ΑΝΟΙΚΕΙΑ ΚΑΙ ΟΜΩΣ ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΑ ΟΙΚΕΙΑ
Σε όσους μοχθούν, σε όσους πηδούν από ψηλά, σε όσους αθέατα καίγονται είναι αφιερωμένο το βιβλίο.
Σ’ αυτούς τους παθιασμένους ανθρώπους, που πυρπολούνται ολόκληροι, που συχνά η φλόγα τους καταβροχθίζει. Στους παράξενους ανθρώπους που ζουν στο μεταίχμιο ή στο περιθώριο, που αποκλίνουν από τις νόρμες και τα στερεότυπα και που συχνά αλλάζουνε τον κόσμο.
Οι παράξενες φωτογραφίες της Ντιάν Άρμπους που με τον φακό της αιχμαλώτιζε την αποκλίνουσα καθημερινότητα κάποιων ανθρώπων, που αντικείμενο της φωτογράφησής της ήταν οι απόκληροι περιθωριακοί άνθρωποι που ξέφευγαν από την οικειότητα του κανονικού, γίνονται σχέδια της Εύας Τσακνιά και ύστερα ράγες που διατρέχουν το βιβλίο.
Άρα τρία: Λόγος, φωτογραφία, ζωγραφική. Σε ένα βιβλίο. Άλλωστε δεν είναι η πρώτη φορά που η Έλενα Μαρούτσου εμπνέεται από την ζωγραφική για να στήσει πάνω της το οικοδόμημα ενός βιβλίου.
Δύο οι συγγραφείς του μυθιστορήματος. Η Έλενα Μαρούτσου και η Ούρσουλα Φώσκολου που γράφει τα δύο παραμύθια και τις έξι επιστολές. Το τρίτο παραβολικό παραμύθι του Κουτάλα που τρώει τους συντρόφους μεταλλωρύχους βασισμένο πάνω στην ιστορία της τύφλωσης του Κύκλωπα από τον Οδυσσέα συμβολίζει την βουλιμία του κεφαλαίου απέναντι στο εργατικό δυναμικό και είναι της Έλενας Μαρούτσου.
Ή έβδομη επιστολή είναι κοινή, γράφτηκε και από τις δύο συγγραφείς.
Η πλοκή του μυθιστορήματος ξετυλίγεται γύρω από τις
επιστολές που βρίσκει μία κόρη όταν η μητέρα της πεθαίνει. Η ταυτότητα του αποστολέα των επιστολών είναι το αίνιγμα που πρέπει να επιλυθεί και στοιχειώνει το μυθιστόρημα.
Στην πραγματικότητα το θέμα του βιβλίου είναι το ταξίδι που κάνει η κόρη η Μυρτώ για να ανακαλύψει την πραγματική της ταυτότητα μέσα από την εξερεύνηση αυτής της άγνωστης οντότητας, της μητέρας της και των μυστικών που την περιβάλλουν. Μήπως όμως πάντα παραμένουν ξένοι οι γεννήτορες;
Χαρά και λύπη, αισιοδοξία και απαισιοδοξία, ομορφιά -ασχήμια, σημάδι ντροπή- σημάδι κόσμημα, τραύμα ουλή- τραύμα παράσημο, μητρική αγάπη από την μία, ανάγκη αυτοπροσδιορισμού της μητέρας από την άλλη, κακοποιητικός έρωτας και εξάρτηση, έλξη- άπωση, άνδρας- γυναίκα, οικείο και ανοίκειο κάποια από τα δίπτυχα του βιβλίου.
Η αλήθεια που κινείται πάντα στις γκρίζες ζώνες. Που οι άνθρωποι με την ζωηρή φαντασία μετασχηματίζουν σε τέχνη για να την αντέξουν. «Κι αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές, είναι γιατί τ’ ακούς γλυκύτερα» λέει ο Σεφέρης.
Μία μητέρα κουβαλάει ένα κοριτσάκι στα χέρια. Είναι η λύπη της. Μία λύπη που περνάει στην κόρη της. Μία γυναίκα η Ντιάν ‘Αρμπους φωτογραφίζει μία άλλη ακέφαλη γυναίκα. Μία γυναίκα η Ντιάν Άρμπους αυτοκτονεί στα σαράντα οκτώ της χρόνια. Μία γυναίκα, η Αντριάνα, μητέρα της Μυρτώς αυτοκτονεί ή σκοτώνεται τυχαία από πτώση.
