Το βιβλίο της αγαπητής στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό Γιόκο Ογκάουα ‘’Η αστυνομία της μνήμης‘’ κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2020, λίγο μετά τη μετάφρασή του στα αγγλικά ( The memory police ), τριάντα χρόνια σχεδόν μετά την πρώτη του έκδοση στην Ιαπωνία. Σε συνέντευξή της στην εφημερίδα Καθημερινή η συγγραφέας αποκάλυψε πως εμπνεύστηκε την ιστορία της από Το Ημερολόγιο της Άννας Φρανκ. Ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ήδη από τις πρώτες σελίδες τη σύνδεση, κι εύκολα αναγνωρίζει ως διακείμενα το 1984 του Όργουελ και το Φαρενάιτ 451 του Μπράντμπερι.
Σε τόπο που δεν κατονομάζεται, γνωρίζουμε μόνο ότι πρόκειται για νησί, σε χρόνο που δεν αναφέρεται, ζει μόνη της μετά το θάνατο των γονιών της η ανώνυμη ηρωίδα, συγγραφέας ιστοριών. Δυο άνθρωποι βρίσκονται κοντά της, ο ηλικιωμένος φίλος των γονιών της, πρώην καπετάνιος φέρι μποτ που ζει στο παροπλισμένο, μισοκατεστραμμένο πλοίο του και αποτελεί σύμβουλο, βοηθό και προστάτη της και ο επιμελητής των βιβλίων της ο Ρ. Το παράδοξο της ιστορίας, που αιχμαλωτίζει το ενδιαφέρον των αναγνωστών από το ξεκίνημα της αφήγησης, είναι οι εξαφανίσεις που συμβαίνουν κατά διαστήματα στο νησί. Εξαφανίζονται τα πουλιά, τα καπέλα, οι κορδέλες, τα τριαντάφυλλα και πολλά άλλα, ενώ οι κάτοικοι υποχρεούνται να ξεχάσουν την ύπαρξή τους και να καταστρέψουν άμεσα όποια από αυτά έχουν στην κατοχή τους. Ο φορέας εξουσίας στο νησί, η Αστυνομία της μνήμης, έχει την ευθύνη των εξαφανίσεων και είναι ο θεματοφύλακας των απαγορεύσεων καθώς καθήκον του είναι να εντοπίζει τους παραβάτες, να τους συλλαμβάνει, να τους φυλακίζει ακόμα και να τους εξαφανίζει. Ως παραβάτες λογίζονται κυρίως όσοι αρνούνται να ξεχάσουν, αλλά και όσοι εξακολουθούν να κρατούν αντικείμενα που έχουν εξαφανιστεί ή κρύβουν άτομα που καταζητεί η Αστυνομία της μνήμης.
Από τα πρώτα θύματα της Αστυνομίας της μνήμης υπήρξε η γλύπτρια μητέρα της ηρωίδας η οποία, μετά από μια ειδοποίηση που έλαβε, παρουσιάστηκε στα γραφεία της Αστυνομίας και έκτοτε δεν έδωσε κανένα σημείο ζωής. Η ηρωίδα θυμόταν την μητέρα της να της φανερώνει ένα σωρό παράξενα αντικείμενα που φύλαγε σε συρτάρια του εργαστηρίου της, αντικείμενα που η ίδια δεν γνώριζε γιατί είχαν πια εξαφανιστεί. Όταν ο επιμελητής της ο Ρ. της εκμυστηρεύτηκε ότι είναι και ο ίδιος αρνητής της λήθης, η ηρωίδα αντιλήφθηκε τον κίνδυνο που διέτρεχε η ζωή του και πρότεινε να του προσφέρει καταφύγιο στο σπίτι της πριν τον συλλάβουν. Ο Ρ. σύντομα εγκαταστάθηκε στο κρυφό μεσοπάτωμα που προσαρμόστηκε κατάλληλα χάρη στην προσωπική εργασία της ηρωίδας και του οικογενειακού φίλου.
