Χειμώνας. Εποχή κατάλληλη να τρως λίπη
και να βλέπεις χόκεϋ. Τα πρωινά στο χρώμα του κασσίτερου, ο γάτος,
ένα μαύρο γούνινο λουκάνικο με κίτρινα
μάτια Χουντίνι, πηδάει πάνω στο κρεβάτι και προσπαθεί
ν’ ανέβει στο κεφάλι μου. Με τον τρόπο
αυτό θέλει να καταλάβει αν είμαι νεκρή ή όχι .
Αν δεν είμαι, θέλει να τον χαϊδέψω γερά˚ αν είμαι
Ε, κάτι θα σκεφτεί. Βολεύεται
πάνω στο στήθος μου, ανασαίνοντας την ανάσα του
που ρεύεται κρέας και μουχλιασμένους καναπέδες,
μ’ ένα γουργουρητό σαν να τρίβεις σανίδα της μπουγάδας. Ένας άλλος γάτος,
αστείρωτος ακόμα αυτός, έχει ψεκάσει στην εξώπορτα,
κηρύσσοντας έτσι πόλεμο. Όλα έχουν να κάνουν με το σεξ και την περιοχή,
αυτό θα μας αποτελειώσει όλους,
τελικά. Μερικοί ιδιοκτήτες γατών εδώ γύρω
πρέπει να ψαλιδίσουν μερικούς όρχεις. Αν εμείς, οι σώφρονες
ανθρωποειδείς είχαμε λογική, θα το κάναμε κι αυτό,
ή αλλιώς θα τρώγαμε τα παιδιά μας, σαν τους καρχαρίες.
Αλλά είναι ο έρωτας που μας ξεπαστρεύει. Ξανά και ξανά
και πάλι, Σημαδεύει, νικά! κι η έλλειψη
κουλουριάζεται μες στα στρωσίδια, ενεδρεύοντας το δονούμενο
πάπλωμα, κι ο παγετός χτυπάει
κάτω από τριάντα, και η ρύπανση ξεχύνεται
έξω από τις καμινάδες μας για να μας ζεστάνει.
Φεβρουάριος, ο μήνας της απόγνωσης,
με μια σουβλισμένη καρδιά καταμεσής.
Κάνω σκέψεις φρικτές, και λιγουρεύομαι τηγανητές πατάτες
με μια στάλα ξίδι.
Γάτε, βαρέθηκα την αχόρταγη γκρίνια σου
και τη μικρούλα την κωλοτρυπίδα σου.
Δρόμο, ξεκουμπίσου απ’ τα μούτρα μου! Είσαι η ζωική αρχή
λίγο πολύ, άντε λοιπόν, βάλε σ’ εφαρμογή
κομμάτι αισιοδοξία εδώ πέρα.
Ξεφορτώσου το θάνατο, γιόρτασε την αναπαραγωγή. Κάνε να ‘ρθει η άνοιξη.