Αίσθημα ενοχής, υποχονδρία και έλλειψη αυτοπεποίθησης βασάνιζαν τον μεγάλο συγγραφέα της Δίκης, ενός βιβλίου για του οποίου τους συμβολισμούς έχουν διατυπωθεί αναρίθμητες απόψεις. Ο μεγάλος Τσέχος συγγραφέας πέρασε τη σύντομη ζωή του σε ένα καθεστώς ιδιότυπης πνευματικής και ψυχικής αυτοτιμωρίας (ήταν, πράγματι, ταυτόχρονα για τον εαυτό του, όπως λέει ο στίχος του Μπωντλαίρ στον Αυτοτιμωρούμενο, « η πληγή και το μαχαίρι») και αποκάλυψε, με το έργο του, το χάσμα ανάμεσα στο άτομο, την κοινωνία και την ύπαρξη. Σε κανένα άλλο έργο η παρουσία της Αρχής δεν εκφράζεται με τη συντριπτική δύναμη της καφκικής εξουσίας, ενώ άλλος συγγραφέας που να περιέγραψε με τέτοια αμεσότητα τον αόρατο ιστό της δεν υπήρξε. Είπαν γι’ αυτόν: «Χωρίς τον Κάφκα ο Υπαρξισμός του Σαρτρ μένει μετέωρος. Οι δυο πασίγνωστες φράσεις του Γάλλου φιλοσόφου “Η ύπαρξη προηγείται της ουσίας’’ και ‘’Ο άνθρωπος είναι ένα ανώφελο πάθος ‘’ είναι σαν να έχουν αποσπασθεί από τη Δίκη’’». Ο Κάφκα- και σε τούτο τον αιώνα που μπήκαμε – μένει, θέλουμε δε θέλουμε, σύγχρονός μας. Ο κόσμος μας δεν απέχει πολύ από τον κόσμο που βρίσκουμε στη Δίκη, το ημιτελές αυτό έργο του. Και λέω ‘’ημιτελές’’, γιατί, όπως μας βεβαιώνει ο Μαξ Μπροντ, ο στενός του φίλος στον οποίο εμπιστεύτηκε τα χειρόγραφά του με την εντολή να τα κάψει, « ο Κάφκα θεωρούσε το μυθιστόρημα ( Η Δίκη ) ατελείωτο».
Δεν καλύπτονται η ζωή και το έργο του Κάφκα στις σελίδες ενός άρθρου. Επομένως, αυτό που θα μας απασχολήσει εδώ είναι το γράμμα προς τον πατέρα του και ο άτυχος αρραβώνας του με τη Φελίτσε Μπάουερ, γιατί η περίφημη αυτή πενταετία του αρραβώνα του έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή του συγγραφέα της Μεταμόρφωσης. Και αυτό φάνηκε όταν η αλληλογραφία των ετών αυτών με τη μνηστή του είδε το φως της δημοσιότητας το 1967. Η Φελίτσε Μπάουερ, που έγινε δυο φορές μνηστή του Κάφκα, τον συνάντησε πρώτη φορά τον Αύγουστο του 1912. Είχε έρθει από το Βερολίνο για μια επίσκεψη στην Πράγα, όπου έμενε ο Κάφκα. Πήγαινε σ’ έναν γάμο στη Βουδαπέστη και έμεινε λίγες μέρες στην τσεχική πρωτεύουσα. Τον γνώρισε ένα βράδυ στο σπίτι του φίλου του Μαξ Μπροντ. Στο Ημερολόγιό του, ο Κάφκα αναφέρει τη γνωριμία του με μια νέα κοπέλα στο σπίτι του Μαξ Μπροντ, λίγο μετά την επιστροφή του από τη Γερμανία, και διηγείται τις πρώτες του εντυπώσεις με παράδοξο τρόπο: « Όταν έφτασα στους Μπροντ, στις 13 Αυγούστου [1912], ήταν καθισμένη στο τραπέζι, αλλά την πέρασα για υπηρέτρια. Εξάλλου, δεν αισθάνθηκα καμία περιέργεια να μάθω ποια ήταν, την αποδέχτηκα αμέσως. Πρόσωπο οστεώδες και ασήμαντο, που έφερε ξεκάθαρα την ασημαντότητά του. Λαιμός ακάλυπτος. Ζακέτα ριγμένη στους ώμους. Φαινόταν ντυμένη ακριβώς όπως μια νοικοκυρά, μολονότι δεν ήταν καθόλου κάτι τέτοιο, όπως μπόρεσα να διαπιστώσω στη συνέχεια.» (20\8\1912). Το πορτρέτο που μας δίνει ο Κάφκα σε αυτό το απόσπασμα απευθύνεται — δεν πρέπει να το ξεχνάμε — μόνο στον εαυτό του. Δεν την ξαναείδε παρά μετά από εφτά μήνες, αλλά η αλληλογραφία τους, που άρχισε λίγο καιρό μετά τη γνωριμία τους, ήταν πολύ πυκνή.
