Παλαιοί λογαριασμοί
Όχι, είμαι καλά
Και το «λυρικό Εγώ» μου καλά είναι και αυτό
Δεν κάνουμε πια επίκληση στην Λογική των Διαφωτιστών
Δεν λέμε «σκέφτομαι άρα υπάρχω»
Μας μέθυσες, Μανωλάκη Καντ στα νιάτα μας
Εξαρτηθήκαμε από σένα
Γίναμε πρεζόνια της Λογικής σου και δαχτυλοδεικτούμενοι
Αλλά τώρα δεν σε καλούμε πια στις μαζώξεις μας
Τώρα υπάρχουμε και όταν δεν σκεφτόμαστε, φίλε Μανώλη
Άκου το λοιπόν να μαθαίνεις: Δεν φτουράς πια
Σκόνες καλύπτουν τα λόγια σου στο ράφι
Εμείς καθαρίσαμε και δεν σε έχουμε ανάγκη
Μήτε και αποζητάμε τα όνειρα, για να χαθούμε εντός τους
Δεν είναι η Νύχτα που γοητεύει τη νύχτα μέσα μας
Δεν νοσταλγούμε τον θάνατο, όπως οι Γερμανοί Ρομαντικοί που έγραψαν τα δικά τους τα έρμα και τα σκότεινα μετά από σένα
Μη σου περάσει κάτι τέτοιο από το «δυνατό» μυαλό σου, έρμε Μανώλη
Εμείς ζούμε καθημερνά τον θάνατο στις 50 αποχρώσεις του, φίλε
(περισσότερες είναι -παρέλειψα να σημειώσω τον ακριβή αριθμό όταν τις μετρούσαμε μαζί με το «λυρικό Εγώ» μου)
Πέρα από τον Λόγο και την ορθή κρίση
Πέρα από το πάθος, τον πόνο και την Λήθη
Υπάρχει κάτι πιο μεγάλο για εμάς που γεννηθήκαμε στη Χούντα μέσα
Προλάβαμε να γνωρίσουμε το γαλάζιο του Ουρανού που μας έδειξαν οι γονείς
Αυτό να αγαπήσουμε και να εμπιστευτούμε
Κάτι άλλο, πιο μεγάλο από τους ηγέτες κρατάει τον Κόσμο
Κάτι άλλο, πιο μεγάλο από δαύτους προνοεί για εμάς τους φτωχούς
Όχι, είμαι καλά, Μανωλάκη μου
Και το «λυρικό Εγώ» μου καλά είναι και αυτό
Ανεξάρτητα από ό,τι συμβαίνει εκεί έξω
Εμείς καθαρίσαμε, δεν σε έχουμε άλλο ανάγκη
Πόλεμος
Κρατάμε την ανάσα μας
Με μάσκες και με δόντια
Αφουγκραζόμαστε την ησυχία
Περιμένουμε οδηγίες
Δεν ξέρω από ποιον
Εμείς περιμένουμε πάντως
Όταν δούμε τις φωτιές, θα τρέξουμε κατά πάνω τους
Ίσως κρυφτούμε στα ανύπαρκτα καταφύγια
«Κάπου θα έχει, δεν μπορεί»
Επιμένω να σου λέω ξανά και ξανά
Σαν δίσκος που κόλλησε η βελόνα στο πικάπ
«Να ψάξουμε, ρε παιδί μου!»
Με τα πολλά σ’ ακούω να αναστενάζεις
«Προλαβαίνουμε λες;»
Το βλέμμα σου τρέχει στα λιβάδια που αγαπηθήκαμε
«Τα παιδιά ζωγραφίζουν στον τοίχο»
– Ποιον τοίχο; Τι ζωγραφίζουν;
«Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία»
– Ποιος δρόμος; Τι ιστορία;
«Λευτεριάς λίπασμα οι πρώτοι νεκροί»
– Μα τι λες; Τι είναι αυτά που θυμάσαι;
Για δες!
Φωτιά!
Όπως στο όνειρο που είδαμε μαζί
Φωτιά έξω απ’ την εκκλησία στο κέντρο
Στο όνειρο πηδούσαμε πάνω απ’ τις φωτιές
Αυτό το θυμάσαι;
Πώς το είδαμε μαζί το ίδιο πράγμα;
Τρέξε! Έλα!
Δεν ξέρω τι είναι όνειρο και τι αλήθεια