Il pleure dans mon coeur
comme il pleut sur la ville[1]
Τι βροχή αδιάκοπη. Αιώνια! Τα νερά είχαν μπει από την πίσω είσοδο του καταστήματος. Κατά την έξοδό τους από την μπροστινή θύρα, οι κατσαρόλες, οι κουβάδες, τα τηγάνια, τα φαράσια, πήραν δρόμο ατάκτως, αλλά ομαδικώς και επιτάχυναν τη διαδρομή τους εκμεταλλευόμενα τον κατήφορο που οδηγούσε ως την αλίμενη θάλασσα. Συνοδοί σε αυτή την πορεία ήταν σκούπες, ποτιστήρια και τσίγκινα θυμιατά. Αρκετά από αυτήν τη σειρά πιάστηκαν στις γωνίες των κυβολίθων της οδού και γέμισαν λάσπη και ξεραμένα χορταράκια, τα οποία είχαν ξεχαστεί εδώ και εκεί, απάτητα από τους περαστικούς, που προτιμούσαν να βαδίζουν πάνω στα ίχνη των παπουτσιών τους στη μέση του κατήφορου και όχι κάτω από μπαλκόνια και απλωμένες μπουγάδες σε σύρματα πιασμένα σε μεταλλικές προεξοχές από το ένα παράθυρο στο άλλο του τελευταίου ορόφου.
Τι βροχή! Οι ουρανοί είχαν ανοίξει προ ημερών και, παρά τις επίμονες προτροπές του Μητροπολίτη ομιλούντος από άμβωνος περί συγκρότησης ομάδων εθελοντών προς αντιμετώπιση της κατάστασης στα ευαγή ιδρύματα της Εκκλησίας, δηλαδή το Γηροκομείο και το Ορφανοτροφείο, δεν υπήρξε αξιόλογη ανταπόκριση. Τούτο εικάζεται πως πρέπει να αποδοθεί στην αδόκητη απώλεια του Παύλου της Μπάρδαινας, που παρασύρθηκε από τα νερά και βρέθηκε πνιγμένος στην παραλία, δεν είχε προλάβει να φτιάξει σκαμνιά και ξύλινες σκάλες προς αναρρίχηση στις υπερυψωμένες εισόδους των ευαγών ιδρυμάτων. Με άλλα λόγια, ήταν δύσκολο να βγει άνθρωπος από το σπίτι του, βέβαιος πως θα έφτανε στα ευαγή ιδρύματα σώος και ικανός να βοηθήσει στη μετακίνηση των τροφίμων του Γηροκομείου από το ισόγειο που κινδύνευε να πλημμυρίσει στον πρώτο όροφο ή να διασώσει τα νεογνά του Ορφανοτροφείου, που οι κούνιες τους έπλεαν κιόλας σε λασπόνερα. Τα ευαγή ιδρύματα βρίσκονταν σε μικρή απόσταση από την ακτή και είχαν να αντιμετωπίσουν τη μανία των κυμάτων που κατάβρεχαν τις προσόψεις τους και την ορμή των υδάτων που έπνιγαν τις αυλές τους και σκόνταφταν έρποντα στους διαδρόμους και στα δωμάτιά τους.
Πάντως, η σορός του Παύλου της Μπάρδαινας δεν μπορούσε να μείνει άταφη. Η θάλασσα είχε παιδέψει τον άτυχο άντρα, του είχε αφαιρέσει το σακάκι, το πανταλόνι και το σώβρακο, του είχε αφήσει το πουκάμισο με τη γραβάτα του. Από τη γραβάτα αναγνώρισε το νεκρό η Μαρίτσα του Γκλαβάνη, αυτή είχε σηκώσει το φουστάνι της, το είχε μαζέψει –όσο γινόταν, αλλά όχι όσο έπρεπε- στην κυλότα της, φαρδειά και κεντημένη πάνω και κάτω. Η βροχή είχε φέρει τα πράγματα του καταστήματος εκεί στην άμμο και η Μαρίτσα του Γκλαβάνη, που το αυτί της πιάνει, περπάτησε ξυπόλητη στα νερά με μαζεμένο το φουστάνι της και διάλεξε δύο κουβάδες, τρεις σκούπες και ένα ποτιστήρι, αυτά της έλλειπαν. Γύρισε στο σπίτι της, άφησε τα πράγματα πίσω από την εξώθυρα, έβγαλε το φουστάνι της που είχε μουσκέψει, πήγε στο πλυσταριό και διάλεξε μια μεγάλη πετσέτα να σκουπίσει τα μαλλιά της, έβγαλε τον στηθόδεσμό της και τον άπλωσε στη ράχη μιας στραβής καρέκλας να στεγνώσει, άρχισε να κλαίει.
