Για τον Γαλατά της Άννας Μπερνς, βραβείο Μπούκερ 2018, έχουν ήδη γραφτεί πολλά, γεγονός καθόλου τυχαίο. Το βιβλίο αναπαριστά με αμεσότητα και ρεαλισμό τη ζωή μιας ολόκληρης κοινωνίας εν μέσω αιματηρών συγκρούσεων και ακραίου διχασμού, όπου η τρομοκρατία, η κρυψίνοια, η καχυποψία, η προκατάληψη, ο φανατισμός κυριαρχούν στενεύοντας τις ζωές των πολιτών, περιορίζοντας τις ελευθερίες τους, εξοικειώνοντάς τους με τη φρίκη των βομβιστικών επιθέσεων, των δολοφονιών για εκδίκηση και αντεκδίκηση, των λαϊκών δικαστηρίων. Το βιβλίο επικεντρώνεται στη σύνθλιψη του ατόμου και της κοινότητας στις συμπληγάδες μιας ιστορικής πολιτικής διαμάχης και στην προσπάθεια της κεντρικής ηρωίδας να ζήσει τη ζωή της με τους δικούς της όρους, πράγμα ιδιαίτερα δύσκολο στις συγκεκριμένες συνθήκες.
‘’ Τις μέρες εκείνες, σ΄εκείνο το μέρος, η βία ήταν το μέτρο όλων για να κρίνουν τους γύρω τους .’’ Σελ. 11
Στον Γαλατά τόπος και πρόσωπα δεν κατονομάζονται. Γνωρίζοντας ωστόσο ότι η συγγραφέας γεννήθηκε στο Μπέλφαστ της Βόρειας Ιρλανδίας αντιλαμβανόμαστε ότι αυτός είναι ο τόπος, με τις γνωστές ιδιαιτερότητες ( δύο εθνότητες — Άγγλοι, Ιρλανδοί, δύο κοινότητες – Ενωτικοί, Εθνικιστές, δύο στρατοί – κρατικός, παραστρατιωτικοί, δύο θρησκείες – Προτεστάντες, Καθολικοί ) ή, κατά την Μπερνς, ‘’εμείς’’ και ‘’αυτοί’’, οι ‘’πέρα από το νερό’’, ‘’οι πέρα από το δρόμο’’ , ‘’οι πέρα από τα σύνορα.’’ Ως χρόνος αναφέρεται η δεκαετία του 1970, από τις αιματηρότερες στη σύγχρονη ιστορία της Ιρλανδίας. Αφηγήτρια είναι η βασική ηρωίδα, μια δεκαοκτάχρονη κοπέλα που εργαζόταν, παρακολουθούσε μαθήματα Γαλλικών και συνήθιζε να περπατάει διαβάζοντας λογοτεχνία κυρίως του 19ου αιώνα. Στη μακροπερίοδη, ασθματικού ρυθμού αφήγησή της – απηχεί την πίεση των γεγονότων που έζησε — εκθέτει την προσωπική της ιστορία, ως η μεσαία αδελφή μιας πολυμελούς οικογένειας, που κατοικεί στη γειτονιά των εθνικιστών και υφίσταται τις επιπτώσεις του βίαιου, πολωμένου κλίματος που επικρατεί στην κοινότητα.
‘’ Ήξερα ότι διαβάζοντας ενώ περπατούσα έχανα την επαφή με την επαγρύπνηση, που εθεωρείτο ζωτικής σημασίας στην κοινότητα – κι αυτό ήταν όντως επικίνδυνο. Ήταν πολύ σημαντικό να ξέρεις, να ενημερώνεσαι, ν΄αντιλαμβάνεσαι τις εξελίξεις, ειδικά όταν οι εξελίξεις ήταν τόσο γρήγορες τόσο ραγδαίες, τόσο πυκνές. Από την άλλη, ξέροντας, μαθαίνοντας, τσεκάροντας τα πάντα – τόσο τις φήμες όσο και την πραγματικότητα – δεν κατάφερνες να παρέμβεις, να σταματήσεις, ή να επανορθώσεις τίποτα απ΄όσα συνέβαιναν. Με λίγα λόγια επίτηδες δεν ήθελα να ξέρω, γι΄αυτό διάβαζα περπατώντας: για να μην ξέρω.’’ Σελ. 109
Μια μέρα που η νεαρή ηρωίδα περπατούσε διαβάζοντας, όπως συνήθιζε, την προσέγγισε, με τη σιγουριά και το θράσος της ιδιότητάς του, ένα υψηλόβαθμο στέλεχος των παραστρατιωτικών, γνωστό ως γαλατάς – πιθανολογούνταν πως αυτή ήταν η κωδική του ονομασία. Ο γαλατάς ήταν σαραντάρης, παντρεμένος, και σύντομα μετατράπηκε σε σκιά της ηρωίδας. Γνώριζε τα πάντα για τη ζωή της και την αιφνιδίαζε συχνά πυκνά με την εμφάνισή του, εκεί όπου αθλούνταν, ή όταν επέστρεφε στο σπίτι από τα μαθήματα ή τη δουλειά της. Αρχικά ήταν ευγενικός μαζί της, στη συνέχεια όμως, προκειμένου να πιέσει την κοπέλα να ενδώσει, κατέφυγε σε έμμεσες αλλά σαφείς απειλές για τη ζωή του -ίσως φίλου της, που ήταν συνομήλικός της, μηχανικός αυτοκινήτων και είχαν για ένα περίπου χρόνο μια -ίσως σχέση, μια γνωριμία δηλαδή ανεπίσημη.
