ΙΙ ΤΟ ΧΥΜΕΝΟ ΑΙΜΑ (απόσπασμα)
Ανεβαίνει ο Ιγνάτιο
Με το θάνατο στους ώμους
Το ξημέρωμα ζητάει
Και ξημέρωμα δεν έχει
Τη μορφή του αποζητάει
Και στο όνειρο θολώνει
Το κορμί του αναζητάει
Βρίσκει το τρεχούμενο αίμα
Μη μου λέτε να κοιτάξω!
Δεν τ’ αντέχω που αναβλύζει
Κι όσο πάει και λιγοστεύει
Το ρυάκι αυτό που φέγγει
Στις κερκίδες και σταλάζει
Σtα φορέματα, στο δέρμα,
Ενός πλήθους που διψάει.
Ποιος φωνάζει; Ποιος φωνάζει;
Μη μου λέτε να κοιτάξω!
Δεν τα έκλεισε τα μάτια
Τα δυο κέρατα σαν είδε.
Τρομαγμένες οι μανάδες
Το κεφάλι τους σηκώνουν
Μυστικές φωνές πυκνώνουν
Τον αέρα στα λιβάδια
Οι χλομοί βοσκοί της πάχνης
Βόσκουν τους ουράνιους ταύρους.
Στη Σεβίλλη δεν υπήρχε
Άρχοντας αντάξιός του
Ή σπαθί σαν το σπαθί του
Ή καρδιά τόσο γενναία.
Αντριοσύνη λονταρίσια
Μαρμαρένια η σύνεσή του.
Ρώμη και Ανδαλουσία
Έσμιγαν στο πρόσωπό του
Το χαμόγελό του νάρδος
Από αλάτι κι από πνεύμα.
Τι τορέρο στην αρένα!
Τι ορεσίβιος στα όρη!
Τι αβρός μπροστά στα στάχυα!
Τι σκληρός με τα σπιρούνια!
Τι αχνός μες στην ομίχλη!
Τι λαμπρός στα πανηγύρια!
Τρομερός στις τελευταίες
Μπαντιλιέρες του θανάτου!
Τώρα, στον αιώνιο ύπνο
Αγριόχορτα και μούσκλια
Χέρια αλάθητα, γυμνώνουν
Τον ανθό της κεφαλής του.
Και το αίμα του κυλάει
Στα λιβάδια και τους βάλτους
Βρίσκει κέρατα από πάγο
Και ανάμεσα περνάει
Χάνεται μες στην ομίχλη
Σε οπλές μυριάδες πέφτει.
Μελανή, θλιμμένη γλώσσα
Λίμνη πόνου σχηματίζει
Πλάι στον Γουαλδακιβίρ των άστρων.
Άσπρε ανθέ της Ισπανίας
Του χαμού σου μαύρε ταύρε
Αχ, πικρό αίμα του Ιγνάτιο
Αχ, αηδόνι των φλεβών του!
Αχ, δε θέλω να κοιτάζω!
Γιατί για το αίμα τούτο
Δισκοπότηρο δεν έχει.
Δεν υπάρχουν χελιδόνια
Να το πιουν να ξεδιψάσουν
Ούτε πάχνη από φώτα
Βρίσκεται να το παγώσει
Ούτε κρύσταλλο ή τραγούδι
Να μπορεί να τ’ ασημώσει.
Αχ, δε θέλω να κοιτάζω!
*****************************