Ο Πώλ Κλέε έλεγε ότι η γραμμή είναι μία κουκίδα που κάνει περίπατο. Η γραμμή της ιστορίας αποτελείται από κουκίδες. Κάθε αφήγηση- μεμονωμένη κουκίδα συνθέτει το ευρύτερο τοπίο. Ο αναγνώστης μέσα από τις βιωματικές εμπειρίες των συγγραφέων οδηγείται στην κατανόηση ευρύτερων ιστορικών καταστάσεων. Σ’ αυτό το είδος ανήκει το συγκεκριμένο βιβλίο.
Τριάντα κουκίδες, τριάντα διηγήματα, δεκαπέντε από κάθε πλευρά συνθέτουν την γραμμή της διχοτόμησης. Την ρωγμή, την οριζόντια τομή στο σώμα της ίδιας της Λευκωσίας. Από την μία πλευρά η νόμιμη Κυπριακή Δημοκρατία, που ελέγχει περίπου το 58% της έκτασης του νησιού και από την άλλη πλευρά η αυτοκαλούμενη “Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου” (37% του νησιού), που προέκυψε ύστερα από την παράνομη Τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 και που κατά παράβαση κάθε κανόνα διεθνούς δικαίου αποτελεί αυτή την στιγμή υποτελή κατοχική διοίκηση του Τουρκικού κράτους.
Οι δύο συγγραφείς αφηγητές ανήκουν στις αντίθετες πλευρές της διχοτομημένης πατρίδας. Το βιβλίο είναι δίγλωσσο, στα Ελληνικά και στα Τουρκικά και την εξαιρετική μετάφραση-γέφυρα και στις δύο γλώσσες έχει κάνει η Λάλε Άλατλι.
Αν είναι αλήθεια ότι η τέχνη είναι καθολική, ότι ενώνει τους ανθρώπους ανεξάρτητα από την εθνότητα, την φυλή, το γένος, το θρήσκευμα, αυτό το βιβλίο-μαρτυρία πετυχαίνει το ακατόρθωτο. Να αναδείξει την προσωπική ιστορία του απλού ανθρώπου που η γεωγραφία του χωριού του έκρινε την τύχη του. Γιατί τελικά οι κάτοικοι του πολύπαθου νησιού, είτε Ελληνοκύπριοι είτε Τουρκοκύπριοι, υπήρξαν θύματα των αποφάσεων των κυβερνήσεων τους και των βρώμικων παιχνιδιών του πολέμου. Πολύ επίκαιρο μήνυμα βέβαια, αν σκεφτεί κανείς την Τουρκική εισβολή στην Συρία και την εκδίωξη του Κουρδικού πληθυσμού. Άλλωστε και στην ίδια την Τουρκία αυτή την στιγμή βασανίζονται και σκοτώνονται αυτοί που αψηφούν το δικτατορικό καθεστώς του Ερντογάν.
Ποια είναι τα ματωμένα ίχνη που αφήνουν οι δύο συγγραφείς, Αλεξάνδρα Ζαμπά και Ουμίτ Ινατσί στις σελίδες αυτού του βιβλίου; Ένα αγοράκι με ένα παλαιομοδίτικο κουστούμι δίπλα σε ένα ξύλινο αλογάκι και ένα κοριτσάκι με άσπρα καλτσάκια επάνω σε μία κούνια. Και τα δύο χαμογελούν με τις άκρες των χειλιών τους. Και πίσω από τις φωτογραφίες εξελίσσεται η φρίκη.
Η Αλεξάνδρα Ζαμπά είναι Κύπρια, Ελληνίδα, Ιταλίδα, Αιγυπτία. Κύπρια. Η ταυτότητα που υπερτερεί έστω ή επειδή έχει ζήσει τα περισσότερά της χρόνια σε τόπο ξένο, μακρινό.