Μία γυναίκα που πεθαίνει σε έναν καναπέ. Ή μήπως απλώς κοιμάται. Ένας άντρας στραγγαλίζει ένα κέρινο ομοίωμα. Ένα κοριτσάκι θάβει στην αυλή του την σπασμένη κούκλα της, μία τελετή για να καλύψει τον φόβο του θανάτου. Μία ερωμένη από λευκή ζύμη βουτηγμένη σε σιρόπι βύσσινου. Ή μια πορσελάνινη σημαδεμένη ανθρώπινη κούκλα. Που όμως παραμένει λεία και ανέγγιχτη. Ένα παιδάκι νάνος. Ακέφαλα πουλιά στις πορτοκαλιές αποδεικνύονται κότες.
Το σημάδι, κάθε σημάδι, κάθε απόκλιση από το ασφυκτικό και βαρετό καλούπι του φυσιολογικού, στιγματίζει αυτό το βιβλίο. Είναι η ιδιαιτερότητά του, αυτό που το απογειώνει. Είναι το παραμύθι, ο μύθος, οι επιστολές η ίδια η ποιητική φλέβα που σημαδεύει αυτό το ανάγνωσμα. Που το κάνει διαφορετικό. Είναι το ανοίκειο που όμως γίνεται σιγά σιγά οικείο. Τόσο δικό μας στο τέλος.
Ένα πολύ γοητευτικό ή δύο πολύ γοητευτικά αναγνώσματα που το ένα εισχωρεί μέσα στο άλλο και το μείγμα είναι πια αμιγές.
Τελετουργίες. Ανθρώπινες σχέσεις. Ο κύκλος της αγάπης. Ο κύκλος της έλλειψης της αγάπης. Η κόρη Μυρτώ προβάλλει στην υποθετική ερωτική σχέση της μητέρας της με ένα άλλο άτομο, την δική της με τον άντρα που την κακοποιεί. Μόνο που το είδωλο είναι αντεστραμμένο. Στην δική της σχέση αυτή είναι το θύμα. Στην σχέση της μητέρας με τον αποστολέα των επιστολών είναι η μητέρα αυτή που διαφεύγει. Ή έτσι πιστεύει η Μυρτώ. Αφού πραγματικότητα και φαντασία συγχέονται συνέχεια και τα σενάρια, μικρά μυθιστορήματα που γράφει η κόρη μέσα στο μυαλό της με αφορμή την διαδοχική ανάγνωση των επιστολών είναι μικρά μπαλόνια από ήλιον που σκαν στην θερμοκρασία της πραγματικότητας.
Τι ρόλο παίζουν τα δύο παραμύθια, εξαιρετικά πρωτότυπα και ευφάνταστα. Συμβολικά.
«Τα παραμύθια γράφονται για να κοιμούνται τα παιδιά και να ξυπνάμε οι ενήλικες» λέει ο Hans Christian Andersen. Και πραγματικά το όλο μυθιστόρημα είναι ένα μυθιστόρημα αφύπνισης, αλλά και μία πορεία ενηλικίωσης. Το παραμύθι είναι μία άλλη γλώσσα και τα δύο μαγικά παραμύθια της Ούρσουλας Φώσκολου τα έλεγε η μητέρα στην κόρη της. Και αλληγορικά και παραβολικά την οδηγούσε στην πορεία ενηλικίωσής της. Και της διηγόταν όλα αυτά που την έκαναν να φλέγεται, όλα αυτά που οδήγησαν στην πτώση της.
Η μητέρα της Αντριάνας της έλεγε δύο παραμύθια. Ίσως όμως υπήρχε και ένα τρίτο παραμύθι. Αυτό που δεν προφέρεται. Αυτό που βιώνεται αθόρυβα, ανεπαίσθητα, σιωπηλά, από το τραύμα και μέσα στο τραύμα. Το παραμύθι της πιο κοντινής και της πιο απόμακρης ταυτόχρονα σχέσης, την σχέση μητέρας και κόρης που αποτελεί την ραχοκοκαλιά του βιβλίου.
Στο πρώτο παραμύθι η ηρωίδα μοχθεί κάτω από το βάρος των μαλλιών της, πετά ψηλά από έναν βράχο και φλέγεται.
