Όλο το Κομπραί και τα περίχωρά του, όλ’ αυτά
που παίρνουν μορφή και υλική υπόσταση, βγήκαν,
πόλη και κήποι, απ’ το φλιτζάνι με το τσάι μου.
ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΡΙΑ ΤΟΥ ΣΟΥΑΝ, τ. Α, σ. 65
Εκατό χρόνια συμπληρώθηκαν, τη χρονιά που μόλις έφυγε, από τον θάνατο του Μαρσέλ Προυστ, του μεγαλύτερου πεζογράφου που ανέδειξαν τα γαλλικά γράμματα, αλλά και ενός από τους κορυφαίους συγγραφείς του μυθιστορήματος στον εικοστό αιώνα. Αναρίθμητες εκδηλώσεις έγιναν στη Γαλλία και στον υπόλοιπο κόσμο, αφού το αριστούργημά του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο θεωρείται σήμερα ένα μείζον μυθιστόρημα, ένα μυθιστόρημα που, σύμφωνα με το Figaro Magazine, συγκαταλέγεται «ανάμεσα στα μνημεία της γαλλικής λογοτεχνίας». Το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο είναι το αριστούργημα ενός εστέτ, γιατί κύριο θέμα του δεν είναι μόνο ο χρόνος, όπως δηλώνεται στον τίτλο του μυθιστορήματος, αλλά και η τέχνη (μουσική και ζωγραφική ) – και ίσως αυτή η τελευταία ακόμα περισσότερο, όταν ο έρωτας του Σουάν για την Οντέτ δεν προέρχεται από την ομορφιά αυτής της γυναίκας, που « τον αφήνει αδιάφορο», αλλά μέσα από τη μουσική και τη ζωγραφική. Ο Προυστ, στο πρώτο μέρος του μυθιστορήματος, που επιγράφεται Από τη μεριά του Σουάν, τόμος Β,σ.45, λέει μεταξύ άλλων σε μετάφραση Παύλου Ζάννα : « Όπως κι αν ήταν – κι ίσως επειδή η πληρότητα των εντυπώσεων που είχε πρόσφατα και μ’ όλο που αυτή του παρουσιάστηκε μάλλον με την αγάπη της μουσικής, είχε πλουτίσει ακόμα και την αγάπη του για τη ζωγραφική – η ευχαρίστηση ήταν πιο βαθιά, κι έμελλε να έχει πάνω στον Σουάν μιαν επιρροή με διάρκεια, που την ανακάλυψε εκείνη τη στιγμή στην ομοιότητα της Οντέτ με την Σεπφώρα αυτού του Σάντρο ντι Μαριάνο που τον αποκαλούν συνηθέστερα με το λαϊκό επώνυμο Μποτιτσέλλι ». Και λίγο πιο κάτω λέει ακόμα: «Τοποθέτησε πάνω στο γραφείο του, σαν φωτογραφία της Οντέτ, μια εικόνα της κόρης του Ιοθόρ». Εκείνοι που έχουν διαβάσει τη Βίβλο θα έχουν υπόψη τους ότι η Σεπφώρα, που ζωγράφισε ο Μποτιτσέλι σε τοιχογραφία της Καπέλα Σιξτίνα στο Βατικανό, ήταν κόρη του Ιοθόρ, του ιερέα της γης Μαδιάμ, και αργότερα σύζυγος του Μωυσή.
Το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος εκδόθηκε με έξοδα του συγγραφέα και η υποδοχή που του επιφύλαξε η γαλλική διανόηση με επικεφαλής τον Αντρέ Ζιντ ήταν κάκιστη. Και αυτό μολονότι ο Ζιντ αναγκάστηκε αργότερα να υποκλιθεί στη μυθιστορηματική αυτή δημιουργία του Προυστ. Και πώς να μην υποκλιθεί, όταν ο Χάρολντ Μπλουμ, ένας από τους κορυφαίους κριτικούς της παγκόσμιας λογοτεχνίας, θεωρεί το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο ανώτερο και από τον Οδυσσέα του Τζόις. Στο πολυσέλιδο αυτό μυθιστόρημα ο Προυστ αναμιγνύει αυτοβιογραφικά στοιχεία, μυθοπλασία και δοκιμιακό λόγο, και σκιαγραφεί με αποκαλυπτική οξυδέρκεια και ανατρεπτική ειρωνεία την κοινωνική και πολιτική ζωή της Belle époque και πέρα απ’ αυτή, 1870-1920.
