Μερικές σκέψεις για ΤΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΑΝΕΞΠΕΚΤΙΝΤ
Το ποιητικό σύμπαν της Χλόης Κουτσουμπέλη στη συλλογή Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ αποτελείται από τη φυσική της οικογένεια -τη γιαγιά με τα μοσχοβολιστά, μποτερικά φουσκωμένα προζυμένια κουλουράκια-ποιήματα, την υπό κατάρρευση μητέρα, τον πατέρα, που φοβόταν τη σωματική επαφή, τον αδελφό, που όλο πεινούσε -για στοργή ίσως- κι ολοκληρώνεται στην απουσία του. Μια οικογένεια με τα μυστικά της, όπως όλοι μ’ ένα κλεισμένο βλέφαρο σαν όστρακο στην πλάτη κολλημένο που όταν ανοίγει κάποιοι αποκαλούν έμπνευση.
Κυρίως, όμως αποτελείται από τη λογοτεχνική της οικογένεια, την ιδανική μάλλον, αφού η ποιήτρια επέλεξε να ζει για ήδη πάνω από τριάντα έτη στους κόλπους της. Από την αμερικάνικη πλευρά η Γυναίκα Λάζαρος της Σύλβια Πλαθ και ο Χέρμαν Μέλβιλ, από την ευρωπαϊκή ο Λιούις Κάρολ και η Αλίκη του, ο Ιούλιος Βερν και ο Φραντς Κάφκα, ο Λέων Τολστόι και ο Κονσταντίν Σιμόνοφ. Από την αρχαία ελληνική γραμματεία η Αντιγόνη, η Πηνελόπη, η Άλκηστη με τον μύθο τους σε μια πειραγμένη, όχι συμβατική, εκδοχή, αφού διασπά την ποιητική ψευδαίσθηση.
Η ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΓΕΡΝΑ
Ι
Κάθε μέρα η Αντιγόνη ποτίζει λάχανα
μήπως κι από μέσα ξεπηδήσουν
τα έμβρυα που δεν κυοφόρησε ποτέ.
Το αποκαλεί γραφή.
Στήνει παγίδες σε ασβούς
που μένουν πάντα άδειες.
Το ονομάζει μνήμη.
Τα πρωινά τρώει αυγά χήνας
και περιμένει το εκτελεστικό απόσπασμα
χωρίς να γνωρίζει ότι ο Κρέων
πεθαίνει από άνοια σε γηροκομείο.
Το χαρακτηρίζει υγιεινή διατροφή.
Τις νύχτες θάβει κτερίσματα στο χώμα,
που δεν θυμάται πια σε ποιον ανήκουν.
Το λέει ενοχή.
ΙΙ
Η ιερομαντεία σωστά το είχε προβλέψει.
Τα σπλάχνα των ζώων δεν λαθεύουν.
Ίσκιοι παραμένουμε ως το τέλος.
Ενωνόμαστε, χωρίζουμε, για πόσο;
Ποια πραγματικά είναι η θυσία;
Υπάρχει, άραγε, μετάνοια γι αυτούς που μετανιώνουν;
[…]
VII
Τελευταία η Αντιγόνη κυκλοφορεί στο πάρκο.
Μεσάνυχτα την ώρα που σπαν στα δύο οι σκιές.
Αν την δείτε
Λευκή χλαμύδα, ύλη αραιή από αέρα και φωτιά
και δυο μάτια αναμμένα
αφήστε ένα χτενάκι στο παγκάκι.
VIII
Μου αρέσει τις νύχτες να χτενίζω τα μαλλιά μου.
Όμως δεν έχω πια μαλλιά, δεν έχω νύχτες.
