Άνθρωποι και ζώα, σεξ και πρόσφυγες
Πολύπλευρος καλλιτέχνης, ο Κοραής Δαμάτης (Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, 1952) έχει σπουδάσει θέατρο, έχει χορέψει με την ομάδα της Ζουζούς Νικολούδη και το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου, και πήρε μέρος ως ηθοποιός και χορευτής σε αρκετές παραστάσεις. Έχει δημιουργήσει θεατρική ομάδα κι έχει σκηνοθετήσει έργα Ελλήνων και ξένων. Το 2016 εξέδωσε το μυθιστόρημα Το σπίτι μόνο. Τώρα εμφανίζεται ως διηγηματογράφος με τη συλλογή Αφορμές και τον υπότιτλο «μικρές ιστορίες».
Τι είναι αυτές οι ιστορίες; Πρόκειται για πεζά που περιλαμβάνουν διηγήματα, σκηνές, επεισόδια, στιγμιότυπα, ειδήσεις, σχόλια για ένα γεγονός. Το πρώτο πεζογράφημα, το «Δεν ξέρω αν έγιναν», επέχει θέση προλόγου και είναι μυστηριώδες, όπως μυστηριώδη και αινιγματικά είναι αρκετά από τα υπόλοιπα. Ο αφηγητής μιλάει για μια απροσδιόριστη πόλη με σιδερένια τείχη, όπου υπάρχουν άνθρωποι και ζώα, σειρήνες και εγκλεισμός. Μας λέει πως είναι εξόριστος και περιπλανώμενος, κι ακόμα: «έζησα σαν άντρας και σαν γυναίκα και σαν χαμολούλουδο και σαν σπίνος…»
Στο διήγημα «Ο συρμός σταμάτησε», έχουμε μια σκηνή σ’ ένα σταθμό τρένου, όπου μια κοπέλα περιμαζεύει μια γάτα. Στο «Περπατώντας» ένα ηλικιωμένο ζευγάρι πάνε στον Εθνικό Κήπο, στη λιμνούλα, όπου κάποτε υπήρχαν πάπιες, κρατώντας μια φωτογραφία από την εποχή της νεότητάς τους. Το «Έλα» είναι μόνο μια φράση, χωρίς υπόθεση, χωρίς γεγονότα. Ιδού «Έλα, άνοιξε τα μάτια σου. Έλα. Άνοιξέ τα. Κράτα τα μάτια σου ανοιχτά… μοναδική μου αγάπη… Κράτα τα μάτια σου ανοιχτά...»
Το «Επόμενη στάση Περισσός» βρισκόμαστε σ’ ένα βαγόνι του ηλεκτρικού, όπου ένας επιβάτης θυμάται ένα επεισόδιο που έγινε πριν από πολλά χρόνια, όταν ήταν νέος. Γνωρίστηκε με κάποιον θεατή σε μια παράσταση στο Ηρώδειο, έκαναν βόλτες στην Πλάκα, μετά από μέρες πήγαν για μπάνιο στη Βουλιαγμένη και έσμιξαν ερωτικά στην καμπίνα την ώρα που άλλαζαν. Ο έρωτάς τους ήταν λαμπρός κι ευλογημένος, σαν ξημέρωμα «καλλίστης ημέρας», διαβάζουμε.
Υπάρχουν όμως και έρωτες μεταξύ γυναικών, όπως το «Τρίτη δημοτικού», όπου δύο μαθήτριες «ποθούσαν συνέχεια αγγίγματα» και κατάφευγαν στις τουαλέτες για να φιληθούν. Θα έλεγε κανείς πως ο συγγραφέας επιχειρεί να διεισδύσει στον ψυχισμό των ηρώων και των ηρωίδων του και ενίοτε το επιτυγχάνει με άριστα αποτελέσματα, όπως στο «Εσύ, εσύ φταις», όπου μια μεγάλη γυναίκα απευθύνεται στον γιό της, ο οποίος τη χτυπούσε και της έπαιρνε λεφτά, την έκλεβε και κάποια στιγμή αυτός σκοτώθηκε με τη μοτοσικλέτα του. Η έκπληξη είναι το ότι η συγκεκριμένη γυναίκα δεν παντρεύτηκε ποτέ ούτε απέκτησε παιδί.
Το «Δεν ξαναμίλησε» είναι μια ιστορία που αρχίζει και τελειώνει σε μια κηδεία. Η γυναίκα του νεκρού συμμετέχει στην κηδεία του άντρα της, μαζί με τρεις ανθρώπους, οι συγγενείς της είχαν πεθάνει ή ζούσαν εκτός Ελλάδος. Κάθεται δίπλα στο φέρετρο και δεχόταν τα λόγια παρηγοριάς εκείνων που παραβρέθηκαν, ενώ χαμογελάει από αμηχανία. Συχνά, οι ανώνυμοι ήρωες αναπολούν το παρελθόν τους, θυμούνται τις καλές και τις κακές στιγμές της ζωής τους,
Υπάρχει και το συγκινητικό «Περίμενε», όπου μια μητέρα αρνιέται να πάει στη φυλακή να δει τον έγκλειστο γιο της, ο οποίος είχε σκοτώσει τη γυναίκα του. Στο τέλος του διηγήματος βλέπουμε το γιο και τη μητέρα του σε μια αναπάντεχη και συγκινητική σκηνή.
Ο συγγραφέας, εκτός από το σεξ, τη φιλία και τις ανθρώπινες σχέσεις, μιλάει για τους πρόσφυγες, τους μετανάστες, όσους δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Καταφέρεται εναντίον των ακροδεξιών, οι οποίοι βρίζουν και κυνηγούν Σύριους και Πακιστανούς. Μάλιστα, στο «Ακούστηκε περισσότερο από τους άλλους», ψέγει εκείνους που ανέχονται τη Χρυσή Αυγή (δεν την κατονομάζει), ενώ το Συμμαχικό Συμβούλιο τον Οκτώβριο του 1945 όριζε τη διάλυση του ναζιστικού κόμματος της Γερμανίας.
Βεβαίως, δεν παραλείπει να αναφερθεί και στους Έλληνες της Αιγύπτου, οι οποίοι επί Νάσερ είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν σπίτια και δουλειές , σχεδόν κυνηγημένοι, και να έρθουν στην Ελλάδα και ν’ αρχίσουν μια καινούργια ζωή. Πάντως, εικάζουμε πως πολλές ιστορίες είναι αυτοβιογραφικές, έστω κι αν δεν μας δίνονται αρκετά στοιχεία για τους ήρωες: μητέρα, συγγενείς.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά κείμενα του βιβλίου, τα πιο ωραία, αλλά και πιο αινιγματικά, είναι το «Η κάμπια πάλευε να βγει»:
«Πνιγόταν απ’ τις μεταξένιες κλωστές∙ έτσι φασκιωμένη , ούτε ανάσα δεν έπαιρνε. Πονούσε. “Έφτασε το τέλος”, είπε η κάμπια. Σκίστηκε το σώμα της ψηλά στους ώμους. Τρύπησε το κεφάλι της. Φύτρωσαν κεραίες. Τα μισά της πόδια μαράθηκαν, έπεσαν. “Πεθαίνω”, είπε και έγινε πεταλούδα».