Της έγραφε κάθε μέρα, μερικές φορές και δυο ή τρεις επιστολές την ημέρα, ενώ μπορεί να πει κανείς ότι την ανάγκαζε να του απαντάει εξ ίσου συχνά. Με άλλα λόγια, ήταν σωστός τύραννος του μελανοδοχείου. Προτιμούσε ένα γράμμα της, παρά την προσωπική επαφή μαζί της. Η Φελίτσε Μπάουερ καταγόταν από μια μεσοαστική, εβραϊκή οικογένεια στο Βερολίνο. Δούλευε σ’ ένα γραφείο και ήταν άνθρωπος με ανοιχτό μυαλό και καθόλου περίπλοκος. Προφανώς, όπως κάθε κοπέλα, είχε κι αυτή στο μυαλό της τον γάμο. Όλα αυτά βέβαια δεν σημαίνουν ότι δεν είχε και κάποια πνευματικά ενδιαφέροντα. Της άρεσε πολύ η μουσική× της άρεσε και το διάβασμα. Προσπαθούσε συνήθως να διαβάζει ό,τι καινούργιο συζητιόταν στη λογοτεχνία, ενώ δεν πρέπει να παραλείψουμε ότι είχε διαβάσει και βιβλία του Μαξ Μπροντ. Στην αλληλογραφία του ο Κάφκα μιλούσε για κάθε τι που τον ενδιέφερε, ενώ ως άνθρωπος ήταν μάλλον υποχονδριακός: αισθανόταν πάντα άρρωστος, υπέφερε από αϋπνίες και μισούσε τη δουλειά που έκανε στο γραφείο. Να, λοιπόν , που βρήκε τώρα μια κοπέλα που μπορούσε να της γράφει και να της λέει αυτά που του συμβαίνουν. Πράγματι, έγραφε αμέτρητες σελίδες για τα παράπονά του, για τη δυστυχία που βίωνε, ακόμα και για τις συγγραφικές του ιδέες. Ήθελε όμως να ξέρει και για κείνη. Εκατοντάδες οι ερωτήσεις. Δεν υπήρχε λεπτομέρεια που να μην τον ενδιέφερε. Ήθελε να ξέρει πού ακριβώς δούλευε, πώς ήταν το γραφείο της, οι συνεργάτες της, τι έλεγαν οι άνθρωποι αυτοί, τι έτρωγε, τι διάβαζε και πολλά άλλα. Η ακρίβεια των ερωτήσεων και των αιτημάτων του ( αλλά και των απαντήσεών του ) θύμιζαν πολύ τα βιβλία του. Μέσα στους εφτά μήνες που κράτησε αυτή η αλληλογραφία συνήθισε τόσο πολύ αυτή την επικοινωνία μαζί της, που δεν ένιωθε καθόλου την επιθυμία να τη συναντήσει. Όπως λέει ένας από τους βιογράφους του, ο Lemaire, « η πραγματική του ερωμένη ήταν το γράψιμο». Ήθελε να ζει τη ζωή του, να γράφει τις νύχτες και να παίρνει γράμματα από έναν άνθρωπο που ενδιαφερόταν γι’ αυτόν. Αυτός ήταν κι ο λόγος που όλο ανέβαλλε να τη δει. Πάντως, από τα γράμματά της κατάλαβε ότι τον είχε πλησιάσει πολύ, πράγμα που τον έκανε να σκέπεται να παντρευτούν.
