Ως συγγραφέας δεν ενδιαφέρομαι για το ‘’καλό’’ ή το ‘’κακό’’ αλλά για τη σκοτεινιά της ανθρώπινης εμπειρίας και τις σταθερές ατέλειες της ζωής μας. Elizabeth Strout
Η ηρωίδα της Στράουτ, Λούσυ Μπάρτον, στα μέσα της δεκαετίας του 80 νοσηλεύεται σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης για εγχείρηση ρουτίνας, λόγω επιπλοκών όμως αναγκάζεται να παραμείνει εκεί για εννέα εβδομάδες. Την διακατέχει μεγάλη ανησυχία όχι μόνο για την υγεία της, αλλά κυρίως για τον αποχωρισμό της από τις μικρές της κόρες και τον σύζυγό της. Τρεις εβδομάδες μετά την εισαγωγή της την επισκέπτεται, προς μεγάλη της έκπληξη, δεν έχουν συναντηθεί τα τελευταία τέσσερα χρόνια, η μητέρα της. Ταξίδεψε από το μακρινό Άμγκας του Ιλλινόις, γενέθλιο τόπο της Λούσυ, όπου οι γονείς και τα δύο της αδέλφια εξακολουθούν να διαμένουν. Η συγκίνηση από τη συνάντηση είναι φανερή στη συνεσταλμένη φωνή και τις δειλές χειρονομίες της μητέρας, ενώ η Λούσυ στο άκουσμα του χαϊδευτικού της αισθάνεται να την πλημμυρίζει ζεστασιά. Πέντε μερόνυχτα η μητέρα της μένει στο πλάι της, σε μια πολυθρόνα δίπλα στα πόδια της. Αρνείται πεισματικά το ράντζο για ύπνο και ξεκούραση που της προτείνουν οι νοσοκόμες. Η ατμόσφαιρα ανάμεσα σε μάνα και κόρη αρχικά είναι αμήχανη, με αποτέλεσμα εν πολλοίς η κουβέντα να περιστρέφεται γύρω από τις ζωές παλιών γνωστών. Η Λούσυ αναπόφευκτα γυρίζει στο παρελθόν. Θυμάται την ακραία φτώχεια τους, την πείνα, τη βρωμιά, τη σκληρότητα, τους ξυλοδαρμούς, τις κοροϊδίες των συμμαθητών της, τις ταπεινώσεις, την έλλειψη κοινωνικότητας, την καχυποψία ακόμη και ανάμεσα στα αδέλφια. Όασή της υπήρξε η ανάγνωση που της δημιούργησε την επιθυμία να γράψει και η ίδια. Ανακάλυψε πως τα βιβλία την έκαναν να αισθάνεται λιγότερο μόνη, οπότε σκεφτόταν πως γράφοντας θα συνέβαλε ώστε να μη νιώθουν μοναξιά και οι άλλοι. Χάρη στην υποτροφία ενός κολεγίου έξω από το Σικάγο, όπου γνώρισε και τον μέλλοντα σύζυγό της, σπούδασε και δεν ξαναγύρισε στο Άμγκας παρά μόνο ως επισκέπτρια. Το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη. Η οικογένειά της δεν αποδέχθηκε ποτέ το γάμο της, γενικά αντιμετώπισε με επιφυλακτικότητα την εξέλιξή της και το νέο τρόπο ζωής της, εξού και η αραιά επικοινωνία τους. Η παρουσία της μητέρας στο νοσοκομείο υπήρξε πολύτιμη για την Λούσυ, δεν ήταν αρκετή όμως για να καλύψει τα κενά που είχαν δημιουργηθεί. Κατάφερε ωστόσο να αναδείξει και να επιβεβαιώσει το συναίσθημα και από τις δύο πλευρές. Η πουριτανή μητέρα, αυστηρή, επιτακτική, αφοριστική, φειδωλή σε συζητήσεις, παραδοχές κι εξομολογήσεις, φειδωλή σε εκδηλώσεις στοργής και αγάπης, με σιγανή φωνή και πιο μαλακό πρόσωπο πια, λίγο πριν επιστρέψει πίσω στην επαρχιακή της πόλη έδειξε διάθεση αυτοκριτικής και μεταμέλειας για τη συμπεριφορά της. Πολύ αργά βέβαια για να επουλωθούν τα τραύματα και να ιαθούν οι πληγές, απαλύνθηκαν όμως κάπως και γλύκαναν, με κατανόηση, αποδοχή και αγάπη.
