- I. Φράνσις Μπέικον ο ζωγράφος της ωμότητας
Στα σαράντα του έκανε την πρώτη ατομική του έκθεση. Κανονικά έπρεπε να δείχνει τα σημάδια της μέσης ηλικίας. Αλλά αυτός έμοιαζε έφηβος, εσωτερικά και εξωτερικά. Ήταν μια ιδιαιτερότητα που δεν μπορούσε να κρύψει. Ωστόσο, τα μάτια του ήταν μάτια ανθρώπου που είχε βιώσει τα σαράντα του χρόνια βαθιά και ανεξίτηλα.
Θύμιζε Ντόριαν Γκρέυ. Αλλά ο ήρωας που του ταίριαζε περισσότερο ήταν στον αντίποδα. Ο Ντεζεσέντ του Υσμάν στο βιβλίο του ”Αντίστροφα”. Θύμιζε ακόμα κάποιους που έμοιαζε να είχε αντιγράψει με την εφηβική του δημιουργική ορμή, τον Ραιημόν Ραντιγκέ (και τον ήρωά του ”με τον διάβολο στο κορμί”) και τον Ρεμπώ. Καθόλου τυχαία. Ήταν όλοι τους ομοφυλόφιλοι, όπως κι εκείνος.
Στα μπαρ που ξενυχτούσε ψάχνοντας ενίοτε για παρέα, αντρική πάντα, αποτολμούσε τη φράση:
”Ερχόμαστε απ’ το τίποτα και πηγαίνουμε στο τίποτα”. Και συμπλήρωνε: ”στο σύντομο μεσοδιάστημα μπορούμε απλώς, να αφεθούμε στο ρεύμα προσπαθώντας να βρούμε τον εαυτό μας”.
Πώς βρίσκει κανείς τον εαυτό του όταν τον λένε Φράνσις Μπέικον; Ήταν το ερώτημα που θα επιχειρούσε να απαντήσει. Πάντως φοβόταν να περάσει απέναντι έναν δρόμο, ίσως γιατί αργούσε να απαντήσει στο ερώτημα, ή γιατί φοβόταν το τίποτα.
Δεν υπονοώ πως όλο αυτό ήταν απλά μια πόζα, αν και κάτι τέτοιο δεν πρέπει να ήταν τελείως ψέμμα.
Άθεος, ομοφυλόφιλος, πότης, περιπλανώμενος, χαρτοπαίκτης. Ένας βαθιά πληγωμένος καλλιτέχνης, πολύ οργισμένος με την πατρική φιγούρα, πράγμα που τον οδήγησε να φιλοτεχνήσει παραμορφωμένες παραλλαγές του Πάπα Ιννοκέντιου Ι του Βελάσκεθ, ταΐζοντας την οργή του που δεν έλεγε να σωπάσει.
Ήταν άκαμπτος και ανάλγητος, και ομολογούσε πως εκμεταλλεύτηκε τους πάντες, ενώ ξεκίνησε να γνωρίσει τους πάντες. Εγκατέλειψε τον πρεσβύτερο εραστή του Έρικ Χολ, όταν αυτός είχε εγκαταλείψει σύζυγο και γιο για χάρη του.
Η συναισθηματική κατάρρευση του Μπέικον συνέβη όταν πέθανε η Τζέσικα Λάιτφουτ, παραμάνα της οικογένειας που έζησε μαζί του ως το θάνατό της το 1951, όταν ο Μπέικον ήταν 42 ετών. Ήταν πολύ περισσότερο δεμένος μαζί της απ’ ό,τι με τη μητέρα του, από την οποία δε γνώρισε την τρυφερότητα.