Καθώς η πλοκή εξελίσσεται η κατάσταση χειροτερεύει διαρκώς για τους ήρωες αλλά και για τους υπόλοιπους κατοίκους του νησιού και καταλήγει να γίνει εφιαλτική. Η Αστυνομία της μνήμης σκληραίνει διαρκώς τη στάση της, εισβάλλει απροειδοποίητα και απροκάλυπτα στα σπίτια για έρευνες, σέρνει βίαια στις φυλακές άτομα που ανακαλύπτει σε κρυψώνες, προχωρεί σε αποτρόπαιες πράξεις όπως η καύση των βιβλίων. Δείγματα όλα αυτά των πρακτικών που ακολούθησαν κατά καιρούς και συνήθως υιοθετούν τα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Καταπίεση, ανελευθερία, επιβολή, απαγορεύσεις, σκοταδισμός, παρακολουθήσεις, βιαιότητες, κυνηγητό των αντιφρονούντων, παράνομες έρευνες, κατάλυση του ιδιωτικού ασύλου, συλλήψεις, θανατώσεις. Και μέσα σ΄αυτόν το ζόφο ένα τσουνάμι σωρεύει κι άλλες πληγές.
Ενδιαφέρον εύρημα της πλοκής αποτελεί μια δεύτερη ιστορία που εγκιβωτίζεται στην πρώτη. Είναι η ιστορία που έχει συλλάβει και χτίζει κεφάλαιο το κεφάλαιο η ηρωίδα συγγραφέας για το νέο της βιβλίο. Η πλοκή της παρουσιάζει ομοιότητες με τις πραγματικές συνθήκες που ζει. Εκεί η πρωταγωνίστρια χάνει τη φωνή της, μετατρέπεται σταδιακά σε άτομο εξαρτώμενο, χειραγωγείται από τον εραστή της, οδηγείται σε απομόνωση και αιχμαλωσία οπότε σταδιακά χάνει την ταυτότητά της.
Τρία είναι τα κεντρικά θέματα στην Αστυνομία της μνήμης: η μνήμη, οι μηχανισμοί μιας αυταρχικής εξουσίας και η απώλεια. Η μνήμη αποτελεί δομικό συστατικό του εαυτού μας και όλοι γνωρίζουμε τι σημαίνει η απώλειά της. Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα επιδιώκουν τη διαστρέβλωση των γεγονότων και τη λήθη όσων κρίνονται επικίνδυνα για την ισχύ τους. Ευτυχώς πάντα υπάρχουν κάποιοι που αντιστέκονται και άλλοι που τους στηρίζουν και διευκολύνουν τη δράση τους έστω και με κόστος και παρά το κλίμα φόβου και απειλών. Έντονο και το θέμα της απώλειας. Η ηρωίδα στερείται την μητέρα της, χάνει τον πατέρα της, τον φίλο της, καλούς γείτονες, τα αγαπημένα της βιβλία. Οι απώλειες αυτές γίνονται γι΄αυτήν μόνιμες πηγές μελαγχολίας και πόνου.
Όπως γίνεται αντιληπτό το μυθιστόρημα της Ογκάουα είναι μια δυστοπική αλληγορία, εξαιρετικά επίκαιρη και σήμερα. Διαβάζεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον όχι μόνο λόγω θέματος, αλλά και για τον χαρακτηριστικό τρόπο που έχει η συγγραφέας να αφηγείται με το αναγνωρίσιμο για την ευαισθησία, την ευγένεια, τη γλυκύτητα ύφος της. Οι αλλόκοτες ιστορίες της γοητεύουν με τη λιτή, χαμηλότονη αφήγηση, τον διάχυτο διακριτικό ερωτισμό, την ποιητική περιγραφή των εικόνων και τη λεπτότητα στην απόδοση των συναισθηματικών αποχρώσεων. Οι ήρωές της είναι άνθρωποι μόνοι κυρίως, αλλά με υψηλό δείκτη συναισθηματικής νοημοσύνης, σεμνοί, ευφυείς, εργατικοί, οργανωτικοί, ευαίσθητοι, ευγενικοί και δοτικοί, ίσως αρκετά ανεκτικοί και υπάκουοι για τα χαρακτηρολογικά πρότυπα του δυτικού αναγνώστη.