Καράβια, ναυτικοί και θάλασσες
Δεν είναι πολλοί οι ναυτικοί που ασχολούνται με τη λογοτεχνία. Όλοι γνωρίζουμε τα ποιήματα του Νίκου Καββαδία –οι νέοι αναγνώστες έχουν τραγουδήσει και ακούσει τους μελοποιημένους στίχους του –, και λιγότερο εκείνα του Δημήτρη Αντωνίου, φίλου του Γιώργου Σεφέρη, ωστόσο υπάρχουν και αρκετοί ναυτικοί που έχουν γράψει ποίηση και πεζογραφία αλλά για ποικίλους λόγους παραμένουν άγνωστοι. Ένας από αυτούς είναι ο καπετάνιος Κώστας Μοσχόπουλος, γεννημένος στο Περιστέρι της Αττικής το 1954, με καταγωγή από την Κεφαλονιά, τόπο καταγωγής και του Καββαδία.
Απόφοιτος της Σχολής Εμποροπλοιάρχων της Ύδρας, ταξίδεψε επί τριάντα εννιά χρόνια στις θάλασσες του κόσμου, εκ των οποίων τα τριάντα ένα τα έκανε σε κρουαζιερόπλοια, πράγμα που σημαίνει πως βίωσε εξαιρετικές εμπειρίες με εύπορους, κυρίως, επιβάτες, και δεν θαλασσοπνίχτηκε, όπως πολλοί συνάδελφοί του στα φορτηγά και στα γκαζάδικα.
Τις πρώτες εμπειρίες του από τη ναυτική ζωή τις κατέγραψε στο βιβλίο Ταξιδεύοντας στις θάλασσες του κόσμου (2019), ενώ στο πρόσφατο βιβλίο του, το Κλείνοντας το μάτι στα κύματα επιχειρεί να μιλήσει για τις εμπειρίες ναυτικών που άκουσε από τους ίδιους. Η πρώτη ιστορία με τον τίτλο «Ένας “αρχαίος” ναυτικός» που παραπέμπει στα έτη 1920-1985 και αφορά τα ταξίδια του καπτά-Κώστα, ο οποίος εργάζεται σ’ ένα κρουαζιερόπλοιο που προσεγγίζει λιμάνια στον ασιατικό Ειρηνικό ωκεανό (Βόρνεο, Φιλιππίνες, Σιγκαπούρη, Χονγκ-Κονγκ) και πιάνει κουβέντα μ’ ένα επιβάτη. Πρόκειται για παλιό ναυτικό που αφού έκανε διάφορες δουλειές και έζησε την έσχατη φτώχια, κατέληξε ναυτικός σε ιστιοφόρα κι έπειτα έγινε εκατομμυριούχος. Οι δυο τους συζητούν για τον Μαγγελάνο, τον Κουκ, τους ιθαγενείς και τους Ισπανούς κατακτητές,
Η ιστορία «Ένας μαύρος γάτος σε λίμπερτυ» αναφέρεται σε ένα αμερικανικό πλοίο κατασκευασμένο στη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, ένα λίμπερτυ, όπως τα αποκαλούσαν, το οποίο ξεκινάει από την Αγγλία για τη Νέα Ορλεάνη για να φορτώσει σιτηρά. Ενώ το καράβι πλέει προς τη Χιλή, ο καπτά-Ανδρόνικος ο γραμματικός, έχει έναν διάλογο αλά Καββαδία με τον Νικόλα τον τιμονιέρη, αλλά προτού φτάσουν το λίμπερτυ βρίσκεται καρφωμένο στα βράχια μιας νησίδας. Δίνεται εντολή το πλήρωμα να εγκαταλείψει το σκάφος. Επιβιβάζονται σε άλλο καράβι, βγαίνουν στη στεριά, κι ενώ ετοιμάζονται να γυρίσουν αεροπορικώς στην Ελλάδα, γίνεται ένας τρομερός σεισμός –κάτι συνηθισμένο στη Χιλή.
