Από τις εκδόσεις Ροές, και στη σειρά «Γερμανόφωνοι συγγραφείς», κυκλοφορεί για πρώτη φορά στα ελληνικά το μυθιστόρημα του Χέρμανν Ούνγκαρ με τίτλο Οι ακρωτηριασμένοι, σε μετάφραση του Βασίλη Πατέρα και με επίμετρο της Πελαγίας Τσινάρη.
Ο υπάλληλος τραπέζης Φραντς Πόλτσερ, παγιδευμένος σε έναν ψυχρό εργασιακό κόσμο, έχει παραδοθεί στη μοιρολατρία και, ουσιαστικά, φυτοζωεί σε μια αέναα επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα. Το μόνο που τον συγκροτεί και τον συγκρατεί στη ζωή είναι η ακούραστη επιδίωξη της τάξης και της ασφάλειας, ως προστασίας από ένα εχθρικό και απρόβλεπτο, όπως το αντιλαμβάνεται, περιβάλλον. Εκείνο που του επιτρέπει να αντέχει τον αβάσταχτο βίο είναι η προβλεψιμότητα της κάθε ημέρας. Ο κόσμος είναι ο πιο άσπονδος εχθρός του.
Ο φόβος απέναντι σε κάθε αλλαγή τον ρίχνει στην αγκαλιά της σπιτονοικοκυράς του, της Κλάρας Πόργκες, μιας μαραμένης χήρας, η οποία ξέρει να εκμεταλλεύεται τις φοβίες του και τον εξουσιάζει πλήρως, μέχρι του σημείου της σεξουαλικής κακοποίησης.
Πυροδοτείται τότε μια λαίλαπα από γεγονότα, ένα κουβάρι από αδιέξοδα, θρησκευτικό φανατισμό, φιλαργυρία και βίαιη σεξουαλικότητα, που απειλεί να αφανίσει στο πέρασμά της όχι μόνο την τάξη αλλά και όλα τα πρόσωπα του μυθιστορήματος.
Ο γερμανόφωνος Τσέχος συγγραφέας Χέρμανν Ούνγκαρ (1893-1929) συνδέθηκε στην Πράγα με τον κύκλο των λογοτεχνών γύρω από τον Φραντς Κάφκα, τον Ερνστ Βάις και τον Μαξ Μπροντ.
Η αψιμυθίωτη, ωμή, αιχμηρή και ανελέητη γραφίδα του Ούνγκαρ σε αυτό το μυθιστόρημα προκάλεσε, στην εποχή του, τρόμο σε εκδότες (επρόκειτο αρχικά να εκδοθεί από τον Κουρτ Βόλφφ, εκδότη του Κάφκα, ο οποίος όμως υπαναχώρησε φοβούμενος πως θα κατέληγε στα δικαστήρια), κριτικούς και ομοτέχνους: ο Τόμας Μανν δεν θα διστάσει να μιλήσει για μια «σεξουαλική κόλαση», αναγνωρίζοντας παράλληλα την «εσωτερικά γνήσια καλλιτεχνική φύση» του συγγραφέα, ο δε Στέφαν Τσβάιχ θα αποφανθεί πως το βιβλίο αυτό έχει «μια τόσο δαιμονική δύναμη, ώστε […] δεν μπορείς παρά να το λατρέψεις με τρόμο».