«Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα» Γ. Σεφέρης
Αν «Η μνήμη είναι
κύριο όνομα των θλίψεων
ενικού αριθμού
μόνον ενικού
και άκλιτη
η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη»
για την Κική Δημουλά, για την Κούλα Αδαλόγλου, στη νέα της ποιητική συλλογή, η μνήμη γίνεται αφορμή για μια λυτρωτική και συνάμα νοσταλγική γραφή. Λυτρωτική γιατί έτσι ξορκίζεται η θλίψη και ο πόνος που επιφέρει ο χρόνος και η απόσταση και νοσταλγική γιατί το απώτερο ή εγγύτερο παρελθόν επανέρχεται με μια τρυφερή αίσθηση και αγάπη για να επουλώσει και πάλι ό,τι ο χρόνος και η απόσταση προκάλεσαν. Και επειδή η ποίηση «έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα», με τη δική της ανάσα , όσο διαρκεί η ανάγνωση των ποιημάτων της συλλογής, ανασαίνουμε και ακόμη περισσότερο, αφού όλα τα συναισθήματα που αναδύονται από την ποιητική της γραφή, όλα τα βιώματα, που με ευγένεια και συστολή παραθέτει, αγγίζουν αβίαστα και πολύ τρυφερά το προσωπικό βίωμα του αναγνώστη και κινητοποιούν και τις δικές του μνήμες. Μια ποίηση βαθιά ανθρώπινη, που η κάθε στιγμή της ζωής αποκτά το μέγεθος και την αξία που της αρμόζει, μια ποίηση χαμηλόφωνη με πυκνότητα και λιτότητα λόγου, ιδιαίτερο χαρακτηριστικό άλλωστε του ποιητικού λόγου της Κ. Αδαλόγλου. Η ποιήτρια παραθέτει και υπαινίσσεται, έτσι παρασύρει τον αναγνώστη σε ένα παιχνίδι συναισθημάτων και στοχασμών, παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος, όσων γράφει και όσων υποδηλώνει με τη γραφή της.
Τίτλος της συλλογής Γιατί το μέλλον μια μικρή κουκκίδα.
Άδηλο, αλλά υπαρκτό, έστω και σαν μικρή κουκκίδα το μέλλον
« Εκείνα, όμως…
Δεν ονειρεύονται
Γιατί το μέλλον μια μικρή κουκκίδα
Χωρίς χρώματα χωρίς διαστάσεις»
Αλλά και ελπιδοφόρο μέσα από την τρυφερή παρουσία ενός παιδιού
« Τότε, τρέχει εκείνη να της κουμπώσω το πέδιλο,
μου δίνει μια ανθοδέσμη αγριολούλουδα
με τα μικρά της χέρια»
«Ίσως να ονειρευόσουν χαρές και παιχνίδια.
…
Έτρεχες κι έλαμπες
και μεγάλωνες και ταξίδευες –
κι εγώ ένα σημάδι στο άπειρο
να σε κοιτώ κι ας μη με βλέπεις»
Δυο οι ενότητες που συνθέτουν τη συλλογή: « Όλα μες στο σκοτάδι θα γίνουν» η πρώτη, με δανεισμένο τον στίχο από το ποίημα «Σκουριά». Το ποιητικό υποκείμενο ανασύρει μνήμες από το πιο μακρινό παρελθόν
« Κι εγώ θυμήθηκα το κανιστράκι με τα σαλιγκάρια
που έφερνε η μάνα απ’ την αυλή
κρυφά τραβούσα την πετσέτα,
γέμιζε η κουζίνα ζωούλες..»
«Ερχόταν πρώτα η μυρωδιά
κρέμα νυκτός
κι ύστερα έμπαινε η ίδια, η μαμά…»
Αλλά και αισθήσεις, αγωνίες ίσως και μια πικρία, για την οποία η ζωή με τις όψεις της ευθύνεται αλλά και ο χρόνος που ανεξίτηλα τα σημάδια του αφήνει
« Όμως το προσκεφάλι έχει βαθιές χαράδρες
γκρεμίζομαι
κόκκινα κουρέλια τα σεντόνια
παφλάζουν, και μετά ηρεμία.
Μια πρόσκαιρα ενυδατωμένη επιδερμίδα
επιπλέει σαν σχεδία
πάνω σε θολό υγρό επαπειλούμενης σήψης.»
Μια διάθεση να παραμείνουν, έστω και ίχνη μετά την αποχώρηση
«Στην εύλογη απορία του
γιατί βάζει κραγιόν λίγο πριν τους αποχαιρετήσει,
μα γι’ αυτό ακριβώς, απάντησε,
για να ‘χουν κάτι από μένα πάνω τους
σαν θα ‘χω φύγει.»