Η ενότητα αυτή με τα δέκα πέντε διηγήματα της Αλεξάνδρας περιέχει:
Μία συνταγή για τσιπόπιτα. Μία συνταγή διατήρησης της μνήμης με όλες τις μυρωδιές, γεύσεις, χαρά, πόνο, αίμα, πληγές. Μία καταγραφή της πανίδας, της χλωρίδας, των πουλιών, της σκαλιφούρτας, του τρυπομάζη, των κουκουφκίαων, των τζιηκλών, το τραγούδι της πέρδικας που αντηχεί στα δάση. Και έναν χάρτη θανάτου. Ο απαγχονισμός του Ευαγόρα Παλληκαρίδη, του δεκαοκτάχρονου Βαγορή, ο θάνατος του αρραβωνιαστικού της Μαρούλας στην μάχη των παλληκαριών κατά της Βρετανικής αποικιοκρατίας, οι αφηγήσεις της θείας Λούλλας που μιλά για «ανείπωτες σκληρές ιστορίες με ελαφρύ πέταγμα πουλιού…για μπαζούκες που έσχιζαν τις σκοτεινές νύχτες με τα γαζώματά τους, για βασανιστήρια, απαγχονισμούς σε κελιά μανταλωμένα και μητέρες μαυροφόρες όρθιες για ώρες έξω από τα γραφεία των Άγγλων». Και όλα αυτά πάνω από ένα πιάτο τσιτσιρίδες ενώ η γεύση του γλυκού μπερδεύεται με τη γεύση του θανάτου.
Η Αλεξάνδρα καταγράφει συνεχώς όλες τις μικρές ιστορίες που συνθέτουν την μεγάλη ιστορία του πολύπαθου νησιού και σιγά σιγά ράβει το υφαντό της.
Η ιστορία της Αντρέττας: «Άμμαν τζάι μπήκαν οι Τούρκοι, έμειναν ούλα σύξυλα, ο φούρνος με τις λαμαρίνες και τα μπισκότα αφτούμενος, τζάι το νυφικό της κόρης μας, της Αγγελικής, κρεμμάμενο στην κρεβατοκάμαρα: ήταν να παντρευτεί Κυριακή».
Η ιστορία της Θεογνωσούς: «Ήταν το 74 όταν έφτασαν ξαφνικά. Έραφκα και έμεινε αφοδράριστο το φόρεμα της μάνας μου».
Και η μάνα της μέσα στον χαμό να ορμηνεύει:
«Άφησε πίσω σου τες καρφίτσες, δαντέλες, τσέσες .. πάρε μόνο τα ψαλλίδκια για άμμα τους δεις ομπρός σου, τζιαι τα βελόνια πάρε να ράψεις τις πληγές…τζιαι τα μασουράκια ας μείνουν λειψά».
Η ιστορία της Μελπομένης που κατέβηκε από την Αναρίτα στην Πάφο και αναζητούσε το μονάκριβο αγόρι της μέσα στους αγνοούμενους, για να βρει σε έναν χάρτη θανάτου με μαύρο μελάνι το όνομά του, μέσα σε ονόματα άλλων, εκείνος που ήταν τόσο ξεχωριστός… που όταν γεννήθηκε η νύχτα ήταν γεμάτη άστρα…»
Ένα Τουρκάκι μεταφέρει με έναν ζυγό στερεωμένο στον ώμο γιαούρτια σε πήλινα κεσεδάκια, και η τραγουδιστή φωνή του αντηχεί από μακριά.
Έτσι έφτασε, γράφει η Αλεξάνδρα, εκείνο το Σάββατο του 74, εκείνο το αθώο, το γκρεμισμένο Σάββατο. Ανατριχίλα στην Ορμήδεια και στην Κλεπίνη και η Αμμόχωστος να αιμορραγεί μαζί με την Κερύνεια.