Πήρε λοιπόν μια μέρα την απόφαση και πήγε στο Βερολίνο. Όταν όμως την είδε, δεν μπορούσε ν’ αποφασίσει για μια συμβίωση μαζί της. Γύρισε πίσω. Και τώρα έχουμε όλους τους δισταγμούς: τα αποτραβήγματά του από την κοινωνική ζωή, τις αμφιβολίες για τον εαυτό του, το ότι ήταν εντελώς αδύνατο για οποιονδήποτε να υποφέρει την παρουσία του και , φυσικά, πίσω από όλα αυτά το αίσθημα ότι έπρεπε να είναι απολύτως ελεύθερος για το γράψιμο. Πάντως, ύστερα από ένα χρόνο ενέδωσε στη Φελίτσε και στην οικογένειά της, που ήθελε ο δεσμός της Φελίτσε και του Φράνκ να είναι επίσημος. Όταν όμως το πράγμα αποφασίστηκε με γράμμα, δεν μπορούσε με τίποτα να φαντάζεται τον εαυτό του αρραβωνιασμένο. Της έγραψε τότε ότι η ιδέα ματαιωνόταν, και έφυγε για ταξίδι στην Ιταλία, διακόπτοντας την αλληλογραφία.
«Υπάρχει μια επιστολή » του Κάφκα — λέει ο Ελίας Κανέτι, βραβευμένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας και συγγραφέας της περίφημης Τύφλωσης, που τον απασχόλησε σε βιβλίο του ο αρραβώνας του Κάφκα με τη Φελίτσε Μπάουερ — « υπάρχει μια επιστολή », λέει ,« από τις ωραιότερες, θαρρώ, που γράφηκαν από συγγραφέα, όπου περιγράφει το ποια κατάσταση θα επιθυμούσε για το γράψιμό του, μιλά για το υπόγειο όπου θα ήθελε να ζήσει: ένα κλειδωμένο υπόγειο όπου κανείς να μην μπαίνει, απέραντες αίθουσες όπου θα μπορούσε να κάθεται και να γράφει. Οι άνθρωποι θα του άφηναν φαγητό μπροστά σε μια κλειδωμένη πόρτα. Θα το έπαιρνε και θα το έτρωγε αργά, ύστερα θα συνέχιζε το γράψιμο. Είναι το αντίστροφο του χρυσελεφάντινου πύργου για τον οποίο ακούει κανείς τόσο συχνά, κάτι πολύ πιο φυσικό και πιο εφικτό από την ιδέα του πύργου αυτού». Το μόνο που ξέχασε για τη διαμονή του στο ‘υπόγειο’ είναι ότι κάποια στιγμή θα χρειαζόταν – τι άλλο; – χαρτί και μελάνι. Αυτό το τελευταίο σίγουρα θα έτρεχε στις φλέβες του.
Είναι σημαντική για το έργο του αυτή η περίοδος της αλληλογραφίας του με τη Φελίτσε Μπάουερ, γιατί τότε έγραψε το πρώτο διήγημα από το οποίο έμεινε ευχαριστημένος. Πρόκειται για το διήγημα που επιγράφεται Η Κρίση. Τότε έγραψε και το πρώτο κεφάλαιο από την Αμερική και αυτό που πολλοί θεωρούν το αριστούργημά του: τη Μεταμόρφωση. Τότε κυκλοφόρησε και το πρώτο του βιβλίο με τίτλο Θεώρηση, το οποίο μάλιστα της το έστειλε. Δεν είναι βέβαια πολύ σπουδαίο έργο, όπως συνήθως συμβαίνει με το πρώτο βιβλίο κάθε μεγάλου συγγραφέα, αλλά σίγουρα θα περίμενε τη γνώμη της, μια γνώμη που πολύ θα τον ενδιέφερε όχι για το κύρος της, αλλά απλώς γιατί ήταν η γνώμη της. Και αυτό γιατί κατά βάθος ήθελε να του αναγνωρίσει η Φελίτσε την ιδιότητα του συγγραφέα. Στην αλληλογραφία τους όμως η Φελίτσε δεν φαίνεται να κάνει λόγο γι’ αυτό το βιβλίο, ενώ του μιλούσε για τόσα άλλα πράγματα που διάβαζε. Ίσως γιατί δεν της άρεσε, ή, το πιο πιθανόν, γιατί δεν το κατάλαβε και δεν ήθελε να φανεί στα μάτια του ως ανεπαρκής αναγνώστριά του. Φυσικά η στάση της αυτή ήταν για τον Κάφκα ένα πολύ σκληρό χτύπημα. Έπαψε να γράφει και μπήκε σε μια περίοδο πνευματικής στειρότητας. Η αλληλογραφία συνεχίστηκε, αλλά η πρώτη περίοδο σημαντικών εμπνεύσεων είχε φτάσει στο τέλος της.