Στο δεύτερο παραμύθι ο Μάκης μοχθεί να ζωντανέψει την κούκλα, φλέγεται αθέατα από έρωτα γι’ αυτήν, πετά ψηλά και πέφτει μαζί της στο κενό.
Και στα δύο παραμύθια λοιπόν οι άνθρωποι μοχθούν, πετούν ψηλά, φλέγονται.
Η μητέρα της Μυρτώς ήταν δασκάλα σε παιδιά διαφορετικά. Επίσης φωτογράφιζε ανθρώπους. Είχε πάντα μία ακόρεστη δίψα για πρόσωπα. Της αρέσει να βουτάει μέσα στους ανθρώπους γι’ αυτό τους φωτογραφίζει. Δεν πήρε αγάπη από την δική της μητέρα. Ακροβατεί ανάμεσα στην υπέρτατη χαρά και στην υπέρτατη λύπη. Όπως και το alter ego της η Ντιαν Άρμπους μέσα στο κανονικό η Αντριάνα ασφυκτιά. Η κατασκήνωση, η ήρεμη πραγματικότητα μίας συμβατικής οικογένειας είναι κλουβί.
Ο πατέρας της Μυρτώς είναι αρχιτέκτονας κήπων και δίνει τάξη στο χάος. Μία πιο υποτονική αλλά και σταθερή δύναμη στην ζωή της Μυρτώς.
Η Μυρτώ η κόρη βοηθάει τον πατέρα, σιγά σιγά αναλαμβάνει τους δικούς της κήπους, μετά τον θάνατο της μητέρας εμφανίζει ψυχοσωματικά συμπτώματα, ιλίγγους. Κάνει ένα ταξίδι διερεύνησης και αυτογνωσίας, ένα πέρασμα, μία μετάβαση. Πηγαίνει στην Σέριφο από όπου είναι η καταγωγή της για να γνωρίσει τα δέντρα του οικογενειακού της κήπου.
Ψάχνει την ταυτότητά της, την ένταξή της ως δέντρο, το προσωπικό της φυτολόγιο όπως γράφει η συγγραφέας.
Μέσα από διηγήσεις άλλων μαθαίνει πράγματα για τον προπάππου της και τον παππού της, για τα γεγονότα της αιματηρής απεργίας των μεταλλωρύχων καθώς και τον ρόλο που έπαιξαν οι πρόγονοί της σ’ αυτήν.
Ο Πέτρος είναι ο παράνομος έρωτας της, ζευγαρώνουν μέσα σε κακόφημο ξενοδοχείο. Την κακοποιεί συστηματικά. Η σχέση είναι δύο: όνειρο και εφιάλτης. Λευκές και μαύρες ζώνες. Κεφάλι και σώμα.
Η Μυρτώ ακούει και μαθαίνει ιστορίες. Τον προπάππου της που τον θεωρούσαν τρελό γιατί ήταν αγαθός, γιατί ήταν συνδικαλιστής, γιατί αγαπούσε ως κέρινο ομοίωμα την πεθαμένη γυναίκα του και έτσι το παραμύθι με τον Μάκη που έλεγε η μητέρα στην κόρη δένει με την ιστορία του Προπάππου Ευθύμη.
Η Μυρτώ διαιωνίζει κι αυτή την ίδια λέξη που της λέει ο Πέτρος κατά την διάρκεια της σεξουαλικής πράξης με την Σάντρα. Ανακυκλώνει την λέξη και την πράξη ως επιθετικό αρσενικό. Η Μυρτώ κάνει έρωτα στην Σάντρα, όπως της έκανε έρωτα ο Πέτρος. Προκαλώντας πόνο και ηδονή. Αντίθετα η Σάντρα της κάνει έρωτα τρυφερά και ισότιμα.
Καθώς προοδευτικά ξετυλίγονται οι επιστολές που με μεγάλη μαεστρία καταφέρνει η Φώσκολου να επιτύχει την αμφισημία τους, ώστε να συμβάλλει αποτελεσματικά στην έκπληξη και την ανατροπή του τέλους, η Μυρτώ με τις εικασίες της για την ταυτότητα του αποστολέα, επινοεί υποθετικούς εραστές, τους δίνει όνομα και πρόσωπο, δημιουργεί θνησιγενή