Δημοσιογράφος και κόρη
Δραστήρια δημοσιογράφος, πολυγραφότατη συγγραφέας, φανατική αναγνώστρια βιβλίων, κυρίως λογοτεχνικών, η Ελένη Γκίκα (Κορωπί, 1959) γράφει ιστορίες που συνδέονται με τις αναμνήσεις της στον τόπο όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε. Στο πρόσφατο πόνημά της με τον αινιγματικό τίτλο Προσωπαγνωσία και τον υπότιτλο «Δημοσιογραφικό θρίλερ», μιλάει πάλι για ορισμένα πράγματα από τη θητεία της σε μια μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα, την Πατρίδα, και ταυτόχρονα θυμάται τον πατέρα της, ο οποίος τα τελευταία χρόνια της ζωής του έπασχε από άνοια, ασθένεια που τον έκανε να μην αναγνωρίζει τα οικεία του πρόσωπα, άρα και την ίδια.
Την διπλή ιστορία της την αφηγούνται μια δημοσιογράφος βιβλίου και η τηλεφωνήτρια της εφημερίδας που βεβαίως είναι το αλήστου μνήμης Έθνος του Γιώργου Μόμπολα. Το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, το «Ξαφνικά φέτος το καλοκαίρι», που το αφηγείται η τηλεφωνήτρια, αρχίζει με την ποιητική φράση «Τούτο το καλοκαίρι κλείνω τα πενήντα/ ο θάνατος ασταμάτητα με ροκανίζει». Και στη συνέχεια, έχουμε μιαν άλλη φράση: «Οπότε επιστρατεύεται Μπόρχες, μπόρα μυρίζει».
Είναι η εποχή που η Αθήνα βράζει, το Μνημόνιο έχει προκαλέσει αντιδράσεις στην κοινωνία, ενώ στο Σύνταγμα μαζεύονται οι Αγανακτισμένοι, η κυβέρνηση κλονίζεται και στην εφημερίδα Πατρίδα ετοιμάζονται ριζικές αλλαγές. Κατ’ αρχήν, αλλάζει ο διευθυντής, ο μοιραίος άνθρωπος που απολύει συντάκτες και προσωπικό, προξενώντας πανικό, οργή, θλίψη και άλλα συναισθήματα στους εργαζόμενους.
Την ίδια στιγμή, η ηρωίδα του βιβλίου, η οποία κλείνει τριάντα χρόνια στην εφημερίδα, επιστρέφει στο σπίτι της και βλέπει τον πατέρα της που δεν την αναγνωρίζει –της λέει πως περιμένει την κόρη του.
Η αφήγηση συνεχίζεται με την παρουσίαση του νέου διευθυντή, ο οποίος δεν κατονομάζεται, όπως δεν κατονομάζονται και οι υπόλοιποι δημοσιογράφοι, οι οποίοι είχαν εμπλακεί στα δραματικά γεγονότα που οδήγησαν κλείσιμο της εφημερίδας και στις απολύσεις. Ήταν, βεβαίως, γνωστός, και ακόμα είναι, είχε κακή φήμη από πριν στο χώρο των εφημερίδων. Διαβάζουμε πως «απ’ όπου φεύγει πίσω ανοίγουν σαμπάνιες», «μισεί τον Πολιτισμό».
Παράλληλα, στο σπίτι της ηρωίδας η κατάσταση επιδεινώνεται. Ο πατέρας της έφυγε και κανένας δεν μπορεί να τον βρει. Ταυτόχρονα, αυτή θυμάται πως η σχέση της με τον ιδιοκτήτη της εφημερίδας ήταν η καλύτερη δυνατή επειδή αυτός γνώριζε τον πατέρα της από παλιά, της το ανακοίνωσε ο ίδιος και «από τότε αγαπήθηκαν».
Η ηρωίδα μιλάει για τον δημοσιογραφικό κόσμο που τον ξέρει άριστα, μιλάει για τους συναδέλφους της που δεν ήταν –δεν είναι– άγγελοι, και τώρα τα γεγονότα τους έκαναν καχύποπτους, επιφυλακτικούς, σχεδόν σκληρούς. Οι φιλίες, μαθαίνουμε, στους χώρους της εφημερίδας –αλλά και όλων των εφημερίδων– είναι λυκοφιλίες, ισχύει το δόγμα ο θάνατός σου η ζωή μου.
Για τον ιδιοκτήτη της εφημερίδας, τον «κύριο Νικηφόρο», η συγγραφέας-ηρωίδα έχει μόνο καλά λόγια, επαινετικά και λατρευτικά. Τον χαρακτηρίζει «γενναίο» και «μαχητή». Μας πληροφορεί πως ο ίδιος αποκαλούσε τον εαυτό του «κομμουνιστή»: αναγκάστηκε να γίνει επιχειρηματίας γιατί ως αριστερός του έκλειναν όλες πόρτες και δεν είχε πού να σταθεί. Ήταν, διαβάζουμε, «σχεδόν καταδικασμένος να τα καταφέρει».
Η ηρωίδα αναφέρεται συνεχώς στη σχέση με τον πατέρα και τη μητέρα της, αυτό το θέμα την απασχολεί και την πληγώνει. Μοναχοπαίδι, θυμάται την παιδική της ηλικία, το σχολείο της, τη γειτονιά της, αλλά και τα χρόνια της αθωότητας στο Κορωπί (αμπέλια, τρύγος, πάτημα σταφυλιών). Σήμερα, οι χωματένιες αυλές τσιμεντώθηκαν, πολλά παλιά σπίτια δόθηκαν αντιπαροχή κι έγιναν πολυκατοικίες. Δεν παραλείπει να μιλήσει για τους αγώνες των κατοίκων του χωριού (και τη δική της συμμετοχή) για να μη γίνει στην περιοχή τους το αεροδρόμιο Ελ. Βενιζέλος, αγώνες που πήγαν χαμένοι, αφού η απόφαση για τη δημιουργία του είχε παρθεί, ερήμην του λαού, ο οποίος έχασε τα χτήματά του.
Σημειώνουμε πως το βιβλίο της Ελένης Γκίκα είναι πλημμυρισμένο από αναφορές σε συγγραφείς και βιβλία, σε Έλληνες και ξένους, ενώ φράσεις και εκφράσεις χρησιμοποιούνται για να τονίσουν τα γραφόμενά της. Τρία είναι τα μότο της Προσωπαγνωσίας: του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, του αγαπημένου της, του Στρατή Τσίρκα και του Τζουζέπε Τομάζι Ντι Λαμπεντούζα. Υπάρχει Καβάφης, Γκιγέρμο Μαρτίνες, Κάρλος Φουέντες, Βασίλης Αλεξάκης, Αλμπέρ Καμύ, Τσέχοφ, Μαγιακόφκσι, Άρης Αλεξάνδρου, Στέφαν Τσβάιχ.
Όσο για την εφημερίδα Πατρίδα δηλαδή το Έθνος, στις 26 Ιουλίου 2017 βγήκε σε πλειστηριασμό μαζί με όλα τα έντυπα του συγκροτήματος.
Μερικά από τα τελευταία λόγια της συγγραφέως αυτού του συγκινητικού χρονικού είναι η εξής:
« “Mπαμπά μου”, τον έκλαψε. Κι ακόμα κλαίει. Κάθε βράδυ. Και του φορά τα παπούτσια του».