Οι παιδικοί μου φίλοι, αυτοί που στέλνει ο Θεός και όχι το συμφέρον, που ευτύχησαν να είναι από καλές οικογένειες και που ήταν άριστοι μαθητές στο σχολείο, διάβαζαν, θυμάμαι , τους Αθλίους του Ουγκώ σε παιδικές εκδόσεις ή στα Κλασσικά Εικονογραφημένα. Στις παιδικές εκδόσεις, βέβαια, τα ερωτικά τραγούδια της εποχής του ή τους δικούς του ερωτικούς στίχους που έχει σκορπίσει ο Ουγκώ μέσα στο βιβλίο του δεν μεταφράζονταν. Και για την τρυφερή εκείνη ηλικία μια τέτοια παράλειψη εθεωρείτο μεγάλη απώλεια. Αυτό όμως έγινε γρήγορα αντιληπτό από την πιτσιρικαρία της γειτονιάς, επειδή ένας από τους φίλους είχε τη δυνατότητα, για να μην πω το προνόμιο, να διαβάζει τους Αθλίους σε συνέχειες από τον Ήλιο, το πιο έγκυρο επιστημονικό περιοδικό που εκδιδόταν στη δεκαετία του ’50. Κάθε φορά, λοιπόν, που έβρισκε ερωτικά τραγούδια ή ερωτικούς στίχους του Ουγκώ, έφερνε το περιοδικό από το σπίτι του – κυρίως όταν η μέρα ήταν βροχερή και ο λασπωμένος χωματόδρομος με τους νερόλακκους δεν μας επέτρεπε όχι μόνο να παίξουμε, αλλά ούτε καν να περπατήσουμε – και καθόμασταν συνήθως τρεις, καμιά φορά τέσσερις ή πέντε κάτω από τον «τσίγκο» του Παύλου, ένα αρκετά φαρδύ και μακρύ υπόστεγο που είχε το σπίτι του φίλου μας πάνω από την εξώπορτα, και τα διαβάζαμε με λαίμαργο μάτι, ενώ η πονηρούλα παιδική μας φαντασία συμπλήρωνε όσα οι στίχοι άφηναν να εννοηθούν. Το γεγονός πάντως ότι το έγκυρο επιστημονικό περιοδικό Ήλιος στη δεκαετία του ’50 δημοσίευε σε συνέχειες τους Αθλίους σημαίνει ότι αυτό το μυθιστόρημα διαβαζόταν ακόμη σε μεταφράσεις του Σκυλίτση, του Κοτζιούλα, του Μάρκου Αυγέρη και άλλων από ενήλικους αναγνώστες.
Αυτούς τους στίχους και αυτές τις όμορφες παιδικές στιγμές θυμήθηκα μια Κυριακή πρωί που ξεφύλλιζα μια παλιά γαλλική έκδοση αυτού του μυθιστορήματος. Από τη μια μεριά η νοσταλγία, από την άλλη δεν ήξερα πώς να γεμίσω τον χρόνο μου, διάλεξα δυο τραγουδάκια σε στίχους του Ουγκώ και σε ελεύθερη απόδοση τα ανάστησα στη γλώσσα μας. Θα είναι, σκέφτηκα , μια ευχάριστη έκπληξη στους φίλους μου, αν τους ταχυδρομήσω σε όσους απ’ αυτούς είναι ακόμη στη ζωή. Σίγουρα θα τους θυμηθούν. Ήταν ερωτική τροφή για μας τότε. Τέτοιες στιγμές η μνήμη, όσο γεροντική κι αν είναι, δεν τις αφήνει να μαραθούν. Και, μάλιστα , αν τύχει να τους διαβάσουν και τώρα υπό βροχήν… Οι τίτλοι των τραγουδιών είναι δικοί μου.
ΣΤΗ ΣΟΡΒΟΝΝΗ
Στη Σορβόνη που ήταν τότε σαν μια άλλη Αρκαδία,
Νύχτα μέρα στα μυστήρια ζούσα του έρωτα τα θεία.
Έτσι νιώθει απλωμένο στο Καρτιέ Λατέν επάνω
Μια ψυχή ερωτευμένη της Άγάπης της το πλάνο.
Place Maubet ! Place Daufine! στην κάμαρη τη φτωχική
Που ‘ χε ανοιξιάτικη πνοή, πάντα δροσιστική,
Κι όταν στη φίνα γάμπα σου τραβούσες με το χέρι
Την κάλτσα, στη σοφίτα μας έλαμπε ένα αστέρι.
Το δεύτερο τραγουδάκι που διάλεξα είναι αυτό που άρεσε στον Ζιλνορμάδο, τον παππού του Μάριου, και που το είχε πάντα στο στόμα του. Έχει σημασία αυτό το τραγουδάκι, γιατί όπως είναι γνωστό, στους χαρακτήρες αυτού του μυθιστορήματος ο Ουγκώ έδωσε την ευγενική πλευρά του εαυτού του στον Μάριο και την άλλη πλευρά, με τα πάθη του και τις αδυναμίες του, τη φόρτωσε στον Ζιλνορμάνδο.
Η ΓΙΑΝΝΑ ΑΠΌ ΤΗ ΦΤΕΡΗ
Τη Γιάννα που γεννήθηκε στη Φτέρη,
Αληθινό τσοπάνισσας λημέρι –
Αχ, πώς το μισοφόρι της ποθώ,
Που τώρα μ’ έβαλε σε πειρασμό !
*
Είσαι η άσβηστη φωτιά εντός της,
Γιατί στην κόρη μέσα των ματιών της
Είναι τα βέλη σου με τη φαρέτρα,
Έρωτα, συ, πονηριά καρδιοκλέφτρα.
*
Τη Γιάννα τραγουδώ κι ακόμη πάνω
Από την Άρτεμη αυτήνε βάνω.
Τα στήθια της σφιχτά κι άσπρα σα χιόνι.
Με τρέλανε με τούτα η Βρετόνη.
Αν τώρα λάβει κανείς υπόψη του ότι ο Ουγκώ και ο ήρωας του βιβλίου του Ζιλνορμάνδος είχαν το ίδιο πάθος για τις γυναίκες, δεν πρέπει να εκπλαγεί ότι για να γράψει αυτό το τραγουδάκι o Ουγκώ είχε στη σκέψη του – ποια νομίζετε; – τη Juliette Drouet , τον μεγάλο έρωτα της ζωής του. Πράγματι, η Γιάννα που γεννήθηκε στη Φτέρη (Jean est née à Fougère) δεν είναι άλλη από Juliette Drouet που πραγματικά γεννήθηκε στις Φτέρες (à Fougères). Τα γαλλικά λεξικά το επιβεβαιώνουν.
Ο Bίκτωρ Ουγκώ πέθανε το 1885, αφού έζησε 83 χρόνια και έθαψε τα τρία από τα τέσσερα παιδιά του. Η μικρή του κόρη που κατάφερε να επιβιώσει πέθανε τελικά στο φρενοκομείο. Απέραντη η λογοτεχνική του δόξα, απέραντη όμως και η δυστυχία του ως πατέρα. Τη χρονιά του θανάτου του ο Κωστής Παλαμάς έγραψε και δημοσίευσε ένα κείμενο όπου αφηγείται το ακόλουθο περιστατικό, για να δείξει την απήχηση που είχε τότε το μυθιστόρημά του Οι Άθλιοι. «Κατά θερινήν τινα εσπέραν εν αποκέντρω καφενείω των Αθηνών παρέστημεν άφωνοι ακροαταί περιεργοτάτης συνδιαλέξεως: τα πρόσωπα του διαλόγου απήρτιζον γηραιός τις υπάλληλος υπουργείου, νέος τις σπουδαστής, εις μικρέμπορος και ο κρεοπώλης. Πάντες αυτοί, οι μεν προσφάτως αναγνόντες, οι δε αναγιγνώσκοντες έτι τους Αθλίους ανεκοίνουν προς αλλήλους τας εκ της αναγνώσεως εντυπώσεις των, αναπαρίστων τας σκηνάς και ανέλυον τους ήρωας αυτών έκαστος κατά τον οικειότερον αυτώ τρόπον και μάλλον αναλογούντα προς την θέσιν και ανάπτυξιν αυτού». Όταν ο Κωστής Παλαμάς έγραφε αυτές τις γραμμές, οι Άθλιοι, είχαν πραγματοποιήσει στην τότε Ελλάδα, με αναλφαβητισμό ογδόντα τοις εκατό, επτά εκδόσεις που έγιναν όλες ανάρπαστες.
Στα νιάτα του και στην ηλικία του Μάριου Pontmerchy, του ήρωά του στους Αθλίους, ο Ουγκώ ήταν ένας ρομαντικός ποιητής και συντηρητικός βασιλόφρων. Ξαφνιάστηκε όμως με την Επανάσταση του 1848 και οργίστηκε πολύ από τις βαρβαρότητες της καταστολής της. Από εκείνη τη στιγμή γίνεται άλλος άνθρωπος: διαπρύσιος κήρυκας της Δημοκρατίας και αντιδρά στη μοναρχία του Ναπολέοντα Γ΄ με την αυτοεξορία του. Όσο για το μυθιστόρημά του Οι Άθλιοι, τόσο ο τίτλος του βιβλίου, όσο και ο τρόπος που ο Ουγκώ παρουσιάζει σε αυτό το βιβλίο τους περιθωριακούς τύπους του Παρισιού και γενικά αυτούς τους κοινωνικά υποβαθμισμένους, που «δεν έχουν να χάσουν τίποτα εκτός από τις αλυσίδες τους », παραπέμπουν -κι ας μη θέλουν πολλοί να το δουν- στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο των Μαρξ και Ένγκελς, που ο Ουγκώ δεν διάβασε ποτέ.
—————————-