Ο Μεγάλος Σκύλος στο νότιο ημισφαίριο του νυχτερινού ουρανού, περιλαμβάνει το πιο λαμπρό άστρο του στερεώματος, τον Σείριο που όμως με γυμνό οφθαλμό αν και είναι διπλό, φαίνεται ένα. Σύμφωνα με δοξασίες των Ρωμαίων ο Μεγάλος Σκύλος ήταν ο Κέρβερος, μας πληροφορεί η συγγραφέας στο πίσω μέρος του μυθιστορήματος.
Ένα μυθιστόρημα για τον θάνατο λοιπόν ή για τη ζωή και τον τρόπο που τη ζούμε; Δύο παράλληλες ιστορίες που εκτυλίσσονται ταυτόχρονα και εναλλάσσονται. Συνθέτουν τον διπλό αστέρα του μυθιστορήματος, τον διπλό του άξονα. Κυλούν σαν δύο διαφορετικά ποτάμια. Φαινομενικά η συγγραφέας επιλέγει να πραγματευτεί ένα πολύ ενδιαφέρον και πρωτότυπο θέμα, την κρυονική. Λέω φαινομενικά γιατί στην ουσία όλο το μυθιστόρημα περιστρέφεται γύρω από τον τρόπο που η αναμονή του θανάτου καθορίζει την ίδια τη ζωή μας.
Υπάρχουν σήμερα συνολικά τρείς εταιρείες κρυονικής στον κόσμο, οι δύο στην Αμερική και η τρίτη στη Ρωσία που ψύχουν τους «ασθενείς», όπως ονομάζουν τους νεκρούς πελάτες τους, με στόχο να τους επαναφέρουν στη ζωή όταν η επιστήμη θα έχει προχωρήσει αρκετά.
Το σώμα του «ασθενούς» ψύχεται σταδιακά μέχρι να φτάσει στους μείον 196 βαθμούς Κελσίου και τοποθετείται ανάποδα σε ένα τεράστιο κύλινδρο με υγρό άζωτο. Οι πελάτες που εναποθέτουν τις ελπίδες τους στην κρυονική έχουν την πίστη, ότι κάποια στιγμή θα καταφέρουν να επανέλθουν στη ζωή.
Η πρώτη ιστορία στα κεφάλαια με τους μονούς αριθμούς εκτυλίσσεται στο μέλλον, στη Νέα Εποχή που έχει νέο Καταστατικό και νέα γλώσσα. Σ’ αυτό τον Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο όλες οι σωματικές αρρώστιες που επρόκειτο να αναπτυχθούν, εξουδετερώνονται από τη στιγμή της σύλληψης του ανθρώπου. Όμως τα παθογενή και ελαττωματικά στοιχεία της προσωπικότητας και οι ψυχικές ασθένειες δεν έχουν εξαλειφθεί. Ο κάθε άνθρωπος ξέρει πότε θα εξαφανιστεί, (αυτό το ρήμα αντιστοιχεί στο δικό μας πεθαίνω), επομένως κανονίζει τη ζωή του σύμφωνα με αυτή την Πληροφορία. Αυτή η γνώση όμως έχει αυξήσει κατακόρυφα τις αυτοκτονίες, αφού κάποιοι θέλουν να έχουν κάποιο έλεγχο στο πότε θα τερματίσουν τη ζωή τους. Σ’ αυτή τη Νέα Εποχή η μόνη μορφή θανάτου είναι η απώλεια μνήμης και προσωπικότητας που αφήνει τον εγκέφαλο ένα άδειο κέλυφος και τους ανθρώπους κενούς. Η Μάριον Γουάιτ, γεννημένη στη Μ.Βρετανία, ήταν από τους ελάχιστους της Παλαιάς Εποχής, πού δέχτηκε να συμμετάσχει πριν πεθάνει στα δέκα πέντε της χρόνια, σε ένα πρόγραμμα κρυονικής. Παρέμεινε για περισσότερο από εκατό χρόνια σε ένα Θάλαμο και ξύπνησε στο μέλλον. Περιφέρεται από γραφείο σε γραφείο και από όροφο σε όροφο σε ένα Καφκικό κτίριο όπου διάφοροι γραφειοκράτες υπάλληλοι της δίνουν να αφομοιώσει πληροφορίες για τη νέα κατάσταση πραγμάτων αλλά και της εκμαιεύουν διάφορες αναμνήσεις από το παρελθόν. Οι ερωτήσεις είναι πολύπλοκες και ενδιαφέρουσες και εκτείνονται σε όλα τα πεδία δράσης, φαντασίας και συναισθημάτων ενός ανθρώπινου όντος. Είναι σαν η ανάκριση αυτή να αποσκοπεί ταυτόχρονα και σε μία εξέταση κάτω από ένα γιγάντιο μικροσκόπιο του ανθρώπινου πλάσματος σε όλες του τις διαστάσεις πνευματικές, ψυχικές, νοητικές. Οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις διακλαδίζονται και αγγίζουν διάφορα οντολογικά και υπαρξιακά θέματα. Ο νέος κόσμος που διαφαίνεται όμως στο μέλλον δεν φαίνεται καθόλου καλύτερος από τον παλιό.
