Tο βρίσκω, φίλε μου, πολύ ανθρώπινο αλλά και σύμφωνο προς τον κώδικα της μακρόχρονής φιλίας μας ν’ ανταποδώσω το τηλεφώνημά σου με ένα γράμμα, που, ενώ θεωρείται σήμερα ξεπερασμένος τρόπος επικοινωνίας, σε άλλες εποχές όχι μόνο έκανε τη δουλειά του τηλεφώνου, όχι μόνο ήταν ένας τρόπος πνευματικής και συναισθηματικής επαφής των ανθρώπων, αλλά και στις καλύτερες στιγμές του ήταν, χωρίς καμία αμφιβολία, μια μορφή της τέχνης του λόγου. Έτσι οι Επαρχιακές επιστολές του Πασκάλ, λόγου χάρη, ή εκείνες οι θαυμάσιες Επιστολές προς τον Αττικό του Κικέρωνα θεωρούνται και είναι πράγματι σήμερα λογοτεχνικά μνημεία της γαλλικής και της ρωμαϊκής γραμματείας. Θα έλεγα ακόμη ότι μερικά από τα καλύτερα μυθιστορήματα, όπως Οι επικίνδυνες σχέσεις του Laclos για παράδειγμα, έχουν γραφτεί σε επιστολική μορφή.
Και δε μιλάμε βέβαια μόνο για επιστολές που αντικειμενικός σκοπός ήταν η δημοσίευση, αλλά και για επιστολές που γράφτηκαν για καθαρά προσωπικούς λόγους, όπως οι θαυμάσιες ερωτικές επιστολές της Μαριάννας Αλκαφοράντο, που είναι πιο πολύ γνωστές στο ευρύ πνευματικό κοινό ως Πορτογαλικές επιστολές. Οι επιστολές αυτές διαβάστηκαν το 17ο και το 18ο αιώνα σε όλα τα σαλόνια των Βερσαλλιών και του Παρισιού, ξαφνιάζοντας τόσο πολύ με την ειλικρίνεια του πάθους τους, ώστε ένας απ’ αυτούς που τις θαύμαζαν, ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ, θα γράψει στην Επιστολή προς τον κ. D’ Alambert για τα θεάματα, τούτα τα λόγια, που από τη μια πλευρά δείχνουν ανάγλυφα τη γνωστή αμφιβολία του Γάλλου φιλοσόφου για την ειλικρίνεια του ερωτικού πάθους των γυναικών, από την άλλη όμως επιδαψιλεύουν το μεγαλύτερο έπαινο, που γράφτηκε ή ειπώθηκε ποτέ, γι’ αυτές τις επιστολές: « Θα στοιχημάτιζα» λέει ο συγγραφέας του Αιμίλιου «τα πάντα στον κόσμο πως οι Πορτογαλικές επιστολές γράφτηκαν από άντρα». Με όλα τούτα δε θέλω — προς Θεού! – να πω ότι και τούτο το γράμμα τρέφει τέτοιες μεγάλες φιλοδοξίες. Οπωσδήποτε όμως μπορεί να καταφέρει κάτι περισσότερο από ένα τηλεφώνημα, να γίνει έκφραση ομορφιάς. Και η ομορφιά, αγαπητέ μου φίλε, σε μια εποχή που αποθεώνονται η αφθονία, η ταχύτητα και η άνεση, είναι, νομίζω, κάτι σπάνιο.
Τις πρώτες μέρες του Δεκέμβρη, που έρχονται τα Νικολοβάρβαρα και όλα μέσα στη σκέψη μας και στην καρδιά μας αρχίζουν να μοσχοβολούν Χριστούγεννα, με πιάνει μια όρεξη, μια λαχτάρα — κι αυτό από τότε που ήμουν παιδί — να διαβάσω Ντίκενς και Παπαδιαμάντη. Θυμάμαι ακόμη, σαν να’ναι τώρα, πως την ίδια όρεξη, την ίδια διάθεση είχες και συ, φίλε μου, τότε που ήσουν μαθητής του σχολείου. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και ότι δεν ήταν λίγες οι φορές, που, καθισμένοι στο μπαλκόνι ή στη σκάλα του σπιτιού σου, εκείνη την ξύλινη και λίγο στριφτή, που, όταν την κατέβαινες παιδί βιαστικά, νόμιζε κανείς πως μπουμπουνίζει, διαβάζαμε και χαιρόμασταν μαζί σελίδες του Σκιαθίτη διηγηματογράφου ή του μεγάλου Άγγλου συγγραφέα. Να λοιπόν, αγαπητέ μου φίλε, γιατί πάντα μια κάρτα μου ή ένα γράμμα μου, ή ακόμη και ένα δημοσίευμά μου θα φτάσει, εκείνες τις χριστουγεννιάτικες μέρες, στα χέρια σου και θα με φέρει ξαφνικά και απρόσμενα στη σκέψη σου.
