Μότο: Είμαστε φτιαγμένοι από τα υλικά των ονείρων, Σαίξπηρ
Είμαστε φτιαγμένοι από τα υλικά των ταινιών, Σινεράιδα
Η Μαρία Μαργαρίτα κατοικεί με τον παράλυτο πατέρα της και τους τέσσερις αδελφούς της σε ένα άνυδρο νιτροχώρι της ερήμου Ατακάμα στη Χιλή. Η οικογένεια ίσα που επιβιώνει με τη θλιβερή σύνταξη του πατέρα-θύμα εργατικού ατυχήματος που τον έχει καθηλώσει σε μια πολυθρόνα. Η μητέρα έχει εγκαταλείψει μετά το ατύχημα σύζυγο και παιδιά για να κυνηγήσει το όνειρό της να γίνει αρτίστα. Βρισκόμαστε στη δεκαετία του 50, όταν η μόνη ψυχαγωγία για τους κατοίκους του ξεχασμένου χωριού ήταν ο κινηματογράφος. Επειδή τα χρήματα δεν επαρκούσαν, μετά από ενδοοικογενειακό διαγωνισμό, η Μαρία Μαργαρίτα αναδεικνύεται επίσημα η αφηγήτρια ταινιών της οικογένειας. Είναι αυτή που εξασφαλίζει το εισιτήριο για τον κινηματογράφο κι αναλαμβάνει το καθήκον να αφηγηθεί στη συνέχεια το έργο στους υπόλοιπους. Το κορίτσι δεν αρέσκεται απλώς στο να παρακολουθεί ταινίες, αλλά τη συναρπάζει η μεγάλη οθόνη, όπως και τη μητέρα της, και γρήγορα η φήμη της ως αφηγήτρια ταινιών απλώνεται σε όλο το χωριό. Έτσι το σαλονάκι του σπιτιού αναδιαμορφώνεται ώστε να δέχεται με χαμηλό αντίτιμο μικρά παιδιά και ηλικιωμένους που είτε δεν έχουν τα χρήματα για το σινεμά είτε δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν τις ταινίες, προκειμένου να απολαύσουν τις γοητευτικές αφηγήσεις του κοριτσιού. Στα έντεκά της η μικρή υιοθετεί το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Σινεράιδα και εξελίσσει ολοένα την τεχνική της. Εκτός από μιμήσεις χρησιμοποιεί μεταμφιέσεις, τραγούδι, αυτοσχεδιασμούς κάνοντας όνειρα για το μέλλον. Τα πράγματα όμως παίρνουν άσχημη τροπή όταν πεθαίνει ο πατέρας και τα αδέρφια της τραβούν το καθένα το δικό του δρόμο. Μια σειρά τραγικών γεγονότων οδηγούν σε απορφανισμό του κοριτσιού που επιπλέον μένει και χωρίς δουλειά, καθώς η τηλεόραση εισβάλλει στο χωριό και σταδιακά εδραιώνεται παίρνοντας θέση σε κάθε σπίτι. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά την πλήττουν ανεπανόρθωτα και οι πολιτικές εξελίξεις με το πραξικόπημα Πινοτσέτ. Οι εταιρίες εξόρυξης και επεξεργασίας του νίτρου, ξένων συμφερόντων κατά κύριο λόγο, κλείνουν και ο οικισμός που γεννήθηκε και μεγάλωσε εγκαταλείπεται.
Η νουβέλα του Λετελιέρ δεν αφήνει ασυγκίνητο κανέναν αναγνώστη. Μέσα από την ιστορία της μικρής Σινεράιδα προβάλλει μια ολόκληρη κοινωνία ανθρώπων του μόχθου που εργάζονται για την επιβίωση χωρίς ελπίδα για μια καλύτερη ζωή και χωρίς μερίδιο στο όνειρο. Εγκλωβισμένοι στον κρανίου τόπο της αφιλόξενης ερήμου, έρμαια των μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων που λυμαίνονται την πλούσια σε μεταλλεύματα περιοχή, υποχείρια των τοκογλύφων, δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Ο κινηματογράφος γι΄ αυτούς είναι μια διέξοδος, είναι ο μοναδικός τρόπος να ξεφύγουν για λίγο από την ανυπόφορη ζωή τους και να μεταφερθούν έστω πρόσκαιρα σε έναν άλλο κόσμο, ένα κόσμο ψευδαισθήσεων, που όμως κάνει υποφερτή την καθημερινότητά τους. Η μητέρα της Μαργαρίτας, όπως και η ίδια η Μαργαρίτα πίστεψαν ότι το όνειρο μπορούσε να πάρει σάρκα και οστά, πίστεψαν στον εαυτό τους και προσπάθησαν. Η τύχη για λίγο χαμογέλασε, αλλά οι διαψεύσεις δεν άργησαν και η ζωή συνέχισε το δύσκολο δρόμο της.
Παρά το δραματικό περιεχόμενο, το βιβλίο, ειδικά στην αρχή, είναι γραμμένο με ύφος λιτό, ανάλαφρο και κωμικό σε κάποια σημεία, μάλλον επειδή η ηρωίδα, που μας αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο την ιστορία της, αναφέρεται στα παιδικά της χρόνια, τότε που ήταν πονεμένη μεν από την απουσία της μητέρας, ατένιζε όμως με ελπίδα το αύριο. Το χιούμορ στην πορεία της αφήγησης γίνεται πικρό μέχρι που στο τέλος εκλείπει τελείως. Εκείνο που μένει ωστόσο είναι η τρυφερότητα και η ευαισθησία του συγγραφέα, η στοργή για τους ήρωές του και η βαθιά συνείδηση της τραγικότητας του ανθρώπου που βάλλεται από δυνάμεις που δεν μπορεί να αντιπαλέψει.
Την έκδοση συμπληρώνει το διαφωτιστικό Επίμετρο του Πάμπλο Νερούδα με τίτλο ‘’Η πάμπα του νίτρου.’’ Αναφέρεται στην εμπειρία του ΧΙιλιανού ποιητή από τις επισκέψεις του στην περιοχή των ορυχείων ως γερουσιαστής. Εξελέγη το 1945, γεγονός το οποίο έφερε ως τίτλο τιμής. Την περιγράφει ως ‘’άγριο και δύσβατο τόπο όπου δεν βρέχει για μισό αιώνα, με αποτέλεσμα να είναι καμένα τα πρόσωπα των μεταλλωρύχων, ενώ η έκφραση της μοναξιάς και της εγκατάλειψης κατακάθεται στα σκούρα έντονα μάτια τους.’’ Αποφαίνεται πως ‘’ Δεν υπάρχουν πολλά μέρη στον κόσμο όπου η ζωή είναι ταυτόχρονα τόσο σκληρή και τόσο απογυμνωμένη από κάθε κίνητρο να τη ζήσεις.’’
‘’Η αφηγήτρια ταινιών’’ είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί για τα πλούσια συναισθήματα που προσφέρει, την ενσυναίσθηση που καλλιεργεί, αλλά και για την απόλαυση της άμεσης, αφτιασίδωτης αφήγησης που ρέει απρόσκοπτα χάρη και στην ωραία μετάφραση της Λένας Φραγκοπούλου.
Μερικά δείγματα γραφής:
Καθόμασταν στην πρώτη σειρά, σχεδόν κολλημένοι πάνω σ΄εκείνο το τεράστιο λευκό πανί που το θεωρούσα εξίσου ιερό με την Αγία Τράπεζα. Η κορύφωση όλης εκείνης της ιεροτελεστίας ερχόταν τη στιγμή που έσβηναν τα φώτα, έκλειναν οι κουρτίνες, σταματούσε η μουσική και η οθόνη γέμιζε κίνηση και ζωή. Ένιωθα σαν να πετούσα. Τόσο μεγάλη ήταν η παράξενη σαγήνη που ασκούσε πάνω μου το σινεμά. Σε μένα και στη μητέρα μου. Τώρα το ξέρω. Η διαφορά ανάμεσα σε μας τις δύο και στους άντρες της οικογένειας ήταν ότι σ΄εκείνους το σινεμά άρεσε. Απλώς. Εμάς τις δύο μας ξετρέλαινε. Σελ. 19
Όση ώρα εξιστορούσα την ταινία, χειρονομώντας, μορφάζοντας, αλλάζοντας φωνές, ήταν σαν να μεταμορφωνόμουν, σαν να αποκτούσα πολλούς εαυτούς, σαν να γινόμουν το κάθε πρόσωπο του έργου. Σελ. 30
Εκείνη την εποχή ανακάλυψα ότι σε όλους τους ανθρώπους αρέσουν οι ιστορίες. Θέλουν να ξεφύγουν για λίγο από την πραγματικότητα και να ζήσουν εκείνους τους φανταστικούς κόσμους των ταινιών, των ραδιοφωνικών σειρών, των μυθιστορημάτων. Τους αρέσει μέχρι και ψέματα να τους λένε, αν αυτά τα ψέματα είναι καλοειπωμένα. Γι΄ αυτό και γνωρίζουν επιτυχία οι απατεώνες, γιατί έχουν ευχέρεια στα λόγια. Σελ. 64