Από το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου αρχίζει η ροή της δεύτερης αφήγησης που τρέχει παράλληλα με την πρώτη και θα εκτυλιχτεί στα κεφάλαια με ζυγούς αριθμούς. Εδώ, οι κεντρικοί χαρακτήρες είναι ένα ζεύγος με το ουδέτερο και κοινότοπο όνομα Τζόουνς, ένα συμβατικό τυπικό ζευγάρι Βρετανών μεσοαστών που τρων κορν φλέικς και μαρμελάδα για πρωινό, που καταγράφουν τις οικονομίες τους σε ένα τετράδιο, που ψωνίζουν από το μπακάλικο της γειτονιάς και έχουν περικλείσει όλη την αδιάφορη ζωή τους σε μία από τις κονσέρβες που αγοράζουν με εκπτωτικά κουπόνια. Έχουν ψηφίσει υπέρ της αποχώρησης στο Brexit, αναμασούν τις δόξες της μαραμένης πια Βρετανικής Αυτοκρατορίας, θα μπορούσαν να είχαν βγει από ένα θεατρικό έργο του Άλμπυ, του Ιονέσκο ή του Μπέκετ. Η ζωή τους στον μικρόκοσμό τους κυλάει ανιαρά και ελπίζουν μόνο σε κάποια στροφή της τύχης που θα αλλάξει την προδιαγραμμένη της πορεία.
Από τη σελίδα 26:
«Ο κύριος και η κυρία Τζόουνς ήταν ένα αγαπημένο ζευγάρι. Κάπως αποκομμένοι, αν και όχι τελείως, από τον υπόλοιπο κόσμο, έπλεαν σε απόλυτη αρμονία, χωρίς την ανάγκη να μοιράζονται την ίδια θάλασσα με όλους, όσους τέλος πάντων φίλους με το πέρας των χρόνων τους είχαν απομείνει».
Μέσα από την καθημερινότητα και τις συζητήσεις του ζεύγους αυτού η συγγραφέας θίγει πολύ σοβαρά ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως το αν έχει νόημα κανείς να ζει μία α-νόητη ζωή, αν το μίσος ή η αγάπη σημαίνουν κάτι πραγματικά, ποια είναι η πραγματική ολότητά μας και αν ζούμε όλη τη ζωή μας αποσπασματικά.
Ένα απόσπασμα από το έργο του Μπέκετ την ώρα που ο Εστραγκόν και ο Βλαδίμηρος βρίσκονται στην κατάσταση μόνιμης αναμονής του Γκοντό, ή Γκοντ ή θανάτου.
Εστραγκόν: (πολύ ύπουλα). Ναι, αλλά ποιο Σάββατο; Και ποιος σου είπε ότι είναι Σάββατο;(παύση). Δεν είναι μάλλον…Κυριακή; (Παύση). Ή Δευτέρα; (Παύση). Η Παρασκευή;
Βλαδίμηρος: (κοιτάζοντας αλαφιασμένα γύρω του, σαν να περιμένει να δει την ημερομηνία γραμμένη στο τοπίο.) Δεν είναι δυνατόν.
Εστραγκόν: Ή Πέμπτη;
Βλαδίμηρος: Και τώρα τι κάνουμε;
Εστραγκόν: Αν κουβαλήθηκε άδικα χτες καταλαβαίνεις βέβαια πως δεν θα ξαναέρθει σήμερα.
