Παιδί του δημοτικού σχολείου ήμουν, όταν σκαρφάλωνα στον προφυλακτήρα των τραμ και ταξίδευα, όπως Κέρουακ στις πολιτείες της τεράστιας πατρίδας του, στη δική μου τότε Αμερική: Πετράλωνα, Εξάρχεια, Μεταξουργείο, Ρουφ, Σεπόλια και όπου αλλού πήγαιναν οι γραμμές των αθηναϊκών τροχιοδρόμων. Κι όταν η μάνα μου με μάλωνε για το σεργιάνι μου στις αθηναϊκές συνοικίες, είχε τη συνήθεια να με ρωτάει: «Θες να γίνεις αλήτης;». Εγώ – που ήμουν, όπως λέει ο Κέρουακ, « εκ πεποιθήσεως αλήτης» και μ’ άρεσαν οι δρόμοι της Αθήνας και τ’ αλάνια της — πάντα της έλεγα με την παιδική μου αφέλεια: « Γιατί κακό είναι;».
Αυτά θυμήθηκα τώρα, που έχω περασμένα τα ογδόντα και ξαναδιάβασα το βιβλίο του Κέρουακ Στο δρόμο. Και τα θυμήθηκα για την ακρίβεια στη σελίδα όπου κάνει λόγο για τον Ουίλιαμ Χολμς Χάζαρντ: « Μια φορά πριν από χρόνια» λέει ο Κέρουακ στο πολύκροτο βιβλίο του « είχα γνωρίσει στη θάλασσα έναν ψηλό και κοκαλιάρη τύπο απ’ τη Λουιζιάνα, που τον έλεγαν Μπιγκ Σλιμ Χάζαρντ, Ουίλιαμ Χολμς Χάζαρντ και που ήταν εκ πεποιθήσεως αλήτης. Μικρός είχε δει έναν αλήτη που ανέβηκε πάνω να ζητήσει απ’ τη μητέρα του ένα κομμάτι πίτα, κι εκείνη του είχε δώσει, και όταν ο αλήτης κατέβηκε στο δρόμο το αγοράκι είχε ρωτήσει : « Μαμά, τι είναι αυτός ο τύπος;». « Γιατί ρωτάς, ένας αλήτης είναι». « Μαμά, θέλω να γίνω αλήτης κάποτε». «Άντε πάψε, δεν είναι για τους Χάζαρντ αυτά ». Παρ’ όλ’αυτά δεν ξέχασε ποτέ εκείνη την ημέρα και, όταν μεγάλωσε, αφού έπαιξε για λίγο καιρό σε μια ποδοσφαιρική ομάδα του Πανεπιστημίου της Λουιζιάνα, έγινε αλήτης».
Στις12 του Μάρτη 2022 έκλεισε ένας αιώνας από τότε που ο Ζαν – Λουί Λεμπρίς ντε Κερουάκ, γνωστός σήμερα ως Τζακ Κέρουακ, γεννήθηκε στο Λόουελ της Μασαχουσέτης. Οι γονείς του, όπως δείχνει και τ’ όνομά του, ήταν γαλλοκαναδοί μετανάστες. Αυτός είναι, άλλωστε, ο λόγος που ο Κέρουακ ως τα έξι του χρόνια μιλούσε γαλλικά. Το πρώτο χτύπημα της ζωής που δέχτηκε ήταν όταν σε ηλικία πέντε χρονών έχασε τον κατά τέσσερα χρόνια μεγαλύτερο αδελφό του Ζεράρ. Ήταν το πρώτο ψυχικό πλήγμα της ζωής του και σε αυτή την τρυφερή ηλικία οι πληγές είναι ανεπούλωτες. Αργότερα, το 1963, ο Κέρουακ, που δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει τον θάνατο του αγαπημένου του αδελφού, έγραψε τα Οράματα του Ζεράρ. Ως γυμνασιόπαιδο ήταν ένα από τ’ αστέρια του αμερικανικού ποδοσφαίρου, ενώ από μια υποτροφία που κέρδισε έγινε δεκτός στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Ένα αθλητικό ατύχημα το 1949 σήμανε το τέλος τόσο της ποδοσφαιρικής όσο και της ακαδημαϊκής του καριέρας. Όσο ήταν όμως φοιτητής. πρόλαβε να συνδεθεί με ανθρώπους του πνεύματος, όπως ο Άλεν Γκίνσμπεργκ, ο Νίλ Κάσαντι, ο Γουίλιαμ Μπάροουζ και άλλοι. Δεν πρέπει να παραλείψω πως το 1943 τον έπιασε το πατριωτικό του και κατατάχθηκε στο Πολεμικό Ναυτικό.Απολύθηκε όμως γρήγορα ως απροσάρμοστος. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς με τον στρατό, τη γενιά των Βeat θα εκπροσωπεί αργότερα, δεν τον σήκωνε το κλίμα.
Είναι αλήθεια ότι η Beat Generation ισχυριζόταν ότι κατάγεται από τον Γουίλιαμ Μπάροουz. Το βιβλίο, όμως, που έγινε το Ευαγγέλιο αυτής της γενιάς και την εκπροσωπεί είναι το μυθιστόρημα του Τζακ Κέρουακ Στο δρόμο ( On the Road ). Το δακτυλογράφησε το 1951, μέσα σε τρεις εβδομάδες, όπως λένε. Δημοσιεύτηκε, όμως, έξι χρόνια αργότερα και έκανε τον συγγραφέα του μέσα σε μια νύχτα διάσημο στις ΗΠΑ. H ιδέα για να γράψει αυτό το βιβλίο τού ήρθε το 1945, όταν έκανε το πρώτο ταξίδι, με οτοστόπ, από τις ανατολικές πολιτείες στις δυτικές. Οι δυο κεντρικοί ήρωες του βιβλίου είναι δυο φίλοι, ο Σαλ Παραντάιζ και ο Ντιν Μόριαρτι, που διασχίζουν με αυτοκίνητο την Αμερική, κυνηγώντας την περιπέτεια και τη χωρίς συμβάσεις ζωή. Ο Σαλ είναι συγγραφέας ( πίσω απ’ αυτό το πρόσωπο του βιβλίου είναι βέβαια ο Κέρουακ ). Ο Ντιν είναι ένας τύπος απρόβλεπτος, αδιάφορος και μεγάλος μπερμπάντης. Για το τελευταίο θα έλεγα κάτι σαν αυτό που λένε οι στίχοι του Ελύτη:
………….στην αγάπη ξέρω
Να μπαίνω σαν Πανσέληνος.
Θέλετε να τον δείτε και επί το έργον; Ιδού ο γυναικάς Ντιν με όλο το μεγαλείο του κυνισμού του: « Α, ναι; », έκανε ανάβοντας ο Ντιν. « Και πού είναι η καλή σου απόψε;». « Τι θες να πεις;», είπε ο σαξοφωνίστας και τον κοίταξε με την άκρη του ματιού. « Σου είπα πως ήμουν παντρεμένος μαζί της, έτσι;». « Και βέβαια, και βέβαια», είπε ο Ντιν. « Έτσι ρώτησα. Ίσως έχει φίλες; Ή αδελφές; Για να το ρίξω έξω, καταλαβαίνεις, απλώς για να το ρίξω έξω». Βίος και πολιτεία ο Ντιν Μόριαρτι. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι κατά την διάρκεια αυτού του ταξιδιού θα αποκτήσει τρεις συζύγους και θα δώσει με το σπέρμα του τη ζωή σε τέσσερα παιδιά. Ενεργεί, θα έλεγα ακόμα, πιο πολύ με βάση τις ορέξεις και τα κέφια του παρά το λογικό του. Και πάλι λίγα είπα για να τον περιγράψω. Ένα απόσπασμα ακόμη θα δώσει, νομίζω, πιο ανάγλυφα τον χαρακτήρα του Ντιν: Μιλάει ο Σαλ που είναι ο αφηγητής αυτού του ταξιδιού: « Έμαθα πως απ’ το φθινόπωρο του 1947 ο Ντιν είχε ζήσει ευτυχισμένος με την Καμίλ στο Σαν Φρανσίσκο, είχε βρει δουλειά στους σιδηρόδρομους και κέρδιζε αρκετά χρήματα. Έγινε πατέρας ενός χαριτωμένου κοριτσιού, της Έιμι Μόριαρτι. Μετά, ξαφνικά τα τίναξε όλα στον αέρα ενώ περπατούσε μια μέρα στον δρόμο. Είδε μια Χάντσον ’49 για πούλημα και έτρεξε να σηκώσει τον λογαριασμό του απ’ την τράπεζα. Αγόρασε τ’ αυτοκίνητο επί τόπου. Ο Εντ Ντάνκελ ήταν μαζί του. Τώρα δεν είχαν μία. Ο Ντιν καθησύχασε τους φόβους της Καμίλ και της είπε πως θα ‘ταν πίσω σ’ ένα μήνα. ‘’Πάω στη Νέα Υόρκη να φέρω τον Σαλ’’. Αυτή η προοπτική δεν της άρεσε και πολύ. ‘’Μα τι σκοπεύεις μ’ όλ’ αυτά, γιατί μου το κάνεις αυτό;’’ ‘’ Τίποτα, τίποτα δεν συμβαίνει, αγάπη μου – αχ- χμ- ο Σαλ με παρακάλεσε και με ικέτευσε να πάω να τον πάρω, είναι απολύτως αναγκαίο για μένα να – αλλά δεν θα προβούμε σ’ όλες αυτές τις εξηγήσεις – και θα σου πω γιατί… Όχι, θα σου πω γιατί’’. Και της είπε γιατί και, φυσικά, δεν βγήκε νόημα». Νομίζω ότι δεν χρειάζονται περισσότερα για να καταλάβει κανείς τι άνθρωπος ήταν αυτός ο Καζανόβα των αμερικανικών πολιτειών.
Διέσχιζαν με τ’ αυτοκίνητο επαρχιακές πόλεις, ερημικές εκτάσεις και μεγάλα αστικά κέντρα, χωρίς να ψάχνουν να βρουν τίποτα, χωρίς να έχουν καν προορισμό. Μόνη τους επιθυμία είναι, όπως είπα, να ζούνε χωρίς συμβάσεις. Δεν έχουν μεγάλες φιλοδοξίες για αστικές πολυτέλειες και μεγάλες περιουσίες. Τη φιλοσοφία τους την εκφράζει ο Κέρουακ με τούτη τη φράση: « μου ανήκει όλος ο κόσμος επειδή είμαι φτωχός», ενώ αυτό που τους δίνει ο ΔΡΟΜΟΣ καμία εξουσία, κανένα πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να τους το δώσει. Όσο για τις εμπειρίες που βιώνουν, μην περιμένετε τίποτε άλλο από πιοτό, ναρκωτικά, τζαζ μουσική και γυναίκες. Λίγα τα χρόνια της ζωής τους, αλλά όπως τα θέλουν εκείνοι. Κι όμως, αυτοί οι περιθωριακοί τύποι έβλεπαν την Αμερική πιο σωστά και πιο ανθρώπινα από τους νομιμόφρονες και θρήσκους Αμερικανούς: « Το Μιλ Σίτυ » λέει ακόμα ο Κέρουακ « όπου έμενε ο Ρεμί, [……] ήταν, καθώς έλεγαν, η μόνη κοινότητα της Αμερικής, όπου λευκοί και μαύροι ζουν μαζί οικειοθελώς, και πιο χαρούμενο και ζωντανό μέρος δεν είδα ποτέ από τότε».
Η στάση τους απέναντι στην κοινωνία και το σύστημα
είναι συνάμα και μια εσωτερική εξέγερση ενάντια στο αμερικάνικο Όνειρο και τον αμερικάνικο αποχαιρετισμό: ‘‘go to make money.” Ζωή γι’ αυτούς είναι ό,τι βιώνουν. Τα βιώματα, για τον Κέρουακ, είναι ανώτερα από τις φιλοδοξίες και τα μεγάλα σχέδια για γρήγορο πλουτισμό και χλιδάτη ζωή. Η υλιστική αυτή κοινωνία — όπου τα συμφέροντα και η απληστία κάνουν το χρήμα στον άνθρωπο αυτοσκοπό — είναι, για τον συγγραφέα του Δρόμου, κομφορμιστική, άδικη και βάρβαρη. Και το μέσον για να ζήσουν έξω απ’ αυτή την κοινωνία είναι το αυτοκίνητο, που μέσα στο βιβλίο μετατρέπεται από σύμβολο της αστικής ευμάρειας σε όχημα της απόδρασης και της ελευθερίας. Είναι ακόμα το βιβλίο που επηρέασε το έργο μεγάλων Αμερικανών συγγραφέων, όπως ο Νόρμαν Μέιλερ ή ο Ντον ντε Λίλο, το βιβλίο που άνοιξε τον δρόμο για το Γούντστοκ, τα παιδιά των λουλουδιών, την αντίδραση για τον πόλεμο του Βιετνάμ με τη φοιτητική εξέγερση στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, όπου φοίτησε ο Κέρουακ, και ακόμα την σεξουαλική απελευθέρωση της δεκαετίας του ’60. Είναι επίσης ένα από τα μυθιστορήματα που θα φέρουν, μεταπολεμικά, στο επίκεντρο τον αρνητικό ήρωα, τον ήρωα που, αντίθετα από ό,τι συνέβαινε ως τότε, δεν έχει τη λάμψη και τα φόντα του ακατάβλητου πρωταγωνιστή, αλλά που είναι, ωστόσο, ο πραγματικά ελεύθερος άνθρωπος. Και αυτό όχι μόνο στη λογοτεχνία, αλλά και στον κινηματογράφο. Ο Τζακ Κέρουακ — ο συγγραφέας που με το μυθιστόρημά του On the road σφράγισε το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα – το 1966 παντρεύτηκε, σε τρίτο γάμο, την ελληνοκαναδή Στέλλα Σάμπας και πέθανε στη Φλώριντα το 1969 σε ηλικία 47 ετών από κίρρωση του ήπατος.
——————-
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Τα παραθέματα από το βιβλίο του Κέρουακ είναι σε μετάφραση της Δήμητρας Νικολοπούλου.