Αυτή τη φορά όμως σε θυμήθηκα πολύ πρόωρα, στις διακοπές του καλοκαιριού, και για άλλο πράγμα. Και σε θυμήθηκα, είναι αλήθεια, λίγες μέρες πριν από το τηλεφώνημά σου. Δε θέλησα όμως να σου πω τίποτα, γιατί φοβόμουν πως δε θα μπορούσα να εκφράσω τόσο καλά στο τηλέφωνο όσο σε ένα γράμμα αυτό που με έκανε να σε φέρω στη μνήμη μου. Πράγματι, εκείνο που αξίζει τον κόπο να διηγηθώ σ’ αυτό το γράμμα είναι αυτό που για σένα θυμήθηκα και ο παράξενος τρόπος που το θυμήθηκα.
Είχε βραδιάσει και ήμουν μόνος στο σπίτι. Εκεί τα πάντα, όταν λείπει η Βαλέρια, η μικρούλα κόρη μου, που ξέρει τόσο χαριτωμένα να φλυαρεί και ν’ απασχολεί, μεταμορφώνονται σε ένα υπέροχο ησυχαστήριο. Εκείνο το βράδυ δεν έκανα τίποτα που θα μπορούσε να θεωρηθεί σοβαρή πνευματική δουλειά. Είχα ξαπλώσει σε μια πολυθρόνα και ξεκοκάλιζα με βουλιμία μια εφημερίδα. Ξαφνικά σήκωσα το αριστερό μου χέρι και καθώς κοίταξα το ρολόι μου για την ώρα, θυμήθηκα — τι νομίζεις ότι θυμήθηκα; — το πρώτο ρολόι που φόρεσες, παιδί ακόμη, στο χέρι σου. Ήταν δώδεκα του Δεκέμβρη, θυμάμαι, μέρα γιορτινή που προαναγγέλλει Χριστούγεννα, και όλοι οι φίλοι ντυμένοι με τα καλά μας είχαμε πάει στο σπίτι σου να σε χαιρετήσουμε. Εκείνο το χαρούμενο βράδυ ( ποια χρονιά ήταν δε θυμάμαι ) είδαμε να λάμπει στο χέρι σου ο πρώτο σου Little Ben , σαν τ’ άστρο της Βηθλεέμ, το άστρο για το οποίο (πρέπει να το θυμάσαι) ξενυχτήσαμε παιδιά δυο ή τρεις χριστουγεννιάτικες νύχτες για να το δούμε. Ήταν, θα έλεγα, το πιο σπάνιο, το πιο ονειρευτό δώρο που θα μπορούσε, εκείνη την εποχή, να δεχτεί ένα παιδί σ’ αυτό τον πρόσφατα βασανισμένο και ματωμένο απ’ τον Εμφύλιο τόπο.
Δε θυμάμαι ποιος σου είχε κάνει αυτό το ρολόι δώρο. Η κι αν θυμάμαι, ας μην την αναφέρω… Σου ήταν — μας ήταν θα μπορούσα να πω — τόσο αγαπητή… Κι αυτός ο πρόωρος θάνατός της… Όλα μια θλίψη παιδική που δε λέγεται… Θυμάμαι όμως καλά πως η ευτυχία έλαμπε στο πρόσωπό σου και πως κάθε φορά που μας το’ δειχνες μας θάμπωνε τα παιδικά μας μάτια. Θυμάμαι τέλος και κάτι ακόμα. Θυμάμαι πως το έφερνες συχνά στ΄αφτί σου, άκουγες το ρυθμικό τικ τακ και γέλαγες ευτυχισμένος. Ήταν πράγματι τόσο μαγικοί αυτοί οι χτύποι, ώστε το μόνο που δε σκέφτηκες κι ούτε σε μας πέρασε απ’ το μυαλό να σε ρωτήσουμε ήταν τι σου έλεγε τόσο τρυφερά στο παιδικό σου αφτάκι ο πρώτος σου Little Ben εκείνο το χαρούμενο βράδυ στις δώδεκα του Δεκέμβρη.
Πέρασαν από τότε, φίλε μου, πολλά χρόνια. Μεγαλώσαμε, σπουδάσαμε, ταξιδέψαμε, παντρευτήκαμε, σχεδόν ζήσαμε και γεράσαμε. Και μολονότι φορτωθήκαμε και χρόνια, και ρυτίδες, και πείρα ζωής, και σοφία, ποτέ δε μάθαμε, ούτε καν μαντέψαμε τι σου έλεγε ο πρώτος σου Little Ben εκείνο το χαρούμενο βράδυ στις δώδεκα του Δεκέμβρη… Αχ, παλιέ μου φίλε!… Ήσουν ο πρώτος στη συντροφιά μας που άκουσε τους χτύπους ενός Little Ben στ’ αφτί του εκείνο το χαρούμενο βράδυ. Κι όμως, δεν μπόρεσες να καταλάβεις τίποτα, φίλε μου, τίποτα εντελώς!… Αν καταλάβαινες κάτι, σίγουρα θα μας το’ λεγες… Ήσουν μικρό παιδί και είχες την καρδιά στο στόμα… Δε θα μας το’ κρυβες… Έτσι χάσαμε για πάντα όλοι μας το τρένο της ζωής που πέρασε για μας – μόνο για μας…
«Τικ τακ, μικρό μου αγόρι», σου έλεγε, «μην αφήνεις τον καιρό να φεύγει… μη!… Οι μέρες της νιότης σου είναι οι μέρες της δόξας σου».
——————–