Έλλειψη, απουσία, μοναξιά, συνείδηση πως όλα αλλάζουν, δυσκολία της καθημερινότητας, απώλεια, σε μια θαυμαστή ισορροπία με έναν αυτοέλεγχο που σώζει από ακραία συναισθήματα και εξωτερικεύει μια τρυφερότητα, μια ωριμότητα μια συναισθηματική δύναμη χωρίς μελοδραματισμό και υπερβολή.
Σε πολλά σημεία της πρώτης ενότητας ο λόγος οξύς βυθίζεται στην ψυχή και πληγώνει αλλά και έμμεσα κριτικός
« Όλοι τον γνώριζαν για καλόβολο άνθρωπο.
Ένα πρωί μπούκαρε με κονκάρδες
με σημαία και ένα σουγιαδάκι στο χέρι
χοροπηδούσε πάνω στα γραφεία και στις καρέκλες
πίσω και σας έφαγα κερατάδες βαλτωμένοι.
Την τελευταία μέρα
εμφανίστηκε ντυμένος στα μαύρα
να κρατάει έναν νεκρό καραγκιόζη.»
Εφιαλτική η εικόνα των τελευταίων στίχων – θυμίζει παρόμοιες εικόνες του Μ. Σαχτούρη; – αποτελεί μια εξαιρετικά διατυπωμένη κριτική που ανατρέπει το περιεχόμενο των στίχων που προηγούνται.
Η δεύτερη ενότητα τιτλοφορείται «Γιατί το μέλλον μια μικρή κουκκίδα», επίσης στίχος από ποίημα της συλλογής. Πιο κοντά στο παρόν οι μνήμες και τα βιώματα που κινητοποιούν τη σκέψη και τα συναισθήματα. Μια καθημερινότητα που νοσταλγικά, τρυφερά ξεδιπλώνεται μέσα από την ποιητική γραφή. Αναφορά και σε γεγονότα που δεν σημάδεψαν μόνο την ψυχή αλλά και την ιστορία και παρουσιάζονται με ιδιαίτερο τρόπο, όπου το τραγικό περνά στη συνείδηση του αναγνώστη με τρόπο τρυφερό και βαθιά συναισθηματικό και υποβάλει σε στοχασμό για τις δικές του ευθύνες χωρίς ενοχές και διάθεση αυστηρής αυτοκριτικής.
«Άνθρωποι με ελαφρά μπουφάν στο ψύχος
το χιόνι κάτω παγωμένο
η μάνα εξαθλιωμένη, μαντίλα στο κεφάλι, βήχει
κι αυτή στην αγκαλιά της – πόσων μηνών; – ανήσυχη,
τεράστια μάτια απ’ την αδυναμία, λερωμένη
της δίνω ένα μπιμπερό
κοιτάζει γύρω έκπληκτη
κι ανθίζει το πιο όμορφο χαμόγελο
μέσα στο οδυνηρό σκοτάδι.»
« σεντονάκια της αθωότητας
μη μου γίνετε τύψη.»
Το μεγαλύτερο μέρος της ενότητας καλύπτουν ποιήματα στα οποία λανθάνουν πρόσωπα αγαπημένα. Πρωταγωνιστής στα περισσότερα η γλυκιά παρουσία ενός παιδιού, που μεγαλώνει μέσα στη ζεστασιά και στην αγάπη, σε τρυφερό και προστατευτικό περιβάλλον το οποίο όλα τα παιδιά δικαιούνται. Εύλογα ο αναγνώστης συνδέει αυτά τα ποιήματα με εκείνα που μιλούν για κάποια άλλα παιδιά που με τόση αγάπη τα περιβάλλει ο ποιητικός λόγος. Αγαπημένη παρουσία που λείπει πολύ, όταν βρίσκεται μακριά από το ποιητικό υποκείμενο.
«Καμιά φορά σε ξεχνώ , γλυκιά μου.
Ξεχνώ πως θα ξυπνάς με χαμόγελο,
πως θα ‘ρχεται ο ύπνος μετά το κλάμα
πώς ησυχάζει το μικρό σου χέρι μέσα στη χούφτα μου.
…
Καμιά φορά κρύβεσαι, γλυκιά μου.
Πίσω από οθόνες που μου θολώνουν τα μάτια
πίσω από τα βρεγμένα μου βλέφαρα
πίσω από γράμματα και αριθμούς χωρίς περιγράμματα.»
«Έβαλα να παίζει το River of Love
κι ησύχασες στην αγκαλιά μου.»
«Αλαβαστρινή μου, να προσέχεις
όταν εκτελείς τις χορευτικές σου κινήσεις.»