Είναι αλήθεια ότι ο Κάφκα ζητούσε πάντα επιδοκιμασία για το έργο του. Αυτό φαίνεται και στο περίφημο Γράμμα προς τον πατέρα – έναν πατέρα, που όπως του λέει σε αυτή την επιστολή, «τα στοιχεία της παιδαγωγικής σου μεθόδου – η οποία ως προς εμένα απέφερε καρπούς – ήταν πάντοτε βρισιές, απειλές, ειρωνείες και γέλιο σαρδόνιο ». Σε τούτο το γράμμα, γίνεται λόγος και για το επεισόδιο όπου του προσφέρει ένα αντίτυπο του βιβλίου του και εκείνος του λέει:«Βάλε το στο κομοδίνο…». Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ο Χέρμαν Κάφκα, ο πατέρας του, έδειξε τη μεγαλύτερη δυνατή αδιαφορία που μπορούσε για τις λογοτεχνικές φιλοδοξίες του γιου του, ενός γιου που του είχε αφιερώσει ένα από τα καλύτερα διηγήματά του, τον Γιατρό της υπαίθρου. Ο Μαξ Μπρόν, στο βιβλίο που έγραψε για τον φίλο του, λέει μεταξύ άλλων:«Πάντα επιζητούσε την έγκριση του πατέρα του που του ήταν αδύνατο να λάβει». Ο πατέρας του ήταν μεγαλόσωμος και γερός, πολύ δραστήριος και άριστος επιχειρηματίας που ανέβηκε κοινωνικά μόνος του. Αντίθετα, ο γιος του ήταν σωματικά ένα αδύναμο πλάσμα. Αναμφίβολα, ο πατέρας του δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος με τον μοναχογιό του. Σε μια από τις πρώτες του επιστολές προς τη Φελίτσε Μπάουερ, επιστολή, θα λέγαμε, ερωτική, ο Κάφκα τολμάει να γράψει για τον εαυτό του: « Είμαι το αχαμνότερο πλάσμα που ξέρω… πέρασα τόσο καιρό σε σανατόρια και σ’ άλλα τέτοια μέρη». Ακόμα και στην αλληλογραφία του με τη Μίλενα Γιέσενκα, μια γυναίκα που την αγάπησε με πάθος, συμβαίνει κάτι ανάλογο και μιλάει για τη σωματική του αδυναμία. Αυτές οι δυο περιπτώσεις, που δεν είναι οι μοναδικές μέσα στην απέραντη αλληλογραφία του, δείχνουν τη σημασία που είχε στη ζωή του αυτή η σωματική του αδυναμία.
