Διαβάζοντας κανείς τα Άνθη του Κακού του Κάρολου Μπωντλαίρ, δεν πρέπει, νομίζω, να δυσκολευτεί πολύ να καταλάβει ότι αυτός ο ποιητής, εκτός από την ποιητική ευαισθησία και το κριτικό πνεύμα που τον χαρακτήριζαν, είχε και βαθιά κλασική παιδεία. Κι αν, όπως είναι γνωστό, η σημερινή πολιτισμένη Ευρώπη στηρίζεται σε δυο γερές βάσεις, τον Ελληνορωμαϊκό πολιτισμό και τη Βίβλο, ο ποιητής των Λουλουδιών του Κακού πατάει, χωρίς καμία αμφιβολία, και στις δυο αυτές βάσεις. Ως μαθητής ήταν τόσο καλός στα λατινικά, ώστε το 1836 στον γενικό, μαθητικό διαγωνισμό για λατινικούς στίχους, βραβεύτηκε με τον πρώτο έπαινο και την επόμενη χρονιά, στον ίδιο διαγωνισμό, με το δεύτερο βραβείο. Λίγοι θα έχουν προσέξει ότι στα 280 περίπου ποιήματα που περιλαμβάνονται στα Άνθη του Κακού, υπάρχει και ένα στα λατινικά, που δεν συνοδεύεται από μετάφραση στα γαλλικά και που γράφτηκε «για μια καπελού πολυμαθή και θρησκόληπτη» (pour une modiste ẻrudite et dévote ), τη Francisca. Δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει αυτό, γιατί εκείνη την εποχή οι πιο πολλοί από τους αναγνώστες αυτής της συλλογής είχαν καλή κλασική παιδεία και ήξεραν λατινικά.
Ακόμη και ο Αλέξανδρος Δουμάς, πατήρ, – που ήταν σύγχρονος του Μπωντλαίρ και μεσουρανούσε τότε στο γαλλικό μυθιστόρημα – αισθάνθηκε την ανάγκη στο περίφημο και πολυδιαβασμένο βιβλίο του Οι τρεις σωματοφύλακες να παρουσιάσει στους αναγνώστες του τους δυο από τους τρεις ήρωές του, τον Άθω και τον Άραμη, να έχουν γνώσεις της λατινικής γλώσσας. Ο Άθως, μάλιστα, αναφέρεται στο βιβλίο να ξέρει καλύτερα λατινικά από τον Άραμη, κι ας μην ήθελε ν’ ακολουθήσει, όπως ο φίλος του, το ιερατικό στάδιο. O Δουμάς σ’ ένα σημείο του βιβλίου του λέει για τον Άθω ότι «χαμογελούσε για τις λίγες λατινικές λέξεις που πέταγε ο Άραμης και που έκανε πως καταλάβαινε ο Πόρθος» (Il souriait aux bribes de latin que détachait Aramis et qu’ avait l’ air de comprendre Porthos ). Με τη λεπτομέρεια αυτή ο συγγραφέας δεν ήθελε μόνο να τονίσει την αριστοκρατική καταγωγή και τον τίτλο ευγενείας, που είχε ο Άθως και που κρύβονταν κάτω από τη στολή του σωματοφύλακα, αλλά και να φανεί ότι η κλασική παιδεία που είχε λάβει αυτός ο ευπατρίδης δεν ήταν κατώτερη από αυτή που είχαν οι αναγνώστες της εποχής του, ανάμεσα στους οποίους θα μπορούσε να ήταν και ο Μπωντλαίρ.
Κάτι ανάλογο μπορεί να πει κανείς και για τη βιβλική παιδεία του ποιητή. Πράγματι, στα Άνθη του Κακού υπάρχουν ποιήματα εμπνευσμένα από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, όπως, για παράδειγμα, είναι τα “Αβελ και Κάιν’’ και ‘’ H Άρνηση του Πέτρου’’ ( Le Reniement de Saint Pierre) αντίστοιχα. Γι’ αυτό το τελευταίο ποίημα μάλιστα ο Μπωντλαίρ λίγο έλειψε να διωχθεί δικαστικώς, όταν το δημοσίευσε πρώτη φορά στη Revue de Paris το 1852. Επίσης σε αρκετά ποιήματα γίνεται λόγος για τον Θεό, τον Χριστό, την Παναγία και φυσικά τον Σατανά, τον Σατανά βέβαια όπως τον παρουσιάζουν η Παλαιά Διαθήκη και ο Άγγλος ποιητής Μίλτον στο επικό του αριστούργημα Χαμένος Παράδεισος (Paradise Lost). Kαταλαβαίνει, λοιπόν, κανείς πόσο θα σοκαρίστηκαν αρκετοί από τους σύγχρονους του ποιητή αναγνώστες της συλλογής αυτής, όταν διάβασαν στίχους όπως αυτοί:
Δόξα και τιμή σε σένα, Σατανά
Που βασίλεψες στα ύψη του Ουρανού
Και που, νικημένος, τώρα στα βάθη της Κόλασης,
Ονειρεύεσαι μέσα στη σιωπή!