Αν και ο Προυστ ήταν γέννημα θρέμμα αριστοκράτης, στο μυθιστόρημά του αρκετοί από τους χαρακτήρες δεν ανήκουν στην κοινωνική αυτή τάξη. Η παρατήρηση αυτή αφήνει να εννοηθεί ότι ο Προυστ, στην προσωπική του ζωή, δεν συναναστρεφόταν μόνο πρόσωπα του κοινωνικού κύκλου όπου ανήκε. Η σύλληψή του το 1918 από την αστυνομία σε οίκο ανοχής να πίνει σαμπάνια με μια παρέα νεαρών αποτελεί ένα από τα αδιάσειστα τεκμήρια αυτής της άποψης. Στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο δεν γίνεται λοιπόν μόνο καταγραφή των εμπειριών του συγγραφέα, αλλά και μεταμόρφωση αυτών, ενώ οι χαρακτήρες που περνούν από τις σελίδες του μυθιστορήματος είναι σχεδόν πάντα πραγματικά πρόσωπα, όπως πραγματική είναι και η τοπογραφία του έργου. Ακόμα και σήμερα, που έχουν γίνει τόσα και τόσα στον τομέα της αφήγησης, το μυθιστόρημα αυτό διατηρεί ακόμα την ιδιαιτερότητα που το χαρακτηρίζει, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μπορεί να διαβαστεί μόνο από λίγους, γιατί μπορεί να είναι περίπλοκο, δεν είναι όμως ακατανόητο. Οι περισσότεροι που το θεωρούν δύσκολο και απλησίαστο παρασύρονται από το μέγεθός του, αφού μέχρι σήμερα είναι το πιο εκτεταμένο μυθιστόρημα που γράφτηκε ποτέ. Η κινητήριος δύναμη σε αυτό το μυθιστόρημα δεν είναι η εξωτερική δράση, αλλά η οξυδερκής αναλυτική ικανότητα του συγγραφέα και η διαρκής κίνηση της μνήμης του. Παρ’ όλα αυτά για πολλούς ο Προυστ δεν πρόλαβε να τελειώσει το μυθιστόρημά του. Ενδείξεις γι’ αυτή την άποψη υπάρχουν στους τόμους του μυθιστορήματος που εκδόθηκαν μετά τον θάνατο του συγγραφέα: Η Φυλακισμένη ( La Prisonnière ) τo 1923, Η Δραπέτισσα ( La Fugitive), που εκδόθηκε αρχικά με τον τίτλο Albertine disparue, το 1925 και ο Ξανακερδισμένος Χρόνος ( Le Temps retrouvé ) το 1927. Πρόκειται για θέμα που προέκυψε από τα νέα στοιχεία που έφερναν οι αλλεπάλληλες εκδόσεις αυτού του μυθιστορήματος και έγιναν αιτία να ξεσπάσει ο “πόλεμος των Προυστ”, όπως έγραψε, πολύ εύστοχα, η εφημερίδα Libération. Πάντως, αυτό που έχει σημασία και προκαλεί τον θαυμασμό μας είναι ότι οι τόμοι αυτού του μυθιστορήματος, με τις λεπτομερείς αναμνήσεις, αποτελούν ένα ενιαίο μυθιστόρημα γραμμένο από έναν απομονωμένο στο δωμάτιό του συγγραφέα, πράγμα που δεν τόλμησε να επαναλάβει κανείς άλλος ως τώρα. Γενικά θα μπορούσε να πει κανείς ότι το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο είναι ένα από τα μυθιστορήματα που δεν διαβάζονται γρήγορα, γιατί το περίπλοκο ύφος του συγγραφέα απαιτεί ακοίμητη προσοχή και μια μικρή προσπάθεια προσαρμογής στη μακροπερίοδη σύνταξη του συγγραφέα. Στη συνέχεια, αν η σαγήνη του βιβλίου λειτουργήσει στον αναγνώστη, η προσήλωση έρχεται μόνη της και το κείμενο όχι μόνο δεν κουράζει, αλλά και κάθε νέα συνάντηση μαζί του θα είναι απολαυστική. Ο Χάρολντ Πίντερ, για παράδειγμα, αφοσιώθηκε για έναν ολόκληρο χρόνο στο διάβασμα του μυθιστορήματος του Προυστ για να γράψει το σενάριο της ταινίας που τελικά δεν γύρισε ο Λόουζι. Το σενάριο αυτό δημοσιεύτηκε το 1978 και, όπως είπε ο Πίντερ, το διάστημα που αφιέρωσε στο διάβασμα του μυθιστορήματος, κάθε άλλο παρά “χαμένος χρόνος” ήταν – αντίθετα ήταν χρόνος “υπέροχα κερδισμένος.” Όσο για τη γλώσσα του μυθιστορήματος, ο Σάμουελ Μπέκετ, στο δοκίμιο που έγραψε για τον Μαρσέλ Προυστ, λέει, σε μετάφραση Κατερίνας Αγγελάκη- Ρουκ: “ Για τον Προυστ η ποιότητα της γλώσσας έχει μεγαλύτερη σημασία απ’ οποιοδήποτε σύστημα ηθικής ή αισθητικής. Πράγματι, διόλου δεν επιχειρεί να αποσυνδέσει τη μορφή από το περιεχόμενο. Η μία είναι συγκεκριμενοποίηση του άλλου, η αποκάλυψη ενός κόσμου.’’ Και αυτός ο επιδέξιος χειρισμός της γαλλικής γλώσσας δεν φαίνεται μόνο στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, όπου έχουμε το προσωπικό του ύφος, αλλά και στις περίφημες Απομιμήσεις ( Pastiches ), όπου μιμείται το γλωσσικό ύφος άλλων συγγραφέων.
Στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, πέρα από τον χρόνο, τη μουσική και τη ζωγραφική, υπάρχουν και τα λουλούδια που η εμβληματική παρουσία τους μέσα στο βιβλίο παίζει σημαντικό ρόλο. Τα χρυσάνθεμα και οι ορχιδέες, για παράδειγμα, μέσα στο έργο, είναι τα αγαπημένα λουλούδια της Οντέτ, που στάθηκε ο μεγάλος έρωτας του Σουάν. Στο πρώτο μέρος του μυθιστορήματος, που επιγράφεται, όπως είπα, Από τη μεριά του Σουάν, τ. Β, σ.40, λέει ο Προυστ μεταξύ άλλων για την Οντέτ: «Έβρισκε πως όλα τα κινέζικα μπιμπελό της είχαν μορφές ‘’διασκεδαστικές,’’ το ίδιο και οι ορχιδέες, οι κατλέγιες κυρίως, που ήταν, μαζί με τα χρυσάνθεμα, τ’ αγαπημένα της λουλούδια, γιατί δεν έμοιαζαν με λουλούδια, αλλά φαίνονταν σαν από μετάξι, από ατλάζι. ‘’Τούτη θα ‘λεγε κανείς πως είναι κομμένη από τη φόδρα του παλτού μου’’, είπε στον Σουάν δείχνοντας μιαν ορχιδέα, με μιαν απόχρωση εκτίμησης γι’ αυτό το λουλούδι το τόσο σικ.». Όσο για την ασύνειδη μνήμη, που διαποτίζει αυτό το μυθιστόρημα, ο Σάμουελ Μπέκετ, στο ίδιο δοκίμιο που αναφέρθηκα πιο πάνω λέει μεταξύ άλλων: ‘’Η ασύνειδη μνήμη είναι ένας ατίθασος μάγος και δεν θέλει να τον ενοχλούν. Αυτός διαλέγει τον τόπο και τη στιγμή που θα κάνει το θαύμα του. Δεν ξέρω πόσο συχνά γίνεται το θαύμα αυτό στον Προυστ. Θαρρώ δώδεκα ή δεκατρείς φορές. Αλλά η πρώτη φορά (το περίφημο επεισόδιο της μαντλέν βουτηγμένης στο τσάι ) θα δικαίωνε όλο το βιβλίο του σαν ένα μνημείο της ασύνειδης μνήμης κι ένα έπος της ενέργειάς της”.
Όπως ο Σταντάλ – ο συγγραφέας που έγραψε ένα από τα καλύτερα και πιο πολυδιαβασμένα μυθιστορήματα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, Το Κόκκινο και το Μαύρο– αγάπησε πολύ τις ιταλικές πόλεις και έζησε στη χώρα του Δάντη ένα μεγάλο μέρος της ζωής του, την ίδια αγάπη παρατηρεί κανείς και στο μυθιστόρημα του Προυστ για τη Φλωρεντία, τη Βενετία, την Πάρμα ή την Πίζα, όπου ο αριστοκράτης αυτός της πένας και της παρισινής ζωής συγγραφέας τις περιγράφει με τον δικό του αμίμητο τρόπο. Στο απόσπασμα που παραθέτω εδώ, γίνεται λόγος για δυο διαμάντια – πολιτείες της Τοσκάνης και της Εμίλια – Ρομάνια, τη Φλωρεντία και την Πάρμα. “ Τ’ όνομα της Πάρμας, μιας από τις πόλεις που πιο πολύ επιθυμούσα να επισκεφτώ από τότε που διάβασα το Μοναστήρι (εννοεί το Μοναστήρι της Πάρμας του Σταντάλ), μου φαινόταν πυκνό, λείο, μωβ και αβρό, κι έτσι αν μου μιλούσαν για οποιοδήποτε σπίτι της Πάρμας, όπου θα γινόμουν δεκτός, μου προξενούσαν την ευχάριστη σκέψη πως θα ζούσα σε μια κατοικία λεία, πυκνή, μωβ και αβρή, που δεν είχε σχέση με τις κατοικίες καμιάς άλλης πόλης της Ιταλίας, αφού τη φανταζόμουν μόνο μέσα από τη βαρειά κατάληξη της λέξης Πάρμα, όπου ο αέρας δεν κυκλοφορεί, και με όσα την είχα ποτίσει απ’ τη στανταλική αβρότητα και την ανταύγεια των διπλών μενεξέδων. Κι όταν σκεφτόμουν τη Φλωρεντία, ήταν σα μια πόλη που μοσκοβολούσε μαγικά κι έμοιαζε με κάλυκα λουλουδιού, γιατί την ονόμαζαν πόλη των κρίνων και τη μητρόπολή της Σάντα Μαρία ντελ Φιόρε”(Από τη μεριά του Σουάν, τ. Γ, σ. 18-19). Πάντως, όσα λέει εδώ ο Προυστ για τη Φλωρεντία με κάνουν να υποθέσω ότι πρέπει να είχε διαβάσει το μυθιστόρημα του Ανατόλ Φράνς Ο Κόκκινος Κρίνος ( Le Lys rouge ), που είχε δημοσιευθεί το 1894. Ήταν από τους συγγραφείς που αγαπούσε ο Προυστ, γι’ αυτό και στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο τον αναφέρει ως “μαγευτικό συγγραφέα”. Και το λέω αυτό γιατί όχι μόνο ο τίτλος του μυθιστορήματος , αλλά και αυτά που λέει ο Φρανς μέσα στο βιβλίο του για τη Φλωρεντία και παραθέτω τώρα πιο κάτω είναι περίπου τα ίδια με όσα λέει πιο πάνω ο Προυστ. “ Βλέπεις, ντάρλινγκ, η Φλωρεντία είναι στ’ αλήθεια η πολιτεία των λουλουδιών και δεν έχει άδικο που σαν έμβλημά της έχει τον κόκκινο κρίνο “.
Κλείνοντας αυτό το κείμενο για τον Μαρσέλ Προυστ και το μυθιστόρημά του, θα έλεγα ακόμη, για να είμαι και στο πνεύμα των ημερών, ότι την εποχή της Belle époque οι βασιλιάδες και οι βασίλισσες ήταν περισσότεροι από αυτούς που υπάρχουν σήμερα και ότι ο Προυστ, που χρειάστηκε ν’ αναφέρει μια βασίλισσα στο βιβλίο του, θα μπορούσε να διαλέξει μία από τα μεγάλα κράτη της Ευρώπης. Δεν το έκανε όμως, γιατί μας έκανε την τιμή, αν αυτό λέγεται τιμή, να προτιμήσει τη βασίλισσα Όλγα της Ελλάδας. Και αυτό ίσως επειδή σ’ αυτό το σημείο του βιβλίου του ο Σουάν, ο ήρωάς του, μιλάει περιφρονητικά για την κοσμική ζωή της υψηλής κοινωνίας: “ Και τότε, στους τόμους με την επίχρυση άκρη στις σελίδες, που τους ανοίγουμε μια φορά στα δέκα χρόνια, πρόσθεσε εκδηλώνοντας για τις κοσμικότητες αυτή την περιφρόνηση που προσποιούνται οι άνθρωποι του καλού κόσμου, θα διαβάζαμε πως η βασίλισσα της Ελλάδας πήγε στις Κάννες ή πως η πριγκίπισσα ντε Λεόν έδωσε ένα χορό μεταμφιεσμένων.’’ ( Από τη μεριά του Σουάν, τ. Α, σ.40 ).
—————————–