Είχε αρχίσει να ψιχαλίζει όταν έσπρωξα την πόρτα και μπήκα στην ταβέρνα, αφήνοντας πίσω μου τη βουή του δρόμου και τη βροχή που ερχόταν. Ήταν ακόμα πρωί και δεν είχε πελάτες. Έτσι τουλάχιστον κατάλαβα, μόλις μπήκα στη μισοσκότεινη αυτή ταβέρνα και κάθισα σε ένα τραπέζι κοντά στο μοναδικό παράθυρο που υπήρχε, για να μπορώ να βλέπω έξω τον παρισινό δρόμο. Γρήγορα όμως διαπίστωσα ότι δεν ήμουν ο μόνος πελάτης. Λίγα μέτρα πιο πέρα, σε μια γωνιά που το φως που έμπαινε απ’ το παράθυρο τη φώτιζε λιγότερο απ’ τον υπόλοιπο χώρο, είδα, κι αλήθεια ξαφνιάστηκα, σ’ ένα τραπέζι να κάθεται ένας άντρας γύρω στα σαράντα, με σκαμμένο πρόσωπο και μεγάλα φωτεινά μάτια — μια μορφή, θα έλεγα, διαβολική. Στο τραπέζι επάνω ήταν ένα μπουκάλι με κρασί και ένα ποτήρι, ενώ στην αγκαλιά του κρατούσε και χάιδευε έναν μαύρο γάτο, του οποίου τα χρυσαφένια μάτια έλαμπαν σαν τα δικά του. Κάποια στιγμή ο σιωπηλός και αλλόκοτος αυτός άνθρωπος άρχισε να μιλάει στο γάτο με μια φωνή που έσταζε, θα ‘λεγε κανείς, μητρική τρυφερότητα:
Εσείς, μόνο εσείς είσαστε οι φλογεροί εραστές και οι αυστηροί σοφοί,
που όταν στοχάζονται παίρνουν πάντα στάσεις αριστοκρατικές
σαν τις γιγάντιες εκείνες Σφίγγες που είναι ξαπλωμένες στα βάθη της ερήμου
και μοιάζουν να κοιμούνται μέσα σ’ ένα όνειρο που δεν έχει τελειωμό.
Ενώ ακουγόταν ακόμη η φωνή του μέσα στην ταβέρνα, ο κάπελας, που δεν καταλάβαινε τίποτε απ’ αυτά, με κοίταξε ξαφνικά μ’ ένα βλέμμα που μου ‘λεγε με τον πιο εύγλωττο τρόπο: « Τι περιμένεις ν’ ακούσεις; Λόγια του κρασιού είναι!» Μόλις όμως αυτός τέλειωσε αυτό το λυρικό ξέσπασμα της καρδιάς του, τα μάτια του έγιναν πιο μεγάλα και πιο λαμπερά, και η όψη του έδειχνε άνθρωπο που κάτι ξαφνικά θυμήθηκε και έπρεπε αμέσως να φύγει. Τινάχτηκε απότομα όρθιος λες και τον είχε τσιμπήσει σκορπιός. Ο γάτος — που ήταν φυσικό να τρομάξει — πήδηξε αθόρυβα από την αγκαλά του στο πάτωμα και έτρεξε να χωθεί κάτω από ένα άλλο τραπέζι. Εκείνος πέταξε βιαστικά ένα κέρμα δίπλα στο ποτήρι του και έφυγε χωρίς να πει κουβέντα ή να κοιτάξει πίσω του. Μέσα στην ταβέρνα βασίλεψε πάλι σιωπή. Χρειάστηκα ένα ή δυο λεπτά για να συνέλθω, ύστερα από όσα συνέβησαν τόσο ξαφνικά και γρήγορα, και να γυρίσω πίσω στις σκέψεις μου και στο παράθυρο. Η βροχή είχε τώρα δυναμώσει και χτυπούσε μανιασμένα τα τζάμια του.
Έπινα το κρασάκι μου και απολάμβανα την όμορφη αυτή χειμωνιάτικη στιγμή, ενώ διάφορες σκέψεις , από την εποχή του Οδυσσέα Λαέρτη ως τη δική μας του Οδυσσέα Ανδρούτσου, άρχισαν πάλι να περνούν απ’ το μυαλό μου. Πόσην ώρα έμεινα έτσι βυθισμένος στη σκέψεις μου δεν μπορώ να πω. Όταν πάντως γύρισα το κεφάλι μου και κοίταξα μέσα στην ταβέρνα, διαπίστωσα με έκπληξη ότι στο ίδιο τραπέζι, όπου καθόταν ο αλλόκοτος εκείνος άνθρωπος με το γάτο, ήταν τώρα ένας άλλος που φορούσε ρεντιγκότα και είχε πλούσια κόμη που έστεφε ένα μέτωπο αρκετά πλατύ. Στο ένα του χέρι κρατούσε ένα ζευγάρι γάντια, ενώ με το άλλο χτύπαγε ρυθμικά τα δάχτυλα στο τραπέζι, περιμένοντας τον κάπελα να του φέρει ένα μπουκάλι κρασί. Το βλέμμα του μαζί με τη σκέψη του ταξίδευε κάπου μακριά. Υπήρχα ή δεν υπήρχα ήταν γι’ αυτόν το ίδιο. Μόλις ήρθε το μπουκάλι με το κρασί, το πλήρωσε και άρχισε να πίνει σε αργό ρυθμό με τα μάτια χαμηλωμένα στο ποτήρι του. Η στάση του έδειχνε πως δεν ήθελε καμία ενόχληση, και αυτό το σεβαστήκαμε τόσο εγώ όσο και ο κάπελας. Καθώς όμως τον παρατηρούσα, όλο και περισσότερο βεβαιωνόμουν ότι αυτόν τον άνθρωπο κάπου τον έχω ξαναδεί και ότι πρέπει να είναι κάποια σημαντική προσωπικότητα.
Είχε πιει το μισό μπουκάλι όταν σηκώθηκε απ’ το τραπέζι. Κούμπωσε τη ρεντιγκότα του και φόρεσε αργά τα γάντια του. Την ώρα που έκανε όλα αυτά κοίταζε πρώτη φορά με προσοχή το χώρο της ταβέρνας και τους ανθρώπους που είχε γύρω του. Ακριβώς την ώρα αυτή θυμήθηκα ποιος ήταν, ενώ στο πρώτο βήμα που έκανε για να φύγει παρατήρησα ότι σε μια καρέκλα, δίπλα σε κείνη που καθόταν, ήταν ένα καπέλο ξεχασμένο.
— Κύριε Μπετόβεν, κύριε Μπετόβεν, το καπέλο σας! φώναξα αμέσως και του ‘δειχνα, με το χέρι, το ξεχασμένο καπέλο πάνω στην καρέκλα. Αυτός μάλλον με είδε παρά με άκουσε. Κοντοστάθηκε για μια στιγμή και βλέποντας αυτό που του έδειχνα κατάλαβε.
—- Δεν είναι δικό μου, είπε με βαριά, γερμανική προφορά στα γαλλικά.
Η πόρτα έκλεισε και εκείνος χάθηκε έξω στο δρόμο, όπου η βροχή είχε κοπάσει. Μόλις γύρισα το κεφάλι και κοίταξα πάλι προς το καπέλο, είδα με έκπληξη το μαύρο γάτο, σκαρφαλωμένο πάνω στην καρέκλα και συσπειρωμένο δίπλα στο καπέλο, να με κοιτάζει με ένα άγριο βλέμμα και με τα γαμψά του νύχια έτοιμα για δράση, σαν να ΄θελε να μου πει: « Αυτό το καπέλο δε θα το πάρει κανείς !»
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
Αυτό το κιτρινισμένο απ’ το χρόνο χειρόγραφο, βρέθηκε σε ένα ναυτικό σεντούκι του 19ου αιώνα.