Ο Μπέικον δεν είχε κάνει σπουδές ζωγραφικής.. Στερούνταν βασικές γνώσεις τεχνικής που άργησε λίγο να ανακαλύψει. Στην αυτοδιδαχή του είχε δασκάλους τον Γκρύνεβαλντ, τον Βαν Γκογκ, τον Πικάσο και φυσικά όλους τους μεγάλους αναγεννησιακούς ζωγράφους. Η στενή φιλία του με τον ομότεχνό του Γκράχαμ Σάδερλαντ τον οποίο θαύμαζε όπως και ο Σάδερλαντ εκείνον σημαδεύτηκε από την ύπουλη κατηγορία που είχε εξαπολύσει εναντίον ενός πίνακά του, που κατά τα άλλα, φανερά και κρυφά θαύμαζε. Στα νεανικά του χρόνια όταν έψαχνε το νόημα που δεν υπήρχε και έτσι ελεύθερος από περιορισμούς προσπάθησε να γίνει εξαιρετικό πρόσωπο και σημαντικός καλλιτέχνης.
Από τους σουρεαλιστές τον απομάκρυνε η εχθρότητά τους απέναντι στην ομοφυλοφιλία. Ο Μπέικον εξέφραζε ανοιχτά τη θλίψη του για την σεξουαλική του προτίμηση λέγοντας: ”το να είσαι ομοφυλόφιλος είναι κουσούρι, είναι σαν να είσαι κουτσός”. Σ’ όλη του τη ζωή ένιωθε ένας απείθαρχος απόβλητος. Όταν ήρθε όμως η επιτυχία επιβλήθηκε ήθελαν δεν ήθελαν οι άλλοι.
Το 1944 φιλοτέχνησε το περίφημο τρίπτυχο με τη ‘’Σταύρωση’’. Τη ‘’Σταύρωση του 1944’’ την επανέλαβε το 1983. Η σειρά με τα κεφάλια που δημιούργησε έμεινε αξεπέραστη, όπως και η ωμότητα των γυμνών σωμάτων, αντρικών κυρίως που με εμμονή απεικόνιζε στους πίνακές του, οι οποίοι είχαν έναν μονόχρωμο φόντο και μπροστά πρωτοστατούσε μία ή περισσότερες φιγούρες. Είχε προϋπάρξει διακοσμητής με μεγάλη μάλιστα επιτυχία. Πριν αρχίσει να ζωγραφίζει μελέτησε το αντρικό σώμα από παλιές φωτογραφίες του Μάυμπριτζ, του Χίτλερ και της νεκρικής αιγυπτιακής μάσκας. Μελέτησε ακόμα τις χορευτικές φιγούρες των ματαντόρ στις ταυρομαχίες. Ο κόσμος της ζωγραφικής του θύμιζε τον ζόφο που επικρατούσε στην ”Καρδιά του Σκότους” του Τζόζεφ Κόνραντ… Ζωγραφίζοντας πίνακες σαν την ‘’Σταύρωση’’, πρέπει να ερεθιζόταν και να βρισκόταν σε έκσταση, σε ερωτικό οίστρο. Οι σεξουαλικές συνδηλώσεις κυριαρχούν παντού στο έργο του, όπως και οι φροϋδικές αναφορές. Ο εγγονός του Φρόυντ, Λούσιαν, τον θεωρούσε δάσκαλό του, τον θαύμαζε και τον σεβόταν. Ο Αλμπέρτο Τζιακομέτι είχε δηλώσει ότι συγκρινόμενοι με τους πίνακες του Μπέικον ”οι δικοί μου μοιάζουν σαν να φτιάχτηκαν από μια ηλικιωμένη γεροντοκόρη”. Δυστυχώς ο Τζιακομέτι έφυγε από τη ζωή νωρίτερα και δεν πρόλαβε αυτή η φιλία να ανθίσει.
Έλεγε ότι η ζωή του υπήρξε πιο αξιοπερίεργη από την εποχή στην οποία έζησε. Και αυτό γιατί έφτασε πολύ πιο πέρα από τα ήθη του καιρού του. Ο Μπέικον γεννήθηκε στις 28 Οκτωβρίου 1909, σε μια μικρή κλινική στη καρδιά του παλιού γεωργιανού Δουβλίνου. Οι γονείς του ο Έντυ και η Γουίνι είχαν ήδη ένα γιο, τέσσερα χρόνια μεγαλύτερό του, αργότερα απέκτησαν δύο κόρες και ένα ακόμη γιο. Ήταν και οι δύο αγγλικής καταγωγής.