‘’ Στα δεκαοχτώ δεν είχα σαφή αντίληψη του τι αποτελούσε παρενόχληση, προσβολή, επίθεση. Είχα μια ιδέα, μια διαίσθηση, μια απέχθεια για κάποιες καταστάσεις και για κάποιους ανθρώπους, αλλά δεν ήξερα πως η διαίσθηση και η απέχθεια μετράνε, δεν ήξερα πως είχα το δικαίωμα να μη μ΄αρέσει, να μη θέλω, να μην είμαι αναγκασμένη να δέχομαι όποιον με πλησίαζε.’’ Σελ. 17
Η ηρωίδα χωρίς καν να το καταλάβει βρέθηκε σ΄έναν ασφυκτικό κλοιό. Στοχοποιήθηκε από τον περίγυρο ακόμη και από φιλικά πρόσωπα και την ίδια της την οικογένεια. Αρχικά για την παραξενιά της να διαβάζει περπατώντας, γεγονός που αποτελούσε για την κοινότητα παρεκκλίνουσα συμπεριφορά. Κυρίως όμως για τις συναντήσεις της με τον γαλατά, που της προκαλούσαν αισθήματα πανικού και τρόμου, ενώ παράλληλα την εξέθεταν στα κουτσομπολιά της κοινότητας. Όλοι την θεωρούσαν ερωμένη του, παρότι εκείνη το αρνούνταν σθεναρά χωρίς όμως να καταφέρνει να πείσει κανέναν.
‘’ Από παιδί κιόλας ήξερα ότι η αίσθηση του σάβανου, της κάπως στρεβλής ποιότητας του φωτός, είχε σχέση με τα πολιτικά προβλήματα, με τα τραύματα που είχαν προκαλέσει, με τα βάσανα που είχαν φέρει, με την απώλεια της ελπίδας και την απουσία της εμπιστοσύνης και μ΄ένα είδος διανοητικής αναπηρίας που κανείς δεν έδειχνε πρόθυμος να απαλείψει. Το ίδιο το φυσικό περιβάλλον δηλαδή σε συνέργεια με ή ως συνέπεια του ανθρώπινου σκότους που υπήρχε μέσα του, δεν ενθάρρυνε καθόλου το φως.’’ Σελ. 147
Παλεύοντας μόνη της να αποφύγει τον γαλατά συγκρούστηκε με τη μητέρα της, αμφισβητήθηκε από την καλή της φίλη, απομακρύνθηκε από τον – ίσως φίλο της, αντιμετώπισε την εχθρότητα ενός μεγάλου μέρους της κοινότητας, έπεσε θύμα δηλητηρίασης. Ήταν φανερό όμως πως δεν είχε τη δύναμη να ανταπεξέλθει σε έναν αγώνα άνισο, λες κι η μοίρα της είχε προδιαγραφεί.
