Μετά τις τελευταίες εκκαθαρίσεις από το σχέδιο δράσης Ξένιος Δίας οι μηχανές της εξουσίας κατέστειλαν όλες τις αντιστάσεις των στιγματισμένων, τοξικοεξαρτημένων, περιθωριακών, αστέγων, που κατέρρευσαν από τα «Ανθρωπιστικά» μέτρα της πολιτείας. Και έπεσε μια παγωμάρα και μια ερημιά, ενώ το μαύρο στόμα του πάρκου μας, η πύλη που οδηγούσε στον κάτω κόσμο, εξαφανίστηκε μαζί με τον Ελευθέριο και την οικοσκευή του.
Εδώ και μέρες οι κάδοι του Δήμου ξέχειλοι, σήπονται τα απορρίμματα και οι γείτονές μου στοιβάζουν γύρω τους τις σακούλες «περίτεχνα» με κάθε λογής σκουπίδι, τα πετάνε όλοι στον δρόμο σε κοινή θέα, ποιος νοιάζεται, όταν αίφνης περαστικός φανατικός καπνιστής πέταξε την αναμμένη του γόπα στον ξέχειλο κάδο, ο καπνός σκέπασε τον δρόμο και τα καμένα αυτοκίνητα μετατράπηκαν σε σύμβολα της πόλης μας.
Κάποιος από την πολυκατοικία μας αποφάσισε για κάποιο λόγο να αλλάξει την ζωή του και πέταξε είκοσι ζευγάρια παπούτσια. Ή επρόκειτο για θανόντα, ο οποίος εισήλθε στην πύλη ενός κόσμου ασύλληπτου. Στο πέλαγο των εικασιών μου επικράτησε η αισιόδοξη άποψη ότι ο άνθρωπος αυτός είχε μεταλάβει μιας άλλης διάστασης της ύπαρξης.
Συμβαίνει συνήθως με τις «ευαίσθητες» ψυχές των συγγενών, μόλις αποδημήσει εις Κύριον ο θανών, εξαφανίζουνε ρούχα, παπούτσια, κάθε υπόλειμμα της ζωής του, επιδιώκουν να αφανίσουν την ατμόσφαιρά του, κάποιοι ένεκα της οδύνης και άλλοι να ξεμπερδεύουν επιτέλους, μια και καλή, ό,τι τους ταλαιπωρούσε μήνες τώρα. Μήτε τελετουργικά, μήτε θρήνοι, μήτε κτερίσματα, όλα τα αναλαμβάνει ο Μπαμπούλας, γραφείο κηδειών.
Ίσως δεν νιώθουν στο κέντρο της καρδιάς ότι ο θανών παραμένει εντός της, ακέραιος. Ολοζώντανη οντότητα. Ή αρνούνται την παραδοχή αυτή από κατά τους ειδικούς λεγόμενη «άμυνα», ή από άγνοια.
Για να γλιτώσουν λοιπόν από την οδύνη των αναμνήσεων οι συγγενείς (άλλωστε ο άνθρωπος είναι ακούραστος αναζητητής της ευδαιμονίας και δραπέτης του πόνου – το αποκαλύπτει και η Διοτίμα που πρότεινε στον Σωκράτη να τον μυήσει «στα τέλεια και εποπτικά μέσω του έρωτος», προκειμένου να γλιτώσει από την οδύνη και να κερδίσει την αθανασία της ψυχής) ρούχα, παπούτσια, τσάντες, εσώρουχα, τα στέλνουν στον αγύριστο (τόσα χρόνια χλιδής, φετιχισμού), εξάλλου την εποχή της αφθονίας κανείς δεν προτιμούσε μεταχειρισμένα. Να φανταστείτε πριν δεκαπέντε χρόνια είχαν κλείσει ακόμα και τα «Αμερικάνικα». Το κατάστημα στεγαζόταν σ’ ένα μεσοπολεμικό κτίριο στην περιοχή της Βαλαωρίτου, το παλιό κέντρο της συμπρωτεύουσας, και πούλαγε εκείνα τα ρούχα που μύριζαν νεκρό, μούχλα, αρουραίους και εντομοκτόνο.
Σαν σήμερα θυμάμαι στο «αρχαίο» αυτό κατάστημα των Αμερικάνικων, τις σατέν ροζ τουαλέτες σαν τούρτες, τα στρατιωτικά αμπέχονα να κρέμονται θύματα πολέμου στις προθήκες- σκιάχτρα, τα τρισάθλια κιτς πολύχρωμα κάθε λογής φορέματα, αλλά και παπούτσια με πατημένες μύτες
Τα αμπέχονα και οι αρβύλες είχαν κάψει καρδιές. Οι φοιτητές τότε τα προτιμούσαν, απέπνεαν ένα πνεύμα επαναστατικότητας κι ονείρου. Με αυτά σύχναζαν στις συνελεύσεις, τις καταλήψεις και τις αγωνιστικές κινητοποιήσεις.
Αφού χάθηκα για λίγο στις σκέψεις μου, ξαναπιάνω το θέμα των στοιχισμένων υποδημάτων στον κάδο απορριμμάτων. Πράγματι, στη θέα τους προβληματίστηκα, είκοσι ζευγάρια παπούτσια και, ενώ δεν τράβαγα κανένα ζόρι, τα κοίταζα ξανά και ξανά. Η χαρά του ρακοσυλλέκτη. Καθώς οι «άνθρωποι των σκουπιδιών» τριγυρνάνε πια οργανωμένα, με αυτοσχέδια καροτσάκια, μακριά καλάμια με γάντζους. Κακοφορμίζει η ψυχή τους, αλλά και η ψυχή των ανθρώπων δια παντός. Τους βλέπω καθημερινά να βουτάνε στους κάδους με λιγωμένα βλέμματα. Όλες οι κατακτήσεις των εργαζόμενων κάνανε φτερά.
Κόλλησε η ματιά μου στα είκοσι ζευγάρια, ακριβώς απέναντι από την πύλη της πολυκατοικίας μας, υποδήματα υπολείμματα της πρώην «κοινωνίας της αφθονίας» που σήμερα κάνει τις προμήθειές της από τα κινέζικα ή τους πλανόδιους Πακιστανούς και τις συμπαθέστατες μικρόσωμες Κινεζούλες με τα ραδιόφωνα, τους φακούς, τα άχρηστα υποπροϊόντα του πετρελαίου. Έχω προμηθευτεί φακούς, μια ηλεκτρική ξυριστική μηχανή, μπρελόκ που αναβοσβήνουν, τρανζιστοράκι, σουγιά και χτένα για τον σκύλο μου. Μου φαίνεται ότι η αύρα μου τις έλκει και μου κολλάνε στους σταθμούς των τρένων. Αλλά ξέφυγα πάλι σε ατέρμονους συνειρμούς.
Σκεφτείτε λίγο τον συμβολισμό του υποδήματος. Λέγουν, αυτό το παπούτσι μου ταίριασε γάντι, καθώς αφορά το πόδι μας που στηρίζει το σώμα, το ερειστικό μας σύστημα. Λέγουν, πατάω γερά στα πόδια μου, μου κόπηκαν τα πόδια, το ’βαλα στα πόδια, τα πόδια μου δεν με κρατούν, παπούτσι από τον τόπο σου. Επομένως, η σημασία του υποδήματος είναι αυτονόητη ως απαραίτητη για τη δράση, την κίνηση, την αλλαγή, τη συσχέτιση.
Τα πόδια μας συμβολίζουν το προχώρημά μας στη ζωή, τη σχέση μας με την ετερότητα, με το παρόν, και το παρόν μέλλον. Το πνεύμα μας, τις επιλογές μας, τα ανοίγματά μας στον κόσμο, τις αποφάσεις μας. Αποτελούν τη βάση μας, την επαφή μας με τη γη, γειωνόμαστε, αφήνουμε τα ίχνη μας στον κόσμο, το αποτύπωμά μας.
Το παιδί μπουσουλάει, εξερευνά, ανακαλύπτει και σιγά σιγά ανασηκώνεται, στηρίζεται στα δυο του πόδια, επιλέγει την κατεύθυνση, το παιγνίδι, τη σχέση του με το όμοιό του. Αποκτάει ρίζες, ριζώνει, πατάει καλά στα πόδια του, στη βάση του. Μαθαίνει να πατάει πόδι, να απαιτεί. Αποκτάει σιγουριά και σθένος. Αντίθετα, για κάποιον ανασφαλή συνηθίζεται να λέμε, του κοπήκαν τα πόδια, του βάλανε τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι κλπ.
Το παπούτσι, λοιπόν, σύμφωνα με τα άνωθεν, ως σύμβολο αλλά και λειτουργικό αντικείμενο πρέπει να είναι άνετο, μαλακό, να μη γλιστράει στα βρόμικα πλακάκια της πόλης, ασφαλές, όμορφο, να κρατάει το πόδι σταθερό, να σημαίνει και να αποκρύπτει.
Το υπόδημα μαρτυράει τις εξιδανικεύσεις μας. Υπόδημα του χορού, ορειβατικό, γαμήλιο, επίσημο, καθημερινό, του τένις, για τρέξιμο, γυμναστικής κλειστού χώρου, ποδοσφαίρου, παντόφλα μπάνιου, παντόφλα καναπέ, παντόφλα σαγιονάρα, με στρας, απλή, παπούτσι φετίχ, ερωτισμού, μπότα χαμηλή, μπότα για σκι, βατραχοπέδιλα, αντιολισθητικά θαλάσσης, εκείνο το κοσμικό χρυσό γοβάκι με στρας αλά Χόλλυγουντ απ’ όπου ρουφάει εντέχνως ο εραστής τη σαμπάνια στις περιπετειώδεις ταινίες του Μποντ, και το άλλο του συναγερμού που χτύπησε ο Χρουστσώφ στο βήμα για να επιβάλει την τάξη σε κάποια σύνοδο των επικυρίαρχων.
Ανεξίτηλη εικόνα έχει μείνει στη μνήμη μου, σε συνέλευση του συλλόγου μας στην Ιταλία, όταν μια φοιτήτρια έβγαλε το παπούτσι της και σφήνωσε το τακούνι στο κεφάλι φοιτητή, πρώην αντιστασιακού.
Κρύβει, λοιπόν, αυτό το δόλιο αντικείμενο αλλά και αποκαλύπτει ρόλους, προσωπεία, στολές, μεταμφιέσεις, που μας θωπεύουν, μας αποκοιμίζουν ή μας αιφνιδιάζουν απροκάλυπτα. Σκεφτείτε όταν ερωτευτήκατε, την ασύδοτη επιθυμία που νιώσατε να κάνετε δώρο στον εαυτό σας ένα ζευγάρι ολοκαίνουριο. Ή όταν αλλάζατε ρότα στο πλοίο της ζωής σας.
Εδώ κοντοστάθηκα συλλογιζόμενη με ποιο ζευγάρι υποδημάτων αναχωρεί ο κάθε θανών δια την νήσον των Μακάρων ή τον Άδη; Ποιο ζευγάρι είναι απαραίτητο δια την αναχώρηση εις κόσμους μακρινούς και απροσπέλαστους; Με ποιο ζευγάρι υποδημάτων επιστρέφουμε στη μήτρα του κόσμου; Πόσο χρήσιμο είναι όταν η συνειδητότητά μας επιστρέφει στον αιώνιο Ωκεανό; Τι σήμαινε για την προγονή μου η φύλαξη ενός αφόρετου ζευγαριού υποδημάτων στο ερμάριο της ;
Τα είκοσι ζευγάρια παπούτσια, παρατεταγμένα δίπλα στον κάδο, παραμορφωμένα και ταλαίπωρα ράκη, καταμαρτυρούσαν τις επιλογές και το βάδισμα του άγνωστου θανόντος στη ζωή ετούτη.
Αλλά, τόσα ζευγάρια ο αθεόφοβος; Ματαιοδοξία. Δεν γνώριζε ότι το ταξίδι έχει προορισμό. Ότι η φθορά είναι αναπότρεπτη; Ότι «πάντα ρει και ουδέν μένει» και ότι οι πονόψυχοι συγγενείς του στο τέλος θα τα εξαφάνιζαν στους κάδους με τα απορρίμματα της προηγούμενης μέρας;
Κοίταξα ξανά και ξανά τα είκοσι ζευγάρια. Έκρυβαν και φανέρωναν την ταξική καταγωγή του ιδιοκτήτη τους, τη σκιά αλλά και τη συνείδησή του, την οδύνη της μοναξιάς, την αυταρέσκεια, τον υλικό του παράδεισο, τον τρόπο που βάδιζε στον δρόμο, στη δουλειά, στη ζωή, τις ιεραρχήσεις των αναγκών του, τις ιεραρχήσεις των αξιών του, τις επιλογές των ερώτων του, τον αισθησιασμό του.
Μια ιδέα φωτίστηκε, θα χαρακτήριζα την κρίση μας «κρίση των υποδημάτων». Κρίση βημάτων. Κρίση αξιών, κρίση ιεράρχησης των αξιών, κρίση του δόλιου φετίχ. Χαρά του ρακοσυλλέκτη ναυαγού. Και ας μην λησμονούμε ότι η φόρμα και το είδος του υποδήματος μας υπαγορεύουν τον τρόπο που βαδίζουμε στη ζωή. Αμήν εις τον αιώνα.
«Ότι είμαστε και ό,τι φαινόμαστε δεν είναι παρά ένα όνειρο μέσα σ’ ένα όνειρο». Ε.Α. Πόε
Κάθε καινούριο ζευγάρι είναι μια υπόσχεση. Υπόσχεται πολλά και διάφορα. Άνεση, ομορφιά, νέους δρόμους, ακόμη και νέες ικανότητες. Μα στα 55 μου κι έχοντας αγοράσει πολλά παπούτσια στη ζωή μου, περνώ μακράν τις περισσότερες ώρες μου, τουλάχιστον το καλοκαίρι, ξυπόλητος …