Ο Μπέικον προσβλήθηκε από καρκίνο των νεφρών και παρ’ όλη την απαγόρευση των γιατρών θέλησε να ταξιδέψει στην Μαδρίτη για να συναντήσει ένα φίλο του και να αναζωογονήσει τη σχέση τους. Ωστόσο ασθένησε και νοσηλεύθηκε σε ένα καθολικό νοσοκομείο και οι τελευταίες του επαφές ήταν με τον παπά, ενώ η προσωπική του νοσοκόμα ήταν καλόγρια. Ίσως αυτός ο πολέμιος κάθε πίστης θέλησε στο τέλος να συνομιλήσει με το επέκεινα πριν αποδημήσει στις 28 Απριλίου 1992.
Δύο μέρες μετά αποτεφρώθηκε η σωρός του και σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία δεν πραγματοποιήθηκε τελετή και δεν παραβρέθηκαν προσκεκλημένοι.
Η μυθολογία που φιλοτέχνησε για προσωπική του χρήση δεν περιλάμβανε την αθανασία. Θεωρούσε πως με τον θάνατό του θα τελείωναν όλα. Άφησε την περιουσία του σ’ έναν από τους εραστές του και την διαχείριση της στο γιατρό τον λογιστή και την γκαλερίστα του.
Το περίφημο στούντιό του, ένα απίστευτο σκουπιδομάνι από μισοτελειωμένους καμβάδες, σκισμένους με μαχαίρι, φθαρμένα πινέλα, κάλτσες βουτηγμένες σε χρώμα, φωτογραφίες και εσώρουχα γυμνών αντρών, των εραστών του μεταφέρθηκε στην γενέτειρά του, το Δουβλίνο. Ο Μπέικον έδινε ιδιαίτερη σημασία στην τύχη. Γι’ αυτό, μάλλον εσκεμμένα, είχε διαλέξει τρία από τα στούντιό του να έχουν τον αριθμό επτά.
ΙΙ. Η επιστολή του Λόρδου Τσάντος του Χούγκο φον Χόνφμανσταλ
Η επιστολή αυτή απευθύνεται στον πολιτικό άντρα, φιλόσοφο, δοκιμιογράφο και εφευρέτη Σερ Φράνσις Μπέικον (1561 -1626) για τον οποίο ο πατέρας του ζωγράφου, ισχυριζόταν ότι ήταν μακρινός τους πρόγονος. Πράγμα όχι και τόσο απίθανο.
Η επιστολή είναι ένα εξπρεσιονιστικό αφήγημα που γράφτηκε το 1902, και συνιστά το βαθμό μηδέν της ποιητικής του Χόφμανσταλ, αφού πρόκειται για ένα μανιφέστο της διάλυσης της ομιλίας και του ναυαγίου του Εγώ. Η γλώσσα αδυνατεί να κατονομάσει και να δαμάσει τα πράγματα που είναι συγκεχυμένα, όπως τα βλέπει ο πρωταγωνιστής που εγκαταλείπει και την κλίση και το επάγγελμα του συγγραφέα, γιατί καμία λέξη δεν του φαίνεται ικανή να εκφράσει την αντικειμενική πραγματικότητα. Το Όλον καταστρέφει την ενότητα του προσώπου.
Το αριστουργηματικό αυτό αφήγημα είναι αποτέλεσμα της υπαρξιακής, αλλά και νευρικής κρίσης που πέρασε ο ίδιος ο συγγραφέας και που κατάφερε να ξεπεράσει, αλλά λίγα χρόνια μετά πέθανε ακαριαία από ανακοπή, όταν είχε τεθεί επικεφαλής της νεκρικής πομπής του γιου του.