‘’ Κατάλαβα πόσο προσεκτικά και μεθοδικά είχε καταφέρει αυτός ο άντρας να με πνίξει και να με κάνει ένα τίποτα. Κι όχι μόνο αυτός, αλλά η κοινότητα ολόκληρη, η ατμόσφαιρα, το πνεύμα όλων…’’ Σελ. 480
‘’ Και ήξερα ότι θα΄πρεπε να νιώθω ταραγμένη, αναστατωμένη, αιφνιδιασμένη τουλάχιστον, κι όχι ούτε καν έκπληκτη που ήμουν καθισμένη μέσα σ΄αυτό το διαβόητο αυτοκίνητο, λίγους πόντους μακριά απ΄αυτόν τον διαβόητο άντρα. Αλλά δεν είχα επιλογή. Δεν υπήρχε πια εναλλακτική. Είχα σταθεί ανίκανη ν΄αντιληφθώ αυτό που οι άλλοι είχαν αντιληφθεί πανεύκολα από την αρχή: ότι δηλαδή ήμουνα το fait accompli, το τετελεσμένο γεγονός του Γαλατά.’’ Σελ. 475
Η ηρωίδα τελικά διασώθηκε παρά τρίχα, όταν μια κρατική περίπολος πυροβόλησε και σκότωσε τον γαλατά. Ο θάνατός του γνωστοποιείται στον αναγνώστη ήδη από τις πρώτες αράδες του βιβλίου, οπότε η αφήγηση που ακολουθεί είναι ανάδρομη με όλο το ιστορικό των παρενοχλήσεων που δέχτηκε η ηρωίδα, κυρίως από τον γαλατά, αλλά και από τον νεαρό Τάδε Μακ Τάδε που είχε ανάλογους σκοπούς.
‘’ Η μέρα που ο Τάδε Μακ Τάδε μού χωσε το πιστόλι στο στήθος και με είπε παλιοκόριτσο και φοβέρισε ότι θα μου την ανάψει, ήταν η ίδια μέρα που σκοτώθηκε ο γαλατάς. Τον είχε πυροβολήσει κάποια από τις στρατιωτικές περιπόλους κι εμένα καθόλου δεν μ΄είχε πειράξει που είχαν πυροβολήσει αυτόν τον άντρα.’’ Σελ. 9
Το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο της Μπερνς, πέρα από το πολιτικό ζήτημα της Βόρειας Ιρλανδίας, που ήρθε πάλι στην επικαιρότητα λόγω Brexit, πραγματεύεται το θέμα της παρενόχλησης που εντάσσεται στο ευρύτερο κεφάλαιο του βιασμού, σαρκάζοντας κατά της αντίληψης που θεωρεί τη σωματική επαφή μοναδική προϋπόθεση για το βιασμό, ανεξάρτητα από την ψυχική βλάβη. Γενικά το πικρό χιούμορ, η ειρωνεία και ο σαρκασμός αποτελούν προσφιλείς αφηγηματικούς τρόπους της Μπερνς. Άλλα, επίσης ενδιαφέροντα, ζητήματα που τίθενται στο βιβλίο είναι ο λάθος σύζυγος, η παρεκκλίνουσα συμπεριφορά με τις διαβαθμίσεις και τον βαθμό αποδοχής τους, οι αντιφατικές πρακτικές της κοινότητας, κουτσομπολιό και περιθωριοποίηση από τη μια, ενότητα και αλληλεγγύη σε περιπτώσεις ακραίου κινδύνου από την άλλη. Πηγές φωτός και αισιοδοξίας στη βαριά ατμόσφαιρα της συντηρητικής κοινωνίας αποτελούν οι ‘’ανατρεπτικές’’ παροτρύνσεις της δασκάλας των γαλλικών προς τους μαθητές της απέναντι στον κανόνα του ελέγχου και του φόβου και η εμφάνιση της πρώτης φεμινιστικής ομάδας στην κοινότητα.
‘’ Απολάμβανα την εκκεντρικότητα της δασκάλας, αυτά που έλεγε για ‘’κείνη τη μικρή φωνούλα’’ τις προτροπές της ‘’να ζήσουμε τη στιγμή’’, ‘’να ξεχάσουμε αυτό που κατά τη γνώμη μας έπρεπε να συμβεί, για χάρη αυτού που θα μπορούσε να συμβεί.’’ Ήταν και το ‘’αλλάξτε ένα πράγμα, παιδιά, ένα μόνο, και σας διαβεβαιώ πως στη συνέχεια τα πάντα θ΄αλλάξουν.’’ Τι νόημα έχει να ψάχνει κανείς νόημα; Προσπάθειες, προσπάθειες επανειλημμένες, είχε πει η δασκάλα. Έτσι γίνεται, αυτός είναι ο τρόπος. Σελ. 164
Ο Γαλατάς είναι ένα γοητευτικό βιβλίο, θα μπορούσε ωστόσο να είναι συντομότερο, αποφεύγοντας πλατειασμούς και κάποιες από τις πολλές εγκιβωτισμένες ιστορίες του χωρίς να χάσει σε αξία. Το περιεχόμενό του είναι πολιτικό, κοινωνικό, ψυχογραφικό. Η συγγραφέας έχει καταφέρει να ανταποκριθεί και στα τρία αυτά πεδία με απόλυτη επάρκεια και αξιοθαύμαστη αφηγηματική δεινότητα. Το κείμενο αναδεικνύει και η εξαιρετική μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου.