Συγγραφέας ή χορεύτρια; Πεζογράφος ή χορογράφος; Αυτά είναι τα ερωτήματα που απασχολούν την Έρση Σεϊρλή στο αυτοβιογραφικό της βιβλίο, το όγδοο στη σειρά, κάτι σαν μυθιστόρημα, όπου μιλάει για τη ζωή της και ιδιαίτερα για τη σχέση της με τον χορό. Γεννημένη στον Πειραιά, με σπουδές Ιστορίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και Ιστορίας της Τέχνης στη Σορβόννη, ασχολήθηκε επίσης με τον κλασικό χορό και ακολούθησε χορευτική και χορογραφική καριέρα. Μολονότι τα προηγούμενα βιβλία της ήταν διηγήματα, αφηγήματα, μια νουβέλα και ένα μυθιστόρημα, το παρόν είναι σκέψεις και αναμνήσεις από τη θητεία της στον χώρο του χορού.
Ακριβώς γι’ αυτό, το αφιερώνει στους δασκάλους της, εκείνους που τη βοήθησαν να ορθοποδήσει στην τέχνη του χορού: την Θάλεια Ανωμερίτου, τον Λεωνίδα Ντεπιάν, τον WillyBeck, τον Γιάννη Μέτση και τη Νουνούκα Κλεόπα. Toαφιερώνει ακόμα στις μαθήτριές της, αλλά και στον ίδιο το Χορό, τον οποίο, «αδίκησα, επειδή άργησα να καταλάβω πόσο σημαντικός υπήρξε για μένα», διαβάζουμε.
Το βιβλίο αρχίζει με το ποίημα του Στεφάν Μαλαρμέ «Το σονέτο του κύκνου», όπου πρωταγωνιστεί ένας κύκνος, μια λίμνη, η καταφρόνια κι η άδικη εξορία. Το πρώτο κεφάλαιο τιτλοφορείται «Σαν χορογραφία» και αναφέρεται στο πώς η Έρση Σεϊρλή καταπιάστηκε με τη συγγραφή του κειμένου. Βρισκόταν στον κήπο της, ήταν Οκτώβριος κι ενώ παρατηρούσε τα σύννεφα που πύκνωναν, στη συνέχεια μπήκε στο σπίτι της, άκουγε μιαν άρια και άρχισε να χορεύει.
Κι ύστερα κάθισε μπροστά στον υπολογιστή της, ήταν ταραγμένη, τότε αποφάσισε να καταγράψει τις σκέψεις και τις αναμνήσεις της. Μια πρώτη σκέψη: «Το γήρας, που επιζητεί τον θάνατο, επέρχεται όταν όλα γύρω σου μαραίνονται και πεθαίνουν, χωρίς τίποτε νέο να παίρνει τη θέση τους».
Κι ενώ αγναντεύει έξω το τοπίο, κι ενώ θυμάται άσχημες εικόνες από τη ζωή στην Αθήνα με εφιαλτικές εικόνες να περνούν από το μυαλό της, κάνει μια εξομολόγηση: «Οι χορευτές είμαστε νάρκισσοι. Υπολογίζουμε στο βλέμμα του άλλου και, όταν αυτό μας λείπει, καταφεύγουμε στην παραμυθία του καθρέφτη».
Αφού μιλάει για την απόφασή της να εγκαταλείψει την αίθουσα του μπαλέτου, δηλώνει: «Υπάρχουν πολλές ιστορίες στο σεντούκι μου. Εκείνες που αφορούν την οικογένειά μου τραβούν το ενδιαφέρον, κάποιοι μάλιστα αναρωτούνται γιατί δεν τις έχω αξιοποιήσει. Στα μάτια τους φαντάζουν μυθιστορηματικές». Όταν ήταν μικρούλα, μας πληροφορεί, της άρεσε να χορεύει σε καφενεία και αλλού κι αυτό συνέβαινε μόλις ακουγόταν μια μελωδία. Ήταν λοιπόν επόμενο να τη γράψουν σε σχολή ρυθμικής, δηλαδή χορού, οπότε μπήκε στη ζωή της η ιδανική δασκάλα, η κυρία Θάλεια.