Και πιο κάτω:
Στην Κύπρο το παρελθόν δεν μας ακολουθεί, δεν γίνεται παρόν, δεν ετοιμάζεται για το αύριο… Δεν ζητήσαμε βέβαια αετοφωλιές. Η μόνη επιθυμία όπως κάθε εξόριστου, είναι λίγη γη και ουρανό στο τόπο μας, όμως αυτό είναι πλέον ουτοπία… Εσείς βλέπετε τίποτε εκεί κάτω; Εγώ δεν βλέπω τίποτε.
O Ουμίτ Ινατσί γεννήθηκε στην Λεμεσσό. Ο πατέρας του αστυνομικός.
Το παράθυρο του σπιτιού του ήταν πυροβολείο. Το σπίτι του πάνω στο σύνορο. Ακόμα θυμάται την γεύση της πατατοσαλάτας που του προσφέρει μία οικογένεια Ελληνοκυπρίων, που ζουν πίσω από το σύνορο, οι υποτιθέμενοι εχθροί. Ταπεινώσεις, έλεγχοι, ανακρίσεις καθώς την δεκαετία του εξήντα, οι Τουρκοκύπριοι ξεριζώνονται από τις γειτονιές που ζούσαν μαζί με τους Ελληνοκύπριους και περιπλανιούνται από χωριό σε χωριό.
Η αφαίρεση της σκωληκοειδούς απόφυσης στην ηλικία των οκτώ, από Ελληνοκύπριο και Τουρκοκύπριο μαζί γιατρό γίνεται μετά φόβου ψυχής αφού:
Χρόνια τώρα τιμωρούσαν με ξύλο ακόμα κι αυτόν που αγόραζε έναν μάτσο μαϊντανό από Ελληνοκυπρίους.
Στις διακοπές του καλοκαιριού στα Κούκλια, ένα από τα μικτά χωριά, δεν ξέρω πώς συνεννοούμασταν με τα Ελληνοκυπριόπουλα αλλά περνούσαμε πολύ όμορφα.
Το αγοράκι Ουμίτ κλέβει τα λίγα σελίνια από το ταμείο των ταμάτων στην σπηλιά και αγοράζει γλειφιτζούρια στα Ελληνοκύπρια και Τουρκοκύπρια παιδάκια. Τα παιδιά δεν γνωρίζουν τι σημαίνει διχοτομημένη ταυτότητα.
20 Ιουλίου, Πάφος σε συναγερμό. Δέκα τεσσάρων και δέκα πέντε χρονών παιδιά γεμίζουν σακιά άμμο για αναχώματα και εκπαιδεύονται στα Τhompson για την περίπτωση πολέμου στους δρόμους. Οβίδες και όλμοι, τραυματισμός του καθηγητή ζωγραφικής. Η βαναυσότητα του πολέμου μέσα από την αφήγηση της άλλης πλευράς.
Καταφύγιο στις σπηλιές, τραυματισμένοι, σκοτωμένοι, απώλειες αγαπημένων. Σοροί. Ο θάνατος είναι Τουρκοκύπριος. Ο θάνατος είναι Ελληνοκύπριος. Ο θάνατος έχει αποφασιστεί από άλλους. Οι λαοί είναι αυτοί που υποφέρουν.
Ο ένστολος αξιωματικός της ΕΟΚΑ που έρχεται στο σπίτι τους για να δημεύσει τα όπλα τους είναι παιδικός φίλος της μητέρας του Ουμίτ. Η σκηνή της αναγνώρισης
-Εσύ είσαι η κόρη του Αχμέτ Εφεντί, η Εργούλ.
-Κι εσύ είσαι ο γείτονάς μας ο Κυριάκος Τσέλεπος.
-Φάγαμε πολύ ψωμί από τον Αχμέτ Εφεντί δεν πρόκειται να σας βλάψω.
συνοψίζει τον παραλογισμό της Κυπριακής τραγωδίας.
Οι στρατιωτικοί στα μέσα Αυγούστου μπαίνουν στα σπίτια συλλαμβάνουν Τουρκοκυπρίους, τους στήνουν στην πλατεία για τουφεκισμό. Εκείνη την στιγμή ο Έλληνας αξιωματικός επεμβαίνει και σταματά την εκτέλεση.