*
Gloire et louange à toi, Satan, dans les hauteurs
Du Ciel, oừ tu régnas, et dans les profondeurs
De l’ Enfer, oừ, vaincu, tu rêves en silence!
*
Ύστερα από όσα ειπώθηκαν για την κλασική και βιβλική παιδεία του ποιητή, έρχομαι στο ποίημα του οποίου μερικοί στίχοι στάθηκαν αφορμή να γράψω αυτό το σημείωμα. Πρόκειται για το ποίημα «Ψύχωση» (Οbsession), που δημοσιεύτηκε, πρώτη φορά, στη Revue Contemporaine στις 15 Μαϊου του 1860. Τον Φεβρουάριο της ίδιας χρονιάς δύο χειρόγραφα αυτού του ποιήματος στάλθηκαν το ένα στον Poulet Malassis, τον εκδότη της συλλογής αυτής, και το άλλο στον διευθυντή της Revue Contemporaine. Στο χειρόγραφο που έλαβε ο Poulet Malassis υπήρχε και μια σημείωση που αναφερόταν σε στίχο της δεύτερης στροφής του ποιήματος, και αποτελούσε, θα μπορούσε να πει κανείς, σημαντική πληροφορία όχι μόνο για τον στίχο αυτό, αλλά και για την κλασική παιδεία του ποιητή. Από τους τρεις αυτούς στίχους του ποιήματος που ακολουθούν σε δική μου απόδοση :
Αυτό το γέλιο το πικρό του νικημένου ανθρώπου,
Που ’ναι γεμάτο από λυγμούς και προσβολές συνάμα,
Τ’ ακούω μες στ’ απέραντο της θάλασσας το γέλιο.
( ……………………. ce rire amer
De l’ home vaincu, plein de sanglots et d’insultes,
Je l’ entends dans le rire énorme de la mer.),
ο τελευταίος στίχος, λέει το σημείωμα του ποιητή, είναι ανάμνηση από τους στίχους 89-90 του Προμηθέα δεσμώτη του Αισχύλου (ce vers est un souvenir du Prométhée enchaîné d’ Eschyle, v. 89-90). Τους αναφέρω όπως είναι στο πρωτότυπο:
…………………….ποντίων τε κυμάτων
ανήριθμον γέλασμα…………………………….
Τους αναφέρω και σε νεοελληνική μετάφραση και σε απόδοση Γιώργου Σεφέρη: γέλιο των κυμάτων στις δημοσιές του πόντου ( Κίχλη ).
Ωστόσο, δεν αποκλείεται ο Έλληνας ποιητής – που είχε γαλλική κουλτούρα και είχε διαβάσει και ξαναδιαβάσει Τα Άνθη του Κακού – να είχε υπόψη του τον στίχο του Αισχύλου στο ποίημα του Μπωντλαίρ και σκέφτηκε να κάνει το ίδιο σε δικό του ποίημα. Και το λέω αυτό γιατί και στο ποίημα «Πάνω σ’ ένα ξένο στίχο », που αρχίζει με τον γνωστό στίχο του Du Bellay: «Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα» (Heureux qui, comme Ulysse, a fait un beau voyage), πολλοί είναι εκείνοι που πιστεύουν ότι ο στίχος αυτός ήρθε στο φως με το ποίημα του Σεφέρη. Πολύ πιο πριν από τον ποιητή της “Κίχλης,” ο στίχος αυτός έγινε γνωστός στην Ευρώπη από τον Ανατόλ Φρανς. Τον αναφέρει στο καλύτερο μυθιστόρημά του που επιγράφεται Το έγκλημα του Συλβέστρου Μπονάρ ( Le crime de Sylvestre Bonnard ). Έχοντας επιστρέψει ο ήρωας του βιβλίου από ένα ταξίδι στην Ιταλία στο σπίτι του, λέει μεταξύ άλλων: “Θυμήθηκα τούτο τον στίχο ενός παλιού ποιητή: Ευτυχισμένος όποιος, σαν τον Οδυσσέα, έκανε όμορφο ταξίδι. Άδικα, λοιπόν, σκέφτηκα, περιπλανήθηκα: γυρίζω με άδεια χέρια. Μα σαν τον Οδυσσέα, έκανα κι εγώ ένα όμορφο ταξίδι.”