Το κοριτσάκι μεγάλωνε, το σώμα του άλλαζε, άλλαζε κι η πόλη. Τα σπίτια γκρεμίζονταν για να γίνουν πολυκατοικίες, ενώ η αφηγήτρια νοσταλγούσε το παιδικό της σπίτι, την παραλία στον Ολυμπιακό, ονειρευόταν την αιώρα κάτω από το αγιόκλημα, θυμόταν την παλινδρομική κίνηση της κουρτίνας, φωτίζοντας το κρεβάτι της με την πανσέληνο.
Κι έπειτα αποφάσισε να αφήσει το μπαλέτο, ν’ ασχοληθεί με πράγματα που αγαπούσε περισσότερο, της άρεσαν τα βιβλία, η θάλασσα και το σινεμά: μια από τις ταινίες που αγάπησε ήταν τολμηρή, ακατάλληλη για ανηλίκους, σε αυτήν πρωταγωνιστούσε η Λίζ Τέιλορ, «Ζήσαμε στην αμαρτία» ο τίτλος. Στο νέο σχολείο όπου γράφτηκε, η δεκατριάχρονη έβλεπε το σώμα της ν’ ανθίζει και να συγκεντρώνει τα βλέμματα των αγοριών.
Μετά βρέθηκε στο Παρίσι για σπουδές, ήταν η εποχή της χούντας, η αφηγήτρια είχε ξεφύγει από την «μίζερη Αθήνα», τα τερατώδη κτίρια, τα μισητά πρόσωπα , την ταπείνωση του μπαλέτου, όλες οι άσχημες ελληνικές εικόνες πνίγηκαν στη χαρά του Παρισιού. Ζούσε εκεί με τον σύντροφό της και όπως σημειώνει στην Αθήνα είχε υποδυθεί τη χορεύτρια, ενώ στο Παρίσι θα υποδυόταν την μεταπτυχιακή φοιτήτρια.
Επιστρέφοντας από τη Γαλλία, βρήκε την Ελλάδα ελευθερωμένη από τη χούντα «αλλά όχι από την ανοησία». Η Αθήνα της φάνηκε «κακόγουστο χωριό», έπρεπε όμως να ζήσει εκεί, κάνοντας βεβαίως υποχωρήσεις. Έβλεπε τις μεγάλες διαφορές με το Παρίσι, έβλεπε ότι «το μέτριο είχε αυξήσει τη μετριότητά του» και ότι «το κακό γούστο ήταν πλέον δημοκρατικά κατοχυρωμένο».
Ας το παραδεχτούμε. Η Έρση Σεϊρλή γίνεται σκληρή πολύ συχνά, ακόμα και με τον εαυτό της, τολμάει να μιλήσει για πράγματα που την στενοχώρησαν και την στενοχωρούν, καταφέρεται εναντίον προσώπων που συνάντησε και δεν έχει καλές αναμνήσεις από αυτά, μάλιστα τα κατονομάζει. Σ’ ένα από τα τελευταία κεφάλαια του Γκρίζου κύκνου υπάρχει η φράση «Η ζωή προχωρούσε κι εγώ δεν ήμουν χορεύτρια πια. Ήμουν συγγραφέας». Το 1992 εκδόθηκε το πρώτο της βιβλίο της με διηγήματα, το Μικρές ανάγκες και το 1994 το Αν ήθελε να πει την αλήθεια. Ωστόσο, ο χορός ποτέ δεν την άφησε να ησυχάσει. Σε άλλο κεφάλαιο γράφει πως άκουσε τη φράση «Λένε πως είσαι μεγάλη χορεύτρια…» Η ίδια όμως είναι αυστηρή με τον εαυτό της, έτσι δίνει μια παράξενη απάντηση: «Άκου μεγάλη χορεύτρια! Ηθοποιός έπρεπε να πουν. Γιατί δεν ήμουν, υποδυόμουν τη χορεύτρια».
Σίγουρα, αυτό το σκληρό, ενίοτε ποιητικό και αποκαλυπτικό, βιβλίο μπορεί να συγκινήσει για την ειλικρίνεια που περιέχει όχι μόνο τους φίλους της συγγραφέως, αλλά κι εκείνους που δεν την έχουν δει να χορεύει ή δεν έχουν διαβάσει άλλα βιβλία της.