Το ιστορικό πλαίσιο ταυτίζεται με την Ελισαβετιανή εποχή την οποία έζησε ο Σερ Φράνσις Μπέικον, για τον οποίο είχε ακουστεί πως ενδέχεται να ήταν ο πραγματικός συγγραφέας του έργου του Σαίξπηρ, πράγμα που θα χαροποιούσε ιδιαίτερα τον συνονόματο και συνεπώνυμό του ζωγράφο, επειδή εκτιμούσε ιδιαίτερα τα σαιξπηρικά έργα για την έρευνα που περιείχαν, το ύφος και τη λογική τους.
”Για μένα τα μυστήρια της πίστης έχουν συμπυκνωθεί σε μια εξαίσια αλληγορία που υψώνεται σαν φωτεινό ουράνιο τόξο πάνω από την επικράτεια της ζωής μου, πάντα σε σταθερή απόσταση και πάντα έτοιμο να οπισθοχωρήσει κάθε φορά που μου περνά από το νου να τρέξω προς το μέρος του και να τυλιχθώ με την άκρη του μανδύα του (…) Με δυο λόγια η κατάστασή μου, είναι αυτή. Απώλεσα εντελώς την ικανότητα να σκέφτομαι ή να μιλώ για κάτι με κάποια συνοχή.
Πρώτα άρχισε να μου γίνεται αδύνατο, να συζητώ για θέματα υψηλά ή γενικού ενδιαφέροντος και να φέρνω γι’ αυτό στο στόμα μου λέξεις που όλος ο κόσμος συνηθίζει φυσιολογικά να χρησιμοποιεί δίχως ενδοιασμούς. (…) Η αμφιβολία αυτή άρχισε να επεκτείνεται σαν διαβρωτική σκουριά. Ακόμα και στις οικογενειακές και οικιακές συνομιλίες (…) όπως κάποτε είχα δει με μεγεθυντικό φακό ένα κομμάτι από την επιδερμίδα του μικρού δαχτύλου μου και μου είχε φανεί σαν οργωμένο χωράφι, με αυλάκια και λακκούβες, το ίδιο μου συνέβαινε και τώρα με τους ανθρώπους και τις πράξεις τους. Δεν κατάφερνα πια να τις συλλάβω με το απλουστευτικό βλέμμα της συνήθειας. (…)Στρόβιλοι που με ζαλίζουν να κοιτάζω μέσα τους, στρόβιλοι που στριφογυρίζουν ακατάπαυστα και μέσα απ’ τους οποίους φτάνεις στο κενό. (…) Οι λέξεις με εγκαταλείπουν. (…)
Η γλώσσα που μου δόθηκε δεν είναι τα λατινικά, τα αγγλικά, τα ισπανικά, τα ιταλικά, αλλά μια γλώσσα που δεν γνωρίζω ούτε μία απ’ τις λέξεις της, μια γλώσσα στην οποία μου μιλούν τα βουβά αντικείμενα και στην οποία κάποια μέρα στον τάφο μου θα πρέπει να αποδώσω λογαριασμό ενώπιον ενός άγνωστου Κριτή”. [1]
Έκτοτε ο λόρδος Τσάντος με χαμένη την ταυτότητά του και χωρίς τις λέξεις του θα παραμείνει βουβός εις τον αιώνα. Αυτός ο εστέτ ευαίσθητος δέκτης των σημείων των καιρών, αποτελεί φωτεινό μετέωρο της πρωτοπορίας- τουλάχιστον μ’ αυτό το έργο του. Στο πρόσωπό του συναντιούνται δύο αντίθετα ρεύματα, η decadence και η avant–garde.
[1] από την «Επιστολή του Λόρδου Τσάντος» του Hugo von Hofmannsthal, μτφρ.: Έφη Γιαννοπούλου, Άγρα, 2009, σελ. 32-35, 44.
Info: Michael Peppiatt, Ανατομία ενός αινίγματος, μτφρ.:Σπύρος Τσούγκος, Μικρή Άρκτος, 2011