Οι Ορφικοί ύμνοι στην αρχαία και στη νέα ελληνική γλώσσα
Απαιτείται μεγάλη υπομονή κι επιμονή, μα κυρίως μεγάλη αγάπη για την ελληνική αρχαιότητα και τα επιτεύγματά της στον πολιτισμό για να προσηλωθεί κάποιος στην μετάφραση αρχαίων κειμένων. Προφανέστατα, ο Ανδρέας Χ. Ζούλας (Αστακός, Αιτωλοακαρνανίας, 1942), Πτυχιούχος της Παντείου, ο οποίος διετέλεσε ρεπόρτερ, πολιτικός συντάκτης, αρθρογράφος και αρχισυντάκτης της Καθημερινής, διαθέτει αυτά τα προτερήματα. Είναι εξοπλισμένος με υπομονή, με επιμονή και κυρίως με αγάπη για το αντικείμενό του, αφού έχει μεταφράσει το σύνολο των σωζόμενων έργων της κλασικής δημιουργίας: εφτά τραγωδίες του Αισχύλου, εφτά τραγωδίες κι ένα σατιρικό δράμα του Σοφοκλή, δέκα εννιά δράματα του Ευριπίδη, έντεκα κωμωδίες του Αριστοφάνη και πέντε κωμωδίες του Μένανδρου.
Όλες οι μεταφράσεις του έχουν απόλυτη αντιστοιχία στίχων με το αρχαίο κείμενο, αλλά και ισοσυλλαβία, δηλαδή του στίχου της μετάφρασης με τον στίχο του αρχαίου κειμένου. Εδώ, στο Εγώ, ο Ορφέας και οι Ορφικοί Ύμνοι (εκδ. Υδροπλάνο) ο συγγραφέας σημειώνει στην Εισαγωγή του:
«Ο αναγνώστης που έρχεται σε επαφή με τους Ορφικούς Ύμνους αισθάνεται ότι τον πληροί θαυμασμός και κατάπληξη από την υψηλή αισθητική που διέπει όλο το έργο και αναβλύζει από κάθε στίχο των Ύμνων».
Και παρακάτω:
«Αισθητική, ευσέβεια, γνώση-σοφία, τα τρία στοιχεία που αποκαλύπτονται στον αναγνώστη των Ύμνων και τον συντροφεύουν απ’ αρχής μέχρι τέλους κατά την προσέγγιση, την μελέτη τους και, τελικά και πάνω απ’ όλα, την απόλαυσή τους».
Και συνεχίζει, απευθυνόμενος στους αναγνώστες, οι οποίοι λίγο πολύ δεν γνωρίζουν πολλά σχετικά με τον Ορφέα και το έργο του, ίσως επειδή δεν έτυχε ή επειδή δεν ενδιαφέρθηκαν γι’ αυτόν:
«Ο Ορφέας, στον οποίο αποδίδονται οι “Ορφικοί Ύμνοι” είναι μια εξαιρετικά γοητευτική όσο και μυστηριώδης μορφή. Είναι κατά την παράδοση ο μεγαλύτερος μουσικός, υμνωδός,, ένας από τους σημαντικότερους ήρωες και ταυτόχρονα ο μόνος άνθρωπος-ιδρυτής (ανανεωτής στην πραγματικότητα) θρησκείας. Η ζωή και η δράση του απροσδιόριστη, η διδαχή του όμως άσκησε καθοριστική επίδραση στην εξέλιξη της ελληνικής –και μέσω αυτής- και της παγκόσμιας σκέψης, διανόησης και πνευματικής/θρησκευτικής ζωής».
Το ενδιαφέρον που παρουσιάζει το βιβλίο δεν είναι μόνο η παραθέσεις των ύμνων στην αρχαία και στη σύγχρονη μετάφρασή τους, αλλά και ο πρόλογος που τιτλοφορείται «Εγώ, ο Ορφέας και οι ορφικοί ύμνοι». Σε αυτό το κείμενο δια χειρός του Ανδρέα Ζούλα διαβάζουμε:
«Είμαι ο Ορφεύς ή Ορφέας, αν προτιμάτε… Όπως και εγώ το προτιμώ, γιατί αυτά που έχω να σας πω, θα τα πω στη σημερινή μορφή της γλώσσα μας –που εδώ που τα λέμε– ελάχιστα διαφέρει από αυτή που μιλούσα εγώ τότε… Γεννήθηκα σε μια σπηλιά –κι αυτό για ορισμένους είναι σημαδιακό –κοντά στην πόλη Πίμπλα ή Πίμπλεια, στις βορειοανατολικές πλαγιές του Ολύμπου. Εκεί, στην Πιερία, γεννήθηκα κι αν με λένε Θράκα, αυτό συμβαίνει γιατί τότε ολόκληρη η περιοχή πάνω από τον Όλυμπο και μέχρι τον Ελλήσποντο λεγόταν Θράκη…»
Ας δούμε τώρα την αρχή των ύμνων:
ΟΡΦΕΥΣ ΠΡΟΣ ΜΟΥΣΑΙΟΝ
Ευτυχώς χρω, εταίρε
Μάνθανε δή, Μουσαίε, θυηπολίην περισέμνην,
ευχήν, ή δη τοι προφερεστέρη εστίν απασέων.
Ζευ, βασιλεύ, και Γαία, και ουράνιαι φλόγες αγναί
Ηελίου, Μήνης θ’ ιερόν σέλας, Άστρα τε πάντα∙
Φερσεφόνη θ’ αγνή, Δημήτηρ τ’ αγλαόκαρπε,
Άρτεμί τ’ ιοχέαιρα, κόρη, και ήιε Φοίβε….
Και η μετάφραση:
ΟΡΦΕΥΣ ΠΡΟΣ ΜΟΥΣΑΙΟΝ
Μάθε, λοιπόν, Μουσαίε, την πάνσεπτη μυσταγωγία,
την προσευχή, που είναι η πιο έξοχη από όλες.
Ζευ βασιλέα και Γη κι ουράνιο θάλπος αγνό
του ήλιου και φως ιερόν της Μήνης κι όλα τ’ Άστρα∙
και συ ω Ποσειδώνα, γαιοκράτη, μαυρομάλλη,
και Περσεφόνη αγνή και Δήτρα καλλίκαρπη,
και Άρτεμη τοξοβόλα, κόρη, και ήιε Φοίβε…
Θα κλείσουμε τούτο το κείμενο για τους Ορφικούς Ύμνους με τα λόγια του Ορφέα, πάντα δια χειρός Ανδρέα Ζούλα:
«Στην απόγνωσή μου για την απώλεια της αγαπημένης μου Ευρυδίκης, αρνιόμουν να καταλάβω ή να αποδεχτώ ότι με τον θάνατό της χάθηκαν όλα τα στοιχεία που συγκροτούσαν την ύπαρξή της, ότι χάθηκε οριστικά, για πάντα, ατή η υπέροχη ψυχή. Έτσι, αναζητώντας την αγαπημένη μου Ευρυδίκη, βυθίστηκα στο είναι μου και κατέβηκαν στην ψυχή μου… Αυτή είναι η περίφημη πια κάθοδός μου στον Άδη…»