Την πρώτη ολόκληρη μέρα που περάσαμε μαζί, η μητέρα μου κι εγώ μιλούσαμε κατά διαστήματα, νομίζω πως καμιά από τις δυο μας δεν ήξερε τι ακριβώς να κάνει. Εκείνη με ρώτησε μερικά πράγματα για τις κόρες μου κι εγώ απάντησα με πρόσωπο ξαναμμένο, ‘’Είναι απίθανες’’ είπα. ‘’ Αχ, είναι πραγματικά απίθανες’’. Για τον άντρα μου η μητέρα μου δεν ρώτησε τίποτα, παρόλο που εκείνος της είχε τηλεφωνήσει και της είχε ζητήσει να έρθει για να είναι μαζί μου… Σελ. 11
Όταν γύρισα στο σπίτι για την Ημέρα των Ευχαριστιών, το βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ, κι αυτό γιατί φοβόμουν ότι τη ζωή μου στο κολέγιο την είχα ονειρευτεί. Φοβόμουν πως θα ξυπνούσα και θα βρισκόμουν πάλι σ΄αυτό το σπίτι και θα έμενα σ΄αυτό το σπίτι για πάντα, και μου ήταν αβάσταχτο. Σελ.31
‘’Σκουπίδια ήμασταν εμείς. Αυτό ακριβώς ήμασταν’’. Με τη φωνή της παιδικής μου ηλικίας, είπε η μητέρα μου, ‘’Λούσυ – που να πάρει – Μπάρτον, δεν ήρθα εγώ από την άλλη άκρη της χώρας για να σ΄ακούω να μου λες πως είμαστε σκουπίδια. Εμένα οι πρόγονοί μου και οι πρόγονοι του πατέρα σου ήταν από τους πρώτους κατοίκους αυτής της χώρας, Λούσυ Μπάρτον. Ήταν καλοί άνθρωποι, σωστοί, αξιοπρεπείς. Βγήκαν στην ακτή της Προβινστάουν στη Μασσαχουσέττη κι έγιναν ψαράδες και έποικοι. Εμείς εποικίσαμε αυτή τη χώρα, και αργότερα οι πιο καλοί κι οι πιο γενναίοι προχώρησαν στα Μεσοδυτικά, οπότε αυτοί είμαστε, κι αυτή είσαι κι εσύ. Και ποτέ μην το ξεχνάς’’. Σελ.118
Ξαφνικά, καθώς τα φώτα άρχιζαν να ανάβουν στην πόλη, είπα: ‘’Μανούλα, μ΄αγαπάς;’’ Η μητέρα μου κούνησε το κεφάλι και κοίταξε έξω, τα φώτα. Φρου Φρου, σταμάτα. Σελ.128 ‘Εχω την αίσθηση πως ίσως οι άλλοι δεν θα καταλάβουν ότι η μητέρα μου αδυνατούσε να πει τη φράση: Σ΄αγαπάω. Σελ. 129
Το βιβλίο πραγματεύεται τη σχέση μάνας- κόρης, τις συγκρούσεις που τη δοκιμάζουν, την αναπόφευκτη ταύτιση, τις σχέσεις των μελών της οικογένειας. Μιλάει για τη μοναξιά και την ανάγκη για αγάπη, για κάποιες συναναστροφές που μας δίνουν ώθηση στη ζωή, για την περιπέτεια της αυτογνωσίας και της αυτοπραγμάτωσης. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση εμπλουτισμένη με διαλόγους και εσωτερικούς μονολόγους εξυπηρετεί απόλυτα το περιεχόμενο. Το ύφος είναι λιτό, εξομολογητικό, η πλοκή υποτυπώδης, δίνει χώρο στη χαμηλότονη εσωτερικότητα και τα καταπιεσμένα συναισθήματα, που με αφορμή άλλοτε τη νοσηλεία κι άλλοτε το φάσμα του θανάτου βρίσκουν διέξοδο κι υπερχειλίζουν. Από άποψη χρόνου το βιβλίο κινείται στις χρονικές βαθμίδες παρελθόν-παρόν. Στο κοντινό παρελθόν αρχικά, με αφηγηματική αφετηρία τα μέσα της δεκαετίας του 80 και το γεγονός της νοσηλείας, και στο μακρινό παρελθόν, όταν η ηρωίδα ανακαλεί μέσω των εσωτερικών μονολόγων, τραυματικές κυρίως αναμνήσεις από την παιδική της ηλικία, για να μεταφερθεί προς το τέλος στο αφηγηματικό παρόν, περίπου αρχές του 2000, με θεματικό πυρήνα τη συγγραφική επιτυχία της Λούσυ, το διαζύγιό της, τις επιπτώσεις του στις κόρες της, τις ενοχές της, το δεύτερο γάμο της.
Η μοναξιά ήταν η πρώτη γεύση που γεύτηκα στη ζωή μου, και ήταν πάντα εκεί, κρυμμένη μέσα στο στόμα μου, στις πτυχώσεις του, σαν υπενθύμιση. Σελ.45
Έχω πάει σ΄αυτή την πόλη σε μέρη όπου πάνε οι πολύ πλούσιοι. Τέτοια μέρη είναι τα ιδιωτικά ιατρεία. Κάμποσες γυναίκες και λίγοι άντρες, κάθονται σε μια αίθουσα αναμονής και περιμένουν τη γιατρό που θα τους κάνει να μη μοιάζουν γέροι ή αγχωμένοι ή σαν τη μητέρα τους. Πριν μερικά χρόνια πήγα κι εγώ εκεί για να μη μοιάζω με τη μητέρα μου. Η γιατρός είπε ότι σχεδόν όλοι, την πρώτη φορά που έρχονται, λένε πως μοιάζουν πια με τη μητέρα τους και δεν το θέλουν αυτό. Σελ.124
Το μυθιστόρημα της Ελίζαμπεθ Στράουτ είναι ένα συγκινητικό ανάγνωσμα. Με απλή γλώσσα, λιτά εκφραστικά μέσα και χαρακτηριστική αμεσότητα αφηγείται μια ιστορία στην οποία χωρίς αμφιβολία πολλοί αναγνώστες θα αναγνωρίσουν συνθήκες και βιώματα της δικής τους ζωής. Ακόμη όμως κι αν δεν υπάρξει ταύτιση, ο αναγνώστης παίρνει το έναυσμα για να προβληματιστεί με τις σκληρές αλήθειες που διέπουν τις σχέσεις, οικογενειακές και κοινωνικές, που μας αφορούν όλους.