Σήμερα ο δρόμος έχει άλλους ανθρώπους, άλλα σπίτια, άλλο πρόσωπο.
Περνάς από κει και δε σου θυμίζει τίποτα. Αν δεν είχε το ίδιο όνομα που είχε και τότε, θα έλεγες ότι εδώ δεν έτρεξες ούτε έπαιξες, όταν ήσουν παιδί. Παρ’ όλα αυτά οι αναμνήσεις έρχονται άλλη από δω, άλλη από κει και σε τραβούν σαν τα μικρά παιδιά που σου ζητάνε κάτι. Κι αυτό είναι ίσως που σε βεβαιώνει πιο πολύ απ’ όλα ότι εδώ είναι ο τόπος όπου έζησες κάποτε τα παιδικά και τα εφηβικά σου χρόνια. Η Προύσσης (αυτός είναι ο δρόμος για τον οποίο μιλώ) ήταν κάποτε ένας ήσυχος σαν τόσους άλλους αθηναϊκούς χωματόδρομους. Σε δεχόταν ένα μικρό παιδί και σ’ έδινε αργότερα στην κοινωνία έναν χρήσιμο άνθρωπο. Αυτή ήταν τότε – κι ας μην το καταλαβαίναμε – η σημαντικότερη προσφορά του σ’ αυτό τον τόπο. Γιατί δεν ήταν, την εποχή εκείνη, μόνο οι δάσκαλοι που δίδασκαν και διαμόρφωναν χαρακτήρες× ήταν και οι δρόμοι.
Αν και έμενα τότε στην Μιχαήλ Βόδα, το δρόμο με τις πασχαλιές, τα παιχνίδια που παίζαμε και οι συζητήσεις που κάναμε με τ’ άλλα παιδιά γίνονταν πάντα σ’ αυτό τον χωματόδρομο, την Προύσσης. Εκεί δεν έφταναν αυτοκίνητα, ούτε καλά-καλά και η φωνή της μάνας μου σαν ήθελε να με φωνάξει. Και όλα αυτά γιατί στη Μιχαήλ Βόδα, εκεί που ήταν το σπίτι μου, δεν είχε καθόλου παιδιά. Και ένας δρόμος χωρίς παιδιά, εκείνη την εποχή τουλάχιστον, είχε κάτι από τη θλίψη και την κατήφεια μιας στείρας γυναίκας που θέλει και λαχταρά να κάνει οικογένεια. Ήμουν, λοιπόν, υποχρεωμένος την κάθε μέρα που ξημέρωνε, εργάσιμη ή αργία, να κατηφορίζω αυτό τον χωματόδρομο της Προύσσης ως το σημείο της διασταύρωσής του με την Αλκαμένους. Εκεί ήταν το κέντρο του παιδικού μας κόσμου, το κέντρο δηλαδή για όλες τις παιδικές μας δραστηριότητες. Ήταν , θα έλεγα ακόμη, το βιλαέτι μας, που είχε τους δικούς του νόμους, τον δικό του τρόπο ζωής, τον δικό του πολιτισμό, γιατί όπως λέει κι ο Ελύτης: Από παιδιά και μόνον φτιάχνεις Ιεροσόλυμα. Πράγματι, εκεί σαν έφτανες τα ξέχναγες όλα: και σπίτι, κι αδέλφια, και γονείς, και μαθήματα – προ παντός τα μαθήματα… Από αυτό τον χαμένο για πάντα κόσμο σήμερα είπα μόνο ό,τι μπορεί να διασώσει η μνήμη μου και η γραφή.
Ένα σπίτι πριν φτάσω σ’ αυτό το σταυροδρόμι, στο δεξί μου χέρι και ακριβώς στον αριθμό δέκα, ήταν μια παλιά διπλοκατοικία, τόσο παλιά που πιο παλιά δεν είχε ο δρόμος. Από την πρώτη ματιά καταλάβαινες ότι ήταν ένα κτίσμα του 19ου αιώνα, τότε που οι γειτονιές αυτές, κατά μήκος της Λιοσίων και της Αχαρνών, απέκτησαν μια ιδιαίτερη σημασία, με την εγκατάσταση του σιδηροδρομικού σταθμού Πελοποννήσου το 1885 και Λαρίσης λίγο αργότερα, καθώς και με το τραμ που ένωνε τα Σεπόλια, γεμάτα περιβόλια τότε, και το τέρμα Αχαρνών με την Ομόνοια, και την Ομόνοια – που οι παλαιοί των ημερών την ήξεραν πλατεία Όθωνος – κατηφορίζοντας ή ανηφορίζοντας την Αγίου Κωνσταντίνου με τους σταθμούς του τρένου.
Αν προχωρούσε κανείς σε λεπτομέρειες και πρόσεχε το ρόπτρο που υπήρχε στην εξώπορτα, και τα παραθυρόφυλλα των οποίων οι γρίλιες ήταν κινητές και ρυθμιζόμενες, στοιχεία, δηλαδή, που χαρακτήριζαν σπίτια της οθωνικής εποχής, θα μπορούσε να μεταθέσει τη χρονολόγηση αυτού του σπιτιού ακόμη πιο πίσω στο παρελθόν, στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Όθωνος. Επειδή όμως την περιοχή αυτή δεν την κατοικούσαν άνθρωποι με μεγάλα εισοδήματα και η αρχιτεκτονική αυτή ήταν αρκετά συμβατική, δεν μπορούσε κανείς να χρονολογήσει με ακρίβεια αυτό το κτίσμα. Οπωσδήποτε, όμως, επρόκειτο για ένα σπίτι που το έχτισαν στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, τότε που οι συνθήκες της ζωής ήταν αρκετά διαφορετικές από εκείνες που το έβλεπα εγώ πέντε ή έξι χρόνια μετά τον Πόλεμο και την Κατοχή.
Σήμερα, βέβαια, αυτό το σπίτι δεν υπάρχει. Ωστόσο, ένας που θα το πρόσεχε τότε, καθώς θα περνούσε απ’ το απέναντι πεζοδρόμιο, θα διαπίστωνε αμέσως ότι είναι ένα οικοδόμημα που το χώριζαν στα δύο το επάνω πάτωμα και το κάτω που ήταν ημιυπόγειο. Τόσο το ένα όσο και το άλλο πάτωμα είχαν τρία παράθυρα στην πρόσοψη. Και όπως συμβαίνει συνήθως, εκείνα του επάνω πατώματος ήταν σε πλήρη αντιστοιχία με εκείνα το κάτω. Θα διαπίστωνε ακόμη ότι στη δεξιά πλευρά αυτής της διπλοκατοικίας ήταν η είσοδος, η αυλόπορτα, όπως την έλεγαν τότε, την οποία ( το είπα και πιο πάνω ) στόλιζε στο ένα της φύλλο ένα ρόπτρο, το κουδούνι της εξώθυρας εκείνη την εποχή. Ήταν βαμμένη στο ίδιο με τα παράθυρα της πρόσοψης μπλε χρώμα, που με τα χρόνια είχε ξεπλυθεί και είχε πάρει την απόχρωση της στάχτης. Κοντολογίς, ήταν ένα σπίτι, που, όταν άνοιγαν κάθε πρωί τα παράθυρά του, ανάσαινε και ήταν όλο ζωή× και όταν πάλι έφτανε το βράδυ και οι ένοικοι διπλομανταλώνονταν για να κοιμηθούν, κι έμενε βουβό και σκοτεινό, ήταν αυτό που ήταν πράγματι: μια μνήμη, ένα απολειφάδι μιας άλλης εποχής. Ήταν ακόμη το μόνο σπίτι σ’ αυτό τον χωματόδρομο που με γύριζε, καθώς το κοίταζα, σε καιρούς δικούς του, που εγώ δεν είχα ζήσει και που ούτε μπορούσα να είχα ζήσει στην τρυφερή ηλικία που ήμουν τότε× το μόνο σπίτι που μ’ έκανε, κάθε φορά που περνούσα από μπροστά του, ν’ αναρωτιέμαι ποιοι ήταν άραγε αυτοί που το πρωτοκατοίκησαν και το χάρηκαν καινούργιο. Τέλος ήταν- δεν πρέπει να το παραλείψω – και το μόνο σπίτι που αντέδρασε σαν άνθρωπος στην οχληρή μου περιέργεια και στο αδιάκριτο, παιδικό μου βλέμμα.
*
Ήταν, θυμάμαι, μια χειμωνιάτικη, αθηναϊκή νύχτα, που δεν πρέπει να ήμουν πάνω από δέκα ή έντεκα χρονών παιδί και που μια αλητοπαρέα ( παιδιά από διαλυμένα σπίτια και αδέσποτα σαν τα σκυλιά ) με είχε παρασύρει και με είχε καταφέρει να βρίσκομαι στους δρόμους της ήρεμης και στοργικής ακόμη, για μας τα παιδιά, πρωτεύουσας. Και τέτοιες νυχτερινές αλητείες, απ’ όσο θυμάμαι τουλάχιστον, δεν ήταν σπάνιες. Με ήξεραν η νύχτα και οι δρόμοι τόσο καλά, όσο και η μάνα μου που έπαψε πια να με ζητάει στις αστυνομίες και με περίμενε στο σπίτι με μια βέργα από μουριά ή, αν ήμουν πιο τυχερός, από πασχαλιά. Ήταν, βλέπετε, ό,τι καλύτερο μπορούσαν να προσφέρουν οι δεντροστοιχίες της γειτονιάς «προς γνώσιν και συμμόρφωσιν» παιδιών, που, όπως εγώ, δεν ήθελαν να σκύψουν το κεφάλι ούτε στα βιβλία, ούτε και στους περιορισμούς που επέβαλλε το οικογενειακό κατεστημένο της εποχής. Αγράμματη γυναίκα ήταν η μάνα μου και το μόνο που μπορούσε να μου προσφέρει ως μόρφωση και αγωγή ήταν το ξύλο, δικαιώνοντας τον Γκαίτε, που επάνω στο πρώτο βιβλίο της αυτοβιογραφίας του Ποίηση και Αλήθεια έγραψε στα ελληνικά, ναι, στα ελληνικά, σωστά διαβάσατε,
Ο μ η δ α ρ ε ί ς ά ν θ ρ ω π ο ς ο υ π α ι δ ε ύ ε τ α ι .
Εκείνη τη νύχτα, λοιπόν, καθώς επέστρεφα στο σπίτι και πέρναγα μπροστά από τη διπλοκατοικία στον αριθμό δέκα της οδού Προύσσης, στο απέναντι πεζοδρόμιο για την ακρίβεια, είδα και τι δεν είδα να βγαίνουν απ’την αυλόθυρα αυτού σου σπιτιού!…Είδα να βγαίνουν άντρες και γυναίκες τελείως άγνωστοι σε μένα, που έπαιρναν την αντίθετη απ’ τη δική μου κατεύθυνση, χωρίς ν’ αλλάζουνε κουβέντα μεταξύ τους, και που φορούσαν (αυτό το πρόσεξα καλά, δεν ήταν η απόσταση μεγάλη, ούτε κι η νύχτα πολύ σκοτεινή) φορούσαν ρούχα μιας άλλης εποχής! Αυτό είναι σίγουρο! Τα παράθυρα του σπιτιού ήταν εκείνη τη στιγμή κλειστά και θεοσκότεινα, κι η αυλόπορτα, όταν κι ο τελευταίος απ’ αυτούς έφευγε, έκλεισε πίσω του με πάταγο, που σχεδόν συντάραξε ολόκληρο το σπίτι. Παρ’ όλα αυτά κανένα παράθυρο δεν άνοιξε, ούτε καν φωτίστηκε. Κοιμόντουσαν, φαίνεται, όλοι βαθιά ή τουλάχιστον ήξεραν πως ήταν η ώρα που έβγαιναν έξω ο ι ά λ λ ο ι …, αυτοί που πρωτοκατοίκησαν το σπίτι στα χρόνια του Όθωνος, αν κρίνω τώρα από τις φορεσιές που φορούσαν οι παράξενοι αυτοί νυχτοπαρωρίτες. Στο παιδικό μου μυαλό σφηνώθηκε η σκέψη πως μάλλον αυτό το τελευταίο πρέπει να είχε συμβεί. Και τούτο όχι χωρίς λόγο, γιατί την άλλη μέρα, όταν μίλησα γι’ αυτό το θέμα σε δυο ή τρεις από τους γείτονες που κατοικούσαν εκεί, δε γέλασαν, ούτε με ειρωνεύτηκαν, κι ας ήμουν ένα μικρό παιδί. Τελείως αντίθετα μάλιστα, απέφυγαν να μιλήσουν και έδειχνε η όψη τους πως ταράχτηκαν, όπως ταράχτηκε και το σπίτι, όταν η αυλόπορτα έκλεισε με πάταγο μέσα στην ησυχία και το μυστήριο της προηγούμενης νύχτας.
Ύστερα απ’ αυτό που είδα να συμβαίνει με τους ενοίκους του σπιτιού, άφησα να περάσουν κάμποσες μέρες και στο διάστημα αυτό ωρίμασε η σκέψη ότι δεν έπρεπε να συνεχίσω την προσπάθεια, για να ξεδιαλύνω το μυστήριο και ν’ απογυμνώσω το σπίτι απ’ το μυστικό του, που ΄ήταν η δύναμή του, το πιο βαθύ του θεμέλιο και σίγουρα ο λόγος που αντέδρασε έτσι εκείνη τη νύχτα. «Τ α σ π ί τ ι α», λέει ο νομπελίστας ποιητής, «π ε ι σ μ α τ ώ ν ο υ ν ε ύ κ ο λ α, σ α ν τ α γ υ μ ν ώ σ ε ι ς».
==============