«Τα τριζόνια αποθέωναν
το καπέλο- ποντικάκι που ξεχάστηκε στο όμορφο κεφάλι σου»
«Και ξαφνικά ανοίγει η μπαλκονόπορτα
κι ορμά ένα σμάρι πολύχρωμες πεταλούδες
αυτές που ζωγραφίζετε όταν γυρνά απ’ τη δουλειά της-
τραβούνε νότια.
Γιατί μπορεί τα φεγγάρια της Ουαλίας να είναι τόσο όμορφα
οσο τα παίνεσε ο Ντύλαν Τόμας
αλλά απ’ το Llandudno και το Crewe ως την πόρτα σας
είναι μια μονογραφία δρόμος.»
Το ποιητικό υποκείμενο άλλοτε ακουμπά με σιγουριά και αίσθηση πληρότητας, που απορρέει από στιγμές απόλυτης ευτυχίας, πάνω σε έναν χώρο που σηματοδοτεί τον δικό της κόσμο, και άλλοτε βρίσκεται μετέωρο σε έναν δρόμο φυγής και απομάκρυνσης.
«Μήπως και πάψω να αιωρούμαι
τις μικρές ώρες πάνω σε τσακισμένο λεπτοδείχτη.»
«Κι εγώ ένα σημάδι στο άπειρο
να σε κοιτώ κι ας μη με βλέπεις.»
«Και εγώ στην γκρίζα ομίχλη
μ’ ένα φόρεμα μοβ
όλο ξεμάκραινα.»
Στη Νεφέλη αφιερωμένη η συλλογή «που πάντα θα κοιτά μ’ αυτά τα σκούρα μάτια».
Ως προς τον ποιητικό τρόπο. Δύναμη πύκνωσης της σκέψης, ποιήματα που εναλλάσσονται εικόνες και συναισθήματα, που προκαλούν συναισθήματα. Γράφονται μικρές ιστορίες, στήνονται σκηνικά και μοιράζονται ρόλοι π.χ τα ποιήματα « Δε θέλει πολύ», «Τόσο κρύο», «Κι ένα γλυκό», « Σαλιγκάρια». Κυρίαρχη η εικόνα, εικόνα φωτογραφία, εικόνα αίσθηση – μύριζε το σπίτι φρεσκοψημένο ψωμί, εικόνα άκουσμα – τραγουδούσα με ραγισμένη φωνή ή έπαιζε ένας fado ρυθμός. Από το συγκεκριμένο, το αισθητό, την εμπειρία και το βίωμα στο αφηρημένο, στο εσωτερικό, στο συναίσθημα.
Ως προς τον ρηματικό χρόνο. Εναλλαγή παρελθόντος και παρόντος με φυγή στο μέλλον έστω και ως «μικρή κουκίδα», χωρίς διαχωριστικές γραμμές. Το ένα σβήνει αθόρυβα μέσα στο άλλο, συνέχεια και απόληξή του.
Ως προς τα πρόσωπα. Αλλού κυρίαρχο το πρώτο, εκεί που κορυφώνεται η τρυφερότητα η συγκίνηση η νοσταλγία. Παρόν και το δεύτερο, ένα εσύ που μοιράζεται τον προσωπικό κόσμο της ποιήτριας ή αποτελεί σημείο αναφοράς του λόγου. Αλλά και το τρίτο για τα πρόσωπα εκείνα που συνθέτουν τον χώρο της και αποτελούν σημείο εκκίνησης της σκέψης και της μνήμης.
Η ποιητική συλλογή της Κούλας Αδαλόγλου, αποτέλεσμα ώριμων συναισθημάτων, πηγαίου και καλοδουλεμένου λόγου και μιας παραστατικής μνήμης δεν μπορεί παρά να συγκινήσει τον αναγνώστη αφήνοντας μια πολύ τρυφερή και συνάμα νοσταλγική αίσθηση. Και είναι βέβαιο πως μια μικρή κουκκίδα, που αδιόρατα ίσως ιχνογραφείται στο μέλλον, με μια μαγική δύναμη μπορεί να απαλύνει όλα αυτά που λείπουν και πονούν και που σε όλη την εξαιρετική συλλογή με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο λανθάνουν.
«Να ‘ρχεσαι, με τα ιαματικά σου μάτια,
γιατί ξέρεις
πως με το ψαλίδι για τα νυχάκια
κόβεται η ξεχασμένη στο κρεβάτι μάλλινη μπλούζα
και οι φλέβες γύρω από την καρδιά
απαλά, να μην πονούν»
————–
Ο τίτλος του κειμένου προέρχεται από τίτλο ποιήματος της συλλογής («Κι ένας χορός από λέξεις στο στόμα σου», σ. 55)