Η Αθηνά Παπανικολάου σ’ αυτή τη συλλογή διηγημάτων μας αποκαλύπτει έναν ξεχασμένο και χαμένο κόσμο στον οποίο έχουμε πια πρόσβαση μόνο μέσα από μαρτυρίες και ντοκουμέντα. Στιγμιότυπα και ιστορίες του προηγούμενου αιώνα στην ελληνική ύπαιθρο μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο, στα σκληρά εκείνα χρόνια της ανέχειας και της άγριας πείνας. Συνυφασμένες οι διηγήσεις με παραδόσεις και έθιμα ακόμα και με συνταγές για σιμιγδαλένιο χαλβά για να ημερώσουν οι στρατιές των αγγέλων.
Ταυτόχρονα όμως αυτή η φέτα που μας προσφέρει η συγγραφέας από το ψωμί του κόσμου, αποκαλύπτει καθολικά συναισθήματα και αναλύει συλλογικές αντιδράσεις της ανθρώπινη φύσης, αφού τελικά κάθε άνθρωπος ερωτεύεται, πονά, εγκαταλείπεται, μεταναστεύει, νοσταλγεί με τον ίδιο τρόπο από τις απαρχές του πολιτισμού ως σήμερα. Άρα αυτά τα διηγήματα είναι απελπιστικά και απελπισμένα σύγχρονα.
Σκευές της Παπανικολάου είναι η εξοικείωση που έχει με τη ζωή στην ύπαιθρο οι εμπειρίες της μέσα στην τάξη, οι πλατιές της γνώσεις, η εξαιρετική της παιδεία, η ευχέρεια που έχει στην ελληνική γλώσσα και που φαίνεται στην κελαρυστή ροή της γραφής της. Όμως εκτός από όλα αυτά διαθέτει ένα αξιομνημόνευτο ταλέντο. Τα διηγήματά της έχουν μία εξαιρετική διαπερατότητα. Διεισδύουν στις φλέβες του αναγνώστη και κυλούν στο αίμα του. Προκαλούν έντονες συναισθηματικές αντιδράσεις. Χαμόγελο και κλάμα ταυτόχρονα. Αυτό η συγγραφέας δεν το επιτυγχάνει με μία περίτεχνη γραφή αφού δεν υπάρχει τίποτε το πομπώδες και εξεζητημένο στο βιβλίο. Ούτε χρησιμοποιεί πρωτότυπα τεχνάσματα, αφηγηματικά τρυκ, μη γραμμικότητα στην αφήγηση.
Απλούστατα παίρνει από το χέρι τον αναγνώστη και τον κάνει συνταξιδιώτη, συνοδοιπόρο, σύντροφο, ομοτράπεζο στο γεύμα με τους Αλβανούς μετανάστες που στρώνει η μάνα της για χάρη τους, αλληλέγγυα με το κορίτσι που βιάστηκε από τον κακό λύκο ανάμεσα σε σακιά αλεύρι, ακόλουθο και παρατηρητή σε γαμήλιες πομπές πάνω στα βουνά με τρόπαιο τη γυναίκα που αγοράστηκε.
Ανασταίνει και δίνει φωνή σε έναν κόσμο σιωπηλό και ραγισμένο, σε ανθρώπους φτωχούς που έπεσαν θύματα στη δίνη της ιστορίας ή των συνθηκών, στους κατατρεγμένους και στους ταπεινούς. Στο βιβλίο παρελαύνει ένας στρατός από γυναίκες, μανάδες, γιαγιάδες, αδελφές, θείες, ανηψιές, γενιές ολόκληρων γυναικών που υπέφεραν αγόγγυστα τη σκληρή ζωή της υπαίθρου, που μετέτρεψαν σε κέντημα τον πόνο τους, που δούλεψαν στα καπνοχώραφα, παιδιά που γι’ αυτά το θαλασσινό νερό είναι άγνωστη λέξη, πατέρες που σκοτώνουν το άλογο για να επιβιώσει το φυματικό παιδί τους.
Γράφει κάπου ο Ρίλκε
«Το υπέρτατο καθήκον όμως είναι να μετατρέψει κανείς το ταπεινό σε σπουδαίο, το αδιόρατο σε απαστράπτον• να φωτίσει έναν κόκκο σκόνης ώστε να τον δούμε ως αναπόσπαστο μέρος του όλου»
Η Αθηνά Παπανικολάου με μεγάλη ενσυναίσθηση κάνει ακριβώς αυτό. Φωτίζει το ασήμαντο, το μικρό, την βυζαντινή βελονιά στον τσεβρέ της θείας Βικτωρίας, για να κεντήσει ένα ολόκληρο σύμπαν τρυφερότητας και ευαισθησίας τόσο πειστικά, ζωντανά και γλαφυρά που όχι μόνο το βλέπουμε να ξετυλίγεται μπροστά μας, αλλά το ζούμε σωματικά και ψυχικά.