Με τον παράδοξο τίτλο Εγκέφαλος Ψάρι από τις εκδόσεις Βακχικόν κάνει την είσοδό της στον χώρο της ποίησης η Λίλια Τσούβα μετά την πολύ επιτυχημένη -επίσης ιδιαίτερη- συλλογή διηγημάτων της Το τραγούδι των Ινουίτ (εκδόσεις Βακχικόν). Εικονογραφία με καθαρά υπερρεαλιστική διάθεση, ευθείες αναφορές σε μυθικά πρόσωπα με διάθεση ιερόσυλη, σπονδές στον εξωτισμό, και στο θεματικό επίκεντρο οι έννοιες θάνατος- απώλεια, είναι νομίζω τα κύρια χαρακτηριστικά της πολύ πρόσφατης ποιητικής της συγκομιδής. «Ο υπερρεαλιστικός τίτλος σχετίζεται με τη λαϊκή δοξασία πως το ψάρι σημαίνει λαχτάρα. Η όλη σύνθεση είναι μονοθεματική, επικεντρωμένη σε κάθε είδους διάλυση: σωματική, ψυχική, ερωτική, κοινωνική. Αφορά τις μοναχικές περιόδους της ζωής, όταν μια αθόρυβη βροχή πέφτει στην καρδιά και μας διαλύει¨ όταν νομίζουμε πως βρισκόμαστε στην πιο στενή σήραγγα, στην πιο άγονη έρημο» εξομολογείται η ίδια η ποιήτρια για τα ποιήματά της, που μόνον μίαν άγονη φαντασία δεν δηλώνουν. Και μόνο που θα ξεφυλλίσει ο αναγνώστης τη συλλογή, τον κατακλύζει αμέσως η δυνατή εικονοποιία με σαφείς υπερρεαλιστικές αναφορές: -Η μεσόκοπη νοσοκόμα/ προσπαθεί ν’ απομακρύνει τον ρινόκερο -Τώρα στα όνειρά της κατοικούν/ αρκούδες. -Μόνιμη η βροχή για τα όνειρα ψάρια -Υδάτινο το ρολόι/με ήχο / καμπάνας/ σημαίνει την ανθρώπινη μοίρα. -Οι έξι γυναίκες όταν στάθηκαν/ ημίγυμνες στην πασαρέλα/ κεφάλι είχαν πουλιού
«Ο σουρρεαλισμός, όπως τον όρισε ο Breton, προοριζόταν να αναθεωρήσει τον ορισμό της πραγματικότητας. Τα μέσα που χρησιμοποίησε, αυτοματική γραφή, καταγραφή ονείρων, αφηγήσεις σε κατάσταση ύπνωσης, ποιήματα και πίνακες δημιουργημένα από τυχαίες επιρροές, τέχνη που απεικόνιζε σκηνές παράδοξες και ονειρικές, όλα είχαν επινοηθεί για την εξυπηρέτηση του ίδιου θεμελιώδους σκοπού — την αλλαγή της αντίληψής μας για τον κόσμο κι ως εκ τούτου και την αλλαγή του ίδιου του κόσμου. Στο επίκεντρο της γραφής του ποιητικού υποκειμένου, βρίσκεται η ποιητική εικόνα. Ανατρεπτική, αιρετική, ονειρική. Αυτή αποκρυσταλλώνει την βαθύτερη ουσία της εμπειρίας της καθώς ‘ζωγραφίζει’ ποιήματα – πίνακες βγαλμένους θαρρείς από μιαν υπνωτική κατάσταση, που παραπέμπουν σε πολυεπίπεδη ανάγνωση όχι μόνον του ποιήματος αλλά οδηγούν σε μία διεύρυνση των ορίων του αντιληπτού κόσμου. Λεπτό το νήμα/ της ζωής κόβεται αργά/ με μισοφέγγαρα ψαλίδια,/ έντομα αφήνουν/ στίγματα μαύρα στο γυαλί, οι μέρες/ σπασμένες κιθάρας χορδές./ Αντικατοπτρισμοί ξεθωριασμένων μαργαριταριών,/μόνιμη η βροχή για τα όνειρα ψάρια. Ο κατακερματισμός της πραγματικότητας με το νυστέρι του σουρεαλισμού συνοδεύεται από τη διάσπαση της ποιητικής αφήγησης χάρη στο υπερβατό (σχήμα λόγου όταν ανάμεσα σε δύο όρους μιας πρότασης, οι οποίοι έχουν μεταξύ τους στενή λογική και συντακτική σχέση και θα έπρεπε να βρίσκονται ο ένας δίπλα στον άλλο, παρεμβάλλεται μια λέξη ή φράση και τους αποχωρίζει), που χρησιμοποιείται τακτικά: Οι ανοιξιάτικες ημέρες χάθηκαν/ σε τούφες ανάμεσα καπνού. Ξίφη στο κρεβάτι μου αιχμηρά. Ο γιατρός /τα νυχτερινά μου/ αντιπαθεί ταξίδια. Τη λαμπερή της άνοιξης δροσοσταλιά. Τα μεγαλύτερα ποιήματα είναι κυρίως αφηγηματικές μινιατούρες που συμπυκνώνουν τα κύρια θεματικά κέντρα της ποιήτριας: απώλεια, τραύμα, θάνατος, φυγή σε μιαν άλλη διάσταση όπου τα παραδεδομένα τοπικά και χρονικά όρια παραβιάζονται, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην ονειρική διαδικασία. Και ο θάνατος καραδοκεί παντού: η Μιχαέλα και η Φλοράνς στο ομώνυμο ποίημα που δεν παρατήρησαν ποτέ τον μαύρο καπνό του τρένου που αποτέφρωνε τα μαλλιά τους, η Σου που δεν είχε δει τον κροταλία που κρυβόταν στις φυλλωσιές της μουσμουλιάς, το μικρό γλαρόνι που πεθαίνει, η ανώνυμη ηρωίδα στο ποίημα Το Παλτό που αγκαλιάζει το άδειο μανίκι στο παλτό του άντρα της, οι αμέτρητοι θάνατοι Ελλήνων και Τρώων στο ίδιο παραπάνω ποίημα, η μητέρα που καθρεφτίζεται δεμένη σε αγχόνη. Συγκλονιστικό το ποίημα Ubasute όπου ο γιος οδηγεί τη μητέρα στο δάσος του Αοκιγκαχάρα στους πρόποδες του βουνού Φούτζι, για να την αφήσει εκεί να πεθάνει ολομόναχη, σύμφωνα με μακάβριο ιαπωνικό έθιμο. Κι ενώ διαβάζεις ξανά και ξανά τα ποιήματα, ανακαλύπτοντας κάθε φορά και μιαν ακόμα κρυμμένη αμυχή ονείρου, αναρωτιέσαι: θα τα αφήσουμε όλα πίσω μας, ακολουθώντας την προτροπή του Breton; «Παρατήστε τα όλα. Παρατήστε το Νταντά. Παρατήστε τη γυναίκα σας. Παρατήστε τη φίλη σας. Παρατήστε τις ελπίδες και τους φόβους σας. Παρατήστε τα παιδιά σας στο δάσος. Παρατήστε το γάμο για να πάτε για πουρνάρια. Παρατήστε στην ανάγκη την άνετη ζωή σας, παρατήστε ό,τι σας δίνουν για μια θέση με μέλλον. Πάρτε τους δρόμους». Θα τα αφήσουμε λοιπόν όλα πίσω μας, τα τετριμμένα, τα καθημερινά, τα γήινα, για να αναβαπτιστούμε στην πηγή μιας απρόσμενης ονειρικής μαγείας;