Η Χλόη ψηλαφεί την ψυχική ευθραυστότητα των από μαλακή σάρκα ηρώων της, διεισδύοντας βαθιά στον ψυχικό εύπλαστο κόσμο τους. Προκαλεί αναταράξεις διαρρηγνύοντας τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, μεταξύ σάρκινων και χάρτινων ηρώων, γράφοντας και περιγράφοντας συνειδητά και συνειρμικά. Κυλά η ποίησή της ανεξέλεγκτη στις ράγες των στίχων και μας βρίσκει κατακέφαλα και κατάκαρδα, μετά από απανωτές θερμο-ψυχρολουσίες. Υπερβατικοί, αναπάντεχοι συνδυασμοί, απροσδόκητες συνυπάρξεις, πίνακες κολάζ, κολάζ αποφθεγμάτων:
… για να αγαπήσεις πεταλούδα
πρέπει πρώτα ν’ αποδεχτείς την κάμπια.
Κάποιος είπε σε κάποιον
και αυτός συναίνεσε με ζέση
πως τα κοάλα είναι υπερτιμημένα
και το καλύτερο κατοικίδιο είναι
η αυτολύπηση
με την προϋπόθεση
να την γυρνάς ανάποδα
όταν βήχει.
[…]
Μα ξέρεις τώρα
πόσο μοιάζει η φήμη με την σκόνη
ή τους υδρογονάνθρακες.
Κάποιος είπε κάποτε σε κάποιον
ότι ο καλύτερος τρόπος
να ψιθυρίσεις
κάτι αυστηρά προσωπικό
είναι να το φωνάξεις σε χωνί
στο μέσον της πλατείας.
[…] «Οι φήμες και άλλα άγνωστα ιπτάμενα αντικείμενα»
Ποιήματα που ανακαλούν στη μνήμη πίνακες ή ασπρόμαυρες φωτογραφίες της αμερικάνικης υπαίθρου του προπερασμένου αιώνα, λεπτοδουλεμένα δαντελένια εργόχειρα αριστουργηματικά περι-πλεγμένα. Αναδίνουν αρώματα παρελθόντος κλεισμένα σε μικροσκοπικά γυάλινα χρωματιστά μπουκαλάκια, εκτοξεύουν πυροτεχνήματα συγκίνησης. Μας βρίσκει το απροσδόκητο με αυτοσαρκαστικό, υποβλητικό, σχεδόν αγγλοσαξονικό φλέγμα, σαν να ομολογεί ο κορυφαίος του χορού αρχαίας τραγωδίας το πιο απλό έγκλημα από τα μεγάφωνα του αεροδρομίου σε τόνο ήρεμο μα καθηλωτικό κάνοντας τους ακροατές να απογειώνονται στη μεταίσθηση, να απολιθώνονται στο ανοίκειο.
Με γλώσσα ποιητική, σχεδόν ονειρική κατορθώνει να άρει οικιακές σκηνές, αντιποιητικά μοτίβα σε υψηλή, αλλά και βαθιά ποίηση. Ο πονοκέφαλος είναι: το αφόρητο ράγισμα/που χωρίζει σε ημισφαίρια το κρανίο. («Η Αλίκη ανακάμπτει»). Προκαλεί έκπληξη η αντιστροφή ρόλων. Η γυναίκα Λάζαρος, η ζωντανή ζητά από νεκρό να την αναστήσει, διεισδύει στα άδυτα του γυναικείου ψυχισμού και άλλων βασανισμένων αδελφών ψυχών ακόμα και σ’ έναν κόσμο μπάρντο, όπου η ψυχή δεν έχει κατατεθεί και βοσκάει σε ασφοδελούς λειμώνες (Meadows) στο ποίημα «Οι τρεις αδελφές Μέντοουζ».
Με στοιχεία συμβολικά, κρυπτικά, αλληγορίες ακροβατώντας ανάμεσα στον υπερβατισμό, τον μαγικό ρεαλισμό, τον υπερρεαλισμό, τον ιματζισμό, η Κουτσουμπέλη υμνεί τη ζωή άλλοτε εξυψώνοντας κι άλλοτε αποκαθηλώνοντάς τη και μέσα από τη ζωή υμνεί αντίστοιχα την ποιητική τέχνη της. Η ποίηση είναι ζωή, η ζωή είναι ποίηση και όλα σ’ αυτό κατατείνουν.
ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΥΨΙΛΟΝ
Το σώμα της είχε πολλά μάτια
-ένα μισόκλειστο κάτω απ’ τη μασχάλη
και δύο ορθάνοιχτα χωρίς βλεφαρίδες στις πατούσες-
κι ελάχιστα χείλη
που σημαίνει ότι κατασκόπευε συνέχεια
και φιλούσε με το σταγονόμετρο.
[…]
Το κλείδωνε συνέχεια στην ντουλάπα
τόσο που ξεθώριασε απελπιστικά.
Στο τέλος το φορούσε μόνο Κυριακές.
Μια μέρα το είδε να γεμίζει στόματα.
Έτρωγαν με βουλιμία τον χρόνο.
Ασύμφορο, γιατί θα τον κατάπιναν ολόκληρο.
Όταν έγινε πενήντα εφτά το αντάλλαξε.
Μ’ ένα ζευγάρι κόκκινες γαλότσες.
Για να γράφει ζεστά ποιήματα.
Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ, μοιάζει σαν να είναι το χαμένο ημερολόγιο μιας αγνώστου προέλευσης -πολύ πιθανόν αμερικανίδας- ποιήτριας με το παράξενο όνομα Έμιλυ, Σύλβια, Αν ή Μάγια, που έπεσε στα χέρια της Χλόης και εκείνη υφαίνοντας την ταπισερί της ύπαρξης, πλέκοντας τη ζωή με τον θάνατο, κεντώντας τα ψυχικά ρήγματα, μεταφράζει αριστοτεχνικά τον ακρωτηριασμό και τον πόνο, μετουσιώνει την πληγή σε ποίηση, μεταφέρει τους αναγνώστες της στη χώρα του εφιάλτη ή του ονείρου, στο βασίλειο της αγίας γραφής.
ΤΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΝΤΕΣΠΕΡΕ
Αγαπημένε,
όταν διαβάσεις το σημείωμα αυτό
το μελάνι θα ’χει πια στεγνώσει,
η ζάχαρη θα ’χει μουχλιάσει,
ένα σύκο θα σαπίζει
στο κρεβάτι.
Σε μια γαβάθα θα βρεις υπολείμματα τροφής.
Στην πραγματικότητα δεν ξέρω
αν θα το έχω γράψει εγώ
ή κάποια άλλη
με όνομα παράξενο όπως
Αδελαΐδα, Εριφύλη ή Περσεφόνη.
Αγαπημένε,
ήσουν απελπιστικά αθώος,
ανυπεράσπιστα ένοχος,
τις νύχτες ζωγράφιζες ελάφια,
έκλαιγες μετά καθώς τα σκότωνες,
γέμιζαν σκάγια τα σεντόνια.
Μια μέρα ενώ σου ετοίμαζα καφέ
είδα μες στο φλιτζάνι ένα δέντρο.
Τότε κατάλαβα πως έπρεπε να χαθώ στο δάσος.
Αγαπημένε,
όταν διαβάσεις το σημείωμα αυτό,
τι άραγε θα έχει απομείνει από μας σ’ αυτήν τη γη;
Σκόνη στα δάχτυλα κάποιου θεού που θα φυσήξει.
Ξένε, όταν διαβάσεις το σημείωμα αυτό,
θα γίνεις λαθραναγνώστης.
Κανίβαλος θα τραφείς από τη σάρκα μιας αγάπης.
Θα σου θυμίσει μια δική σου.
Καμία σχέση.
Ποτέ μην εμπιστεύεσαι αυτούς
που αφήνουν σημειώματα.
Εννιά στις δέκα φορές επινοούν