«Την ώρα που οι Τούρκοι μπήκαν στην Αγία Σοφία, δεν είχε τελειώσει ακόμα η θεία λειτουργία. Πήρε τότε βιαστικά ο παπάς τ’ άγιο δισκοπότηρο, ανέβηκε στα κατηχούμενα, μπήκε σε μια θύρα και η θύρα έκλεισε αμέσως. Οι Τούρκοι, που τον κυνήγησαν, είδαν να γίνεται άφαντος και βρήκαν, εμπρός στο σημείο που χάθηκε, τοίχο. Προσπάθησαν να τον ρίξουν, μα δεν μπόρεσαν! Έφεραν ύστερα χτίστες, μα κι εκείνοι δεν έκαμαν τίποτα. Κάλεσαν κατόπιν όλους τους χτίστες της Πόλης, έβαλαν τα πάντα εις ενέργειαν για να γκρεμίσουν τον τοίχο εκείνο, αλλά οι κόποι τους πήγαν χαμένοι. Ούτε με τους λοστούς, ούτε με τις αξίνες, ούτε με όλα τα σύνεργα που κουβάλησαν δεν μπόρεσαν να τον χαλάσουν. Γιατί είναι θέλημα Θεού να ανοίξη η θύρα μόνη της, όταν έρθη η άγια εκείνη ώρα, και να βγη ο παπάς να τελειώση τη θεία λειτουργία στην Αγια-Σοφιά, τότε που θα πάρουμε την Πόλη…”
Θρήνοι και όνειρα, άτοπα σε μία εποχή που προσπαθούμε τα σύνορα να μη χαράσσονται με όπλα. Ο Φώτης Κόντογλου, συνοδευόμενος από άξιους συνομιλητές, τον π. Γεώργιο Μεταλληνό και τον Ακύλα Μήλλα, καταγράφει τις ζοφερές ημέρες, που παραμένουν ανεξίτηλα χαραγμένες στο DNA κάθε απογόνου της λαμπρής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.