*
Είναι πάντως πολύ ωραία η μεταφορά του Έλληνα τραγικού ποιητή, για να μην την προσέξει ο Μπωντλαίρ και να μην την κρατήσει στη μνήμη του, ενώ από την άλλη πλευρά φαίνεται, κατά κάποιο τρόπο, η πνευματική επαφή που είχε με την αρχαία ελληνική ποίηση και ιδιαίτερα με τον τραγικό αυτό ποιητή, τον οποίο αναφέρει με το όνομά του σε στίχο ενός άλλου ποιήματος της περίφημης συλλογής του:
Είσαστε σεις, λαίδη Μάκβεθ, ψυχή τρανή στο έγκλημα,
Όνειρο του Αισχύλου εκκολαπτόμενο σε κλίμα δυνατών ανέμων (« Το Ιδεώδες »),
(C’ est vous, Lady Macbeth, āme puissante au crime,
Rȇve d’ Eschyle éclos au climat des autans; )
( “ L’ Idéal ).
Θα μπορούσε, βέβαια, να πει κανείς ότι σ’ αυτό τον στίχο με την αναφορά στον Αισχύλο ο Γάλλος ποιητής κάνει έναν υπαινιγμό στη δολοφονία του Αγαμέμνονα και στην ομώνυμη τραγωδία του Αισχύλου, και γενικότερα στα στυγερά εγκλήματα που διαπράχθηκαν στον οίκο των Ατρειδών. Επιπλέον ο συσχετισμός της λαίδης Μάκβεθ με τη βασίλισσα των Μυκηνών, την Κλυταιμνήστρα, είναι, νομίζω, αρκετά φανερός. Πράγματι, όπως η Λαίδη Μάκβεθ είναι μια «τρανή ψυχή στο έγκλημα» (ȃme puissante au crime), έτσι και η Κλυταιμνήστρα, λέει ο Αισχύλος, έχει μέσα της μια «ανδρόψυχη καρδιά» («γυναικός ανδρόβουλον κέαρ», Αγαμέμνων, στιχ.11 ). Απ’ όσο γνωρίζω τουλάχιστον, οι Γάλλοι σχολιαστές του Μπωντλαίρ δεν έχουν προσέξει αυτό τον συσχετισμό.
Το δεύτερο πράγμα που θυμήθηκε ο ποιητής από τα διαβάσματά του στο ποίημα Ψύχωση ( Οsession ) είναι ένα αρκετά γνωστό απόσπασμα από το Πνεύμα του Χριστιανισμού (Génie du Christianisme) του Σατωβριάνδου, ένα βιβλίο με το οποίο ο κορυφαίος αυτός συγγραφέας του γαλλικού ρομαντισμού- που είναι γνωστός σε μας τους Έλληνες όχι τόσο από το πολύκροτο Οδοιπορικό του, όσο από τον κεντρικό αθηναϊκό δρόμο που φέρει το όνομά του- υπερασπίζεται, με γνώσεις, ευαισθησία και κριτικό πνεύμα, τον Χριστιανισμό, αποκαλύπτοντας την ομορφιά που υπάρχει στο πνεύμα και την τέχνη αυτής της θρησκείας, και στρέφει το ενδιαφέρον των Γάλλων προς το μεσαιωνικό παρελθόν τους και τη γοτθική αρχιτεκτονική τους που ως τότε θεωρούνταν περίοδος βαρβαρότητας. Δεν μπορούσε, λοιπόν, ένα τέτοιο βιβλίο, που στην εποχή του συντάραξε και άλλαξε τη Γαλλία, να μην είναι μέσα στα αναγνωστικά ενδιαφέροντα του Μπωντλαίρ.
Αρχίζοντας ο ποιητής αυτό το ποίημα, θυμάται το φημισμένο απόσπασμα από το Πνεύμα του Χριστιανισμού και γράφει τον πρώτο στίχο:
Μεγάλα δάση, με τρομάζετε σαν καθεδρικοί ναοί×
( Grands bois, vous m’ effrayez comme des cathedrals; ).
Πράγματι, πολλοί από τους Γάλλους, που διάβασαν αυτό τον στίχο την εποχή που πρωτοδημοσιεύτηκε το ποίημα, θα θυμήθηκαν το σχετικό χωρίο από το βιβλίο του Σατωβριάνδου: «Τα δάση έγιναν οι πρώτοι ναοί της Θεότητας και οι άνθρωποι πήραν μέσα στα δάση την πρώτη ιδέα της αρχιτεκτονικής.» (Les forêts ont ẻtẻ les première temples de la Divinité, et les hommes ont pris dans les forȇts la première idée de l’ architecture). Κλείνοντας αυτό το κείμενο, θα έλεγα ακόμη ότι αυτός ο ποιητής, ο τόσο κλασικός στη μορφή του στίχου, αλλά και τόσο μοντέρνος στις ποιητικές ιδέες , είναι αναμφισβήτητα και poeta doctus.