Βλαδίμηρος: Μα εσύ είπες πως ήμαστε εδώ χθες
(μετάφραση Α. Παπαθανασοπούλου)
Και ένα απόσπασμα από τη σελίδα 135 του μυθιστορήματος της Βίκυς Τσελεπίδου:
«Δεν καταλαβαίνω πού είναι το πρόβλημα στο να υπάρχεις; Να πατάς τη γη, να βλέπεις ουρανό, γιατί τα έχεις βάλει τόσο με την ύπαρξη;»
«Γιατί δεν εξυπηρετεί σε τίποτα. Απλώς περιμένεις. Βλέπεις μήπως εσύ κάποιον σκοπό σε τούτη την αναμονή;»
Και παρακάτω στη σελίδα 142
«Κοιμάσαι;»
«Σκέφτομαι. Τι είναι η πραγματικότητα; Ένας καθρέφτης. Ένας καθρέφτης που αν θρυμματιστεί, προβάλλει από πίσω του αυτό το άγνωστο σκοτεινό (ή εκτυφλωτικά φωτεινό) που με τίποτα δεν-»
Τελικά οι δύο σύζυγοι αποφασίζουν να καταψύξουν τα σώματά τους. Στο πλαίσιο αυτό η συγγραφέας θα ξεδιπλώσει όλες τις αρχέγονες απορίες του ανθρώπου από καταβολής κόσμου. Σε μία νοητή σκηνή θεάτρου οι δύο αυτοί χαρακτήρες κλωθογυρίζουν ο ένας γύρω από τον άλλο και προσπαθούν να φωτίσουν και να ανακουφίσουν σε όλη της τη διάσταση την υπαρξιακή αγωνία. Και να μη πέσουν στη μαύρη τρύπα στόμα που θα τους καταπιεί.
Όπως και οι ήρωες του Μπέκετ, οι χαρακτήρες της Τσελεπίδου βρίσκονται σε μία κατάσταση αναμονής θανάτου που χρωματίζει και επηρεάζει όλη τους τη ζωή.
«Δεν είμαστε παρά δοχεία γεμάτα από επιτεύξεις πρώην στόχων των πρώην εαυτών μας» θα δηλώσει ο κύριος Τζόουνς στη σελίδα 138.
Ηθικά, οντολογικά, φιλοσοφικά, κοσμικά ερωτήματα διατρέχουν και τη μία και την άλλη αφήγηση.Τι είναι η ζωή, τι ο θάνατος και πότε επέρχεται; Μπορεί ο έρωτας και η συντροφική αγάπη να αντισταθμίσουν τον επερχόμενο θάνατο; Είναι ο έρωτας ο μόνος τρόπος να βιώνει κανείς ανώδυνα την ύπαρξή του; Πόσους εαυτούς έχουμε, τι ρόλο παίζει στον καθρέφτη η αντανάκλαση της ζωής και τη μη ζωής μας; Ζούμε;
Παράλληλα ένα βαθύ σχόλιο για τη γλώσσα ως παράγοντα διαμόρφωσης ενός ολόκληρου κόσμου. Οι λέξεις που αποσιωπούνται, αυτές που μεταμορφώνονται για να γίνουν πιο ανώδυνες, η διπλή σημασία τους, οι χρόνοι των ρημάτων που αλλάζουν, ο Ενεστώτας που μπερδεύει, η γλώσσα της Νέας Εποχής είναι διαφορετική ώστε να συγκαλύπτει και να μην τρομάζει. Η Μάριον τονίζει πάρα πολύ τη χρήση του εγώ σε όλες της τις φράσεις.
Στη σελίδα 155:
Δεν πρόλαβα εγώ να σκεφτώ αν μου άρεσε ή δεν μου άρεσε που είδα τους γονείς μου να κουνούν μπρος πίσω τα σώματά τους. Μάλλον κοιμήθηκα εγώ αμέσως.
Οργουελικό και καφκικό μαζί, δυστοπικό αλλά και ρεαλιστικό, φιλοσοφικό και υπαρξιακό, ένα ιδιαίτερο πολύ ενδιαφέρον μυθιστόρημα που περικλείει στις σελίδες του την ερώτηση που έκανε η Σφίγγα στον Οιδίποδα. Ποιο είναι αυτό το θαυμαστό ον που απαντάει στο όνομα άνθρωπος. Το μόνο ζώο που έχει επίγνωση του θανάτου του. Το μόνο πλάσμα που μπορεί να εξερευνήσει το μυστήριο του θανάτου και της ζωής.