Στην ιστορία «Τα πρώτα καθίσματα», ο Νίκος, ναύτης σε λίμπερτυ, βγαίνει με τους συναδέλφους τους στη Νέα Ορλεάνη και επισκέπτονται στα νυχτερινά κέντρα. Εκεί αντικρίζουν τις φυλετικές διακρίσεις εναντίον των μαύρων (στα λεωφορεία υπάρχουν ξεχωριστές θέσεις γι’ αυτούς), ενώ αργότερα, όταν ο Νίκος είναι λοστρόμος σε σουηδικό καράβι πηγαίνει στο Ντέρμπαν της Νότιας Αφρικής, όπου οι μαύροι θεωρούνται ζώα, ακόμα κι από τους εκεί Έλληνες.
Στην ιστορία «Από την Τρούμπα στα γκαζάδικα», ο Ροδόλφος, τρίτος μηχανικός σε γκαζάδικο βλέπει κάποιον από το πλήρωμα στο αντλιοστάσιο –που είναι γεμάτο εύφλεκτα αέρια –, να προσπαθεί να ανάψει τσιγάρο. Το αναφέρει στον καπετάνιο, ο οποίος απειλεί τον παρ’ ολίγο δράστη με απόλυση. Κι εκείνος κλαίγοντας παρακαλεί να μην τον διώξουν γιατί δεν θέλει να ξαναγυρίζει στα μπουρδέλα της Τρούμπας, όπου μάλλον έκανε τον υπηρέτη.
Στην εκτενή ιστορία «Ναουρού, ένα νησί που κάποτε ήταν παράδεισος στον Ειρηνικό», διαβάζουμε για ένα φορτηγό που ταξιδεύει στην Ιαπωνία, μεταφέροντας φωσφάτο από το μικρό νησί Ναουρού, του οποίου οι κάτοικοι είναι όλοι πλούσιοι εξαιτίας του προϊόντος που εξάγουν. Στη συζήτηση στη γέφυρα ανάμεσα στον γραμματικό, τον καπτά-Πέτρο, και τον Γεράσιμο, το ναύτη, ο δεύτερος λέει πως είναι ερωτευμένος με τη Γιαπωνέζα Μασούμι, ενώ γίνεται γνωστό πως ο καπετάνιος αγαπάει την πιο όμορφη γυναίκα του Ναουρού –που είναι και παντρεμένη. Κι ενώ το καράβι πλέει στον ωκεανό, οι ναυτικοί του ονειρεύονται τη στιγμή της άφιξης τους στην Ιαπωνία, όπου τους περιμένουν όμορφα κορίτσια ντυμένα με κιμονό…
Οι ιστορίες του βιβλίου είναι ενδιαφέρουσες, ωστόσο ο Κώστας Μοσχόπουλος δεν διεκδικεί λογοτεχνικές δάφνες, ούτε βραβεία, με δεδομένο ότι αφηγείται με απλότητα, χωρίς φιοριτούρες και τεχνάσματα. Επομένως, ενώ ο Καββαδίας του αρέσει ως αφηγητής, το γραπτό του δεν παραπέμπει στη Βάρδια εκείνου, βιβλίο που κατά τη γνώμη μας αποτελεί το ευαγγέλιο κάθε ναυτικού. Οι ιστορίες του Μοσχόπουλου με μια πιο επίπονη επεξεργασία θα μπορούσαν να θεωρηθούν κείμενα λογοτεχνικής πληρότητας. Επίσης, κατά τη γνώμη μας, δεν προσφέρουν τίποτα στην ανάγνωση οι αναφορές στα παθήματα των Αφρικανών σκλάβων που δολοφονήθηκαν ή τους πήραν αλυσοδεμένους στην Αμερική –το βιβλίο αφιερώνεται στη μνήμη τους.