρία μπουκάλια με κονιάκ και βερμούτ. Την πόρτα όμως του σπιτιού την άφησαν τέντα στο έλεος του πρώτου τυχόντος. Με τη φασαρία που έγινε όλη η γειτονιά είχε μαζευτεί έξω απ’ το σπίτι. Ο ένας ρωτούσε τον άλλο τι συμβαίνει. Κάποιοι που διάβαζαν τον Ριζοσπάστη ή δεξιές εφημερίδες και ήξεραν καλά τον πολιτικό διχασμό που επικρατούσε άρχισαν να δίνουν εξηγήσεις για το άνοιγμα του σπιτιού και τη σύλληψη του νοικοκύρη, ο οποίος για καλή του τύχη δεν ήταν αυτή την ώρα στο σπίτι του. Μόλις έφυγαν οι οπλοφόροι του Ελάς, οι πιο τολμηροί γείτονες άρχισαν να μπαίνουν στο σπίτι και οι άλλοι σιγά σιγά να τους ακολουθούν. Δεν ξέρω ποιος έκανε την αρχή∙ είδα όμως με τα παιδικά μου μάτια γνωστούς και άγνωστους γειτόνους που έβγαιναν από το σπίτι, κουβαλώντας κρεβάτια, τραπέζια ,καρέκλες, βιβλιοθήκες, σερβίτσια, χαλιά τυλιγμένα ρολό και ρούχα, πολλά ρούχα, που τα πήγαιναν σπίτι τους. Σε λίγο όλη η φτωχολογιά της γειτονιάς είχε πάρει κάτι από αυτό το σπίτι για να γεμίσει το δικό της. Το πρωί που ανέβηκα με τη μάνα μου στον επάνω όροφο δεν είχε μείνει τίποτα σ’ αυτό το όμορφο σπίτι. Μέχρι να πάψει ο Εμφύλιος Πόλεμος στην Αθήνα για να συνεχιστεί στο Γράμμο, αυτή η πόρτα έμενε πάντα ανοιχτή για να θυμίζει το πλιάτσικο εκείνης της νύχτας.
Είχε τελειώσει ο Εμφύλιος όταν η οικογένεια του αξιωματικού γύρισε πάλι στο σπίτι της. Μόνο που αυτή τη φορά ήταν οι δυο τους. Το κορίτσι σπούδαζε στο Παρίσι. Ο σύζυγος είχε πάρει τον βαθμό του αντιστρατήγου και εκείνη εμφανίστηκε πάλι στη γειτονιά γελαστή και ευγενική όπως πριν από τα… γεγονότα. Η μάνα μου με την οποία μιλούσε λίγο, όταν άλλαζαν τυχαία μια καλημέρα, δεν την άκουσε ποτέ ν’ αναφερθεί στο διαγούμισμα του σπιτιού της. Το ύφος της ήταν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα: καμία θυμωμένη λάμψη στο βλέμμα της∙ κανένας πικρός λόγος στο στόμα της. Από την άλλη πλευρά πάλι οι γειτόνισσες, που άλλοτε πάντα έβρισκαν κάτι για να την κατηγορήσουν, τώρα όχι μόνο δεν την έπιαναν στο στόμα τους , αλλά ούτε καν σήκωναν τα μάτια για να την κοιτάξουν — τόσο μεγάλη ντροπή και ενοχή ένιωθαν απέναντί της για ό, τι δικό της είχαν τώρα στο σπίτι τους.
Χρειάστηκε, είναι αλήθεια, να περάσουν πολλά χρόνια για να καταλάβω τη στάση αυτής της γυναίκας. Τέλειωσα το σχολείο και ήμουν πια φοιτητής της Φιλοσοφικής, όταν ένα καλοκαιρινό πρωινό που διάβαζα τις Ωδές του Ανδρέα Κάλβου, σε κάποια στροφή της ωδής Εις τον Προδότην ο Ζακύνθιος Βάρδος με ξάφνιασε με τούτους τους στίχους:
Η καλυτέρα εκδίκησις
είναι η συμπάθεια.