Η Πάφος αρχίζει να αδειάζει, μεταφορά των Τουρκοκυπρίων στις Αγγλικές βάσεις και από εκεί Άδανα, Μερσίνη, Αμμόχωστο, Μόρφου. Η άλλη πλευρά του ξεριζωμού. Γράφει ο Ουμίτ:
Ο νους μου δυσκολευόταν να μας φανταστεί να μπαίνουμε σ’ αυτά τα σπίτια και να συνεχίζουμε τη ζωή μας λες και είναι δικά μας. Ποιος ξέρει σε ποιον ανήκαν. Και πιο κάτω:
Ήταν πολύ δύσκολο να προσπαθείς να κρατηθείς στη ζωή μέσα σε αυτό το χάος συναισθημάτων.
Και τέλος η εγκατάσταση στα Βαρώσια. Στα σπίτια των άλλων. Αυτών που έφυγαν. Στα σπίτια των Ελληνοκυπρίων. Όπου Η λεηλασία είχε μετατραπεί σε τελετή.
Τα σύνορα λέει ο Ουμίτ ήταν οι φόβοι μας. Προσπάθησε να μελετήσει την διχοτομική ταυτότητα που του δόθηκε και να την μετατρέψει σε αγάπη αντί για μίσος. Το 1989 κάνει μία έκθεση στην Λευκωσία της Κυπριακής Δημοκρατίας και την επόμενη μέρα χαρακτηρίζεται προδότης. Από το 1990 εγκαταστάθηκε στην Λευκωσία με την οικογένειά του. Όταν όμως μετά από οκτώ δύσκολα χρόνια εκεί, πέρασε στον Βορρά όπου συνελήφθηκε και ανακρίθηκε.
Δεν ξέρω γράφει ο Ουνίτ αν είναι εύκολο να ζεις ή να πεθαίνεις σε τούτο το νησί, αλλά δεν μπόρεσα να σταματήσω τον εαυτό μου να τρέφει ένα αίσθημα φυγής. Δεν ψάχνω παρηγοριά. Ούτε θέλω να θρηνώ για την ήττα μου, γιατί δεν μετανιώνω για τίποτε από όσα έκανα.
Θα κλείσω με μία μαρτυρία. Που στην πραγματικότητα είναι μία έκκληση. Ή καλύτερα ένα αίτημα. Ή μία διεκδίκηση. Ή ο βασικός λόγος που γράφτηκε αυτό το βιβλίο.
Στο διήγημα της Αλεξάνδρας «στην Κερύνεια: το Γαίμα»
Η Δώρα εκστομίζει χωρίς να χύσει ούτε ένα μαύρο δάκρυ. «Από το 74 ζούμε έξω από το σπίτι μας, γυρίζουμε, ζητούμε, γυρεύκουμε τόπους που δεν βρίσκουμε, δεν ξέρουμε πλέον τι ζητούμε. Το 74 έβαψε στο γαίμα όλους τους χρόνους που ήρθαν και μας βρήκαν και εππέσαν πάνω μας. Τι να σου πω, όπου και να αποταθούμε δεν βρίσκουμε δικαίωση».
Μία δικαίωση λοιπόν. Του ανθρώπου που αγνοείται, που χάθηκε, που ξεριζώθηκε, που η ζωή του συντρίφτηκε μέσα στον παραλογισμό του πολέμου. Της ίδιας της ανθρώπινης υπόστασης που φαίνεται να χάνει την αξία της μέσα στους σκοτεινούς καιρούς που διανύουμε. Αλλά και μία συμφιλίωση, μία συγγνώμη, ένα χέρι που τείνει να συναντήσει ένα άλλο χέρι. Γιατί υπάρχει και μια άλλη πατρίδα, αυτή της λογοτεχνίας, αυτή της τέχνης και εκεί μπορούμε και συναντιόμαστε. Ως άνθρωποι. Και αυτή ακριβώς είναι η δύναμή μας.