Να κλαίει γιατί τον αγαπούσε τον Παύλο της Μπάρδαινας, τον ξυλουργό. Προ ετών και εν αιθρία, η οποία δήλωνε το αναμάρτητο της καλοκαιρίας, τὴν ὑπεραιμίαν τοῦ ἔαρος, ἄνοιξις ἐν πληθώρᾳ ζωῆς, ἑτοίμη νὰ παραδώσῃ τὸ σκῆπτρον εἰς τὸ δρεπανοφόρον θέρος, τον είχε απολαύσει. Δυο μέρες πριν πεθάνει ο άντρας της, ο Γκλαβάνης, τον είχε φωνάξει να πάρει μέτρα για το φέρετρο, «δεν έχει ζωή», είπε, «αγγελιάζεται, ετοιμάζεται να φύγει». Και επειδή από μικρή είχε ζηλέψει τον Παύλο και δεν τον είχε κερδίσει, τον τράβηξε στο δίπλα δωμάτιο και έκανε μαζί του πράξη που όλο σκεφτόταν να κάνει από τότε, πάνε χρόνια. Βεβαίως δὲν ἔπραττεν ἐξ ὑστεροβουλίας· ἦτο μόνον ὀλίγον τι ἀπερίσκεπτος. Δυο μέρες έμπαινε και έβγαινε ο Παύλος στο σπίτι της Μαρίτσας φέρνοντας το καπάκι του φέρετρου, το φέρετρο, άλλο καπάκι καλύτερο και άλλο φέρετρο φαρδύτερο και η Μαρίτσα όλο γιατροσόφια χόρταινε τον ετοιμοθάνατο να ζήσει μία μέρα ακόμα, δύο αν έδινε ο Θεός. Δύο μέρες έαρος και θέρους, θερισμού και τρύγου. Δύο μέρες που οι κατσαρόλες, οι κουβάδες, τα τηγάνια, τα φαράσια, σείονταν ατάκτως, αλλά ομαδικώς στο κατάστημα του Γκλαβάνη της Μαρίτσας, τυραννισμένα από τόση λαχτάρα. Και εννιά μήνες μετά γενήθηκε ο γιος της, του Γκλαβάνη το παιδί, αφού δύο μέρες πριν πεθάνει, ο Γκλαβάνης της Μαρίτσας, ντούρος ως ορθοτομή του λόγου της αληθείας, είχε κάψες και είχε σπείρει τον σπόρο του ως καλός σπορεύς. Να που δεν ήταν στέρφος, να που εκείνη δεν ήταν στέρφα. Είδε λοιπόν εκεί η Μαρίτσα τον άτυχο το Παύλο της Μπάρδαινας με το πουκάμισο και τη γραβάτα, γυμνό κατά τα άλλα, από τα άλλα τον αναγνώρισε, επειδή το πρόσωπό του ήταν καλυμμένο από την άμμο. «Μάνα», άκουσε από το μέσα δωμάτιο τη φωνή του γιου της, «το φαΐ είναι έτοιμο;» Ρούφηξε τη μύτη της, πήγε στη γωνιά του πλυσταριού, ανακάτεψε το κρέας με τις πατάτες που έψηνε στο φούρνο, τράβηξε ένα πιάτο από την πιατοθήκη του τοίχου, «έλα, παιδί μου, έλα να φας τώρα που το φαΐ είναι ζεστό». Και όταν ο γιος της, δύο μέτρα παλικάρι, κάθισε μπροστά στο πιάτο του, «εσύ, μάνα, δεν θα φας;» ρώτησε, «νηστεύω, παιδί μου», απάντησε, «να πάω να εξομολογηθώ πριν μπει η Σαρακοστή των Χριστουγέννων».
«Ἦτο καιρός», καθώς λέγουν οἱ φράγκοι μυθιστοριογράφοι. Ο Μητροπολίτης ήταν αδελφός της. Και η Μπάρδαινα ξαδέρφη.
[1] Κλαίει μες την καρδιά
όπως βρέχει στην πόλη.
(Paul Verlaine, Il pleure dans mon cœur).