Σύμφωνα με όσα λέει στο βιβλίο του Η άλλη δίκη: Τα γράμματα του Κάφκα στη Φελίτσε ο Ελίας Κανέτι, τον οποίο ανέφερα και πιο πάνω, οι επίσημη αρραβώνες του Κάφκα με τη Φελίτσε Μπάουερ ήταν όχι μόνο ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της σύντομης ζωής του, αλλά και ένα γεγονός που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη συγγραφή του κορυφαίου έργου του, της Δίκης. Όταν με τη μεσολάβηση της Γκρέτε Μπλοχ, φίλης της Φελίτσε, ξανασμίγουν ο Κάφκα με τη Φελιτσε και αρραβωνιάζονται αυτή τη φορά επίσημα στο Βερολίνο, οι γονείς της κοπέλας δίνουν στο σπίτι τους μια μικρή δεξίωση, όπου παρευρίσκονται και ο πατέρας του Κάφκα με την αδελφή του Όττλα. Επιστρέφοντας από κει, δεν είναι καθόλου ενθουσιασμένος. Στο ημερολόγιό του γράφει: «Ένιωθα αλυσοδεμένος σαν αιχμάλωτος. Αν μ’ έβαζε κάποιος αλυσοδεμένο στη γωνιά και μου ζητούσε να παρακολουθήσω τον αρραβώνα μου δεν θα ένιωθα διαφορετικά». Προφανώς είχε αλλάξει γνώμη και ήταν αντίθετος προς τον αρραβώνα. Αισθανόταν άσχημα με τις οικογένειες, του έφερναν κλειστοφοβία. Όλα αυτά ήταν γι’ αυτόν μεγάλο σοκ. Το σοκ διπλασιάστηκε όταν γύρισε στην Πράγα. Αλληλογραφούσε τότε με έναν φίλο της Φελίτσε και του έγραφε απερίφραστα ότι δεν θεωρούσε τον εαυτό του κατάλληλο για γάμο. Τα γράμματα ήταν γεμάτα αμφιβολίες και ο αποδέκτης των επιστολών φίλος τις έδειξε στη Φελίτσε. Του ζήτησαν τότε να έρθει στο Βερολίνο να δώσει εξηγήσεις γι’ αυτά που έγραφε στον φίλο της Φελίτσε. Έξι εβδομάδες μετά τον αρραβώνα έγινε μια συγκέντρωση σε ένα ξενοδοχείο του Βερολίνου, μια συγκέντρωση που ήταν σωστό δικαστήριο. Εκεί ήταν η Φελίτσε, η αδελφή της, ο φίλος με τις επιστολές και ένας φίλος του Κάφκα. Μπροστά σε όλα αυτά τα πρόσωπα η Φελίτσε τον κατηγόρησε γι’ αυτά που έγραφε στα γράμματα. Δεν υπερασπίστηκε τον εαυτό του, τα άκουσε όλα δίχως λέξη. Έφυγε ράκος από το «δικαστήριο», αλλά αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο αρραβώνας είχε διαλυθεί. Λίγες βδομάδες αργότερα, όταν γύρισε στην Πράγα, άρχισε να γράφει τη Δίκη. Το πρώτο κεφάλαιο, όταν ο Κ. συλλαμβάνεται, σύμφωνα με τον Κανέτι, είναι εμπνευσμένο από τον επίσημο αρραβώνα του Κάφκα με τη Φελίτσε Μπάουερ. Και το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, η εκτέλεση, είναι από το «δικαστήριο» στο ξενοδοχείο του Βερολίνου. Κλείνοντας αυτό το κείμενο για τον Κάφκα, θα έλεγα ακόμη πως, με εξαίρεση τον Μαξ Μπροντ, τα πρόσωπα που εμπιστευόταν και αγαπούσε στη ζωή του ήταν γυναίκες (Φελίτσε Μπάουερ, Μίλενα Γιέσενκα, Γκρέτε Μπλοχ). Αυτές τον καταλάβαιναν καλύτερα από τους άλλους , αυτές ανέχονταν τις παραξενιές του , αυτές τον βοηθούσαν στην αγωνία του και στα προβλήματα που αντιμετώπιζε. Δεν τις ξέχασε στο κορυφαίο έργο του , τη Δίκη. Στο κεφάλαιο « Ο θείος Κ.- η Λένι », αντιμετωπίζοντας την ερωτική επίθεση της Λένι, λέει μεταξύ άλλων για τις γυναίκες: « Έπειτα του αγκάλιασε και με τα δυο της χέρια τον λαιμό, έγειρε πίσω, και τον κοιτούσε. ‘’Και αν δεν ομολογήσω την ενοχή μου, τότε δεν μπορείτε να με βοηθήσετε ;’’ρώτησε ο Κ. για να τη δοκιμάσει. ‘’ Σαν να επιστρατεύω όλο γυναίκες για βοηθούς’’, συλλογίστηκε σχεδόν με κατάπληξη× ‘’ πρώτα τη φρόυλαϊντ Μπύρστνερ, έπειτα τη γυναίκα του Κλητήρα, και τώρα αυτή τη μικρούλα που δείχνει κάποιο ακατανόητο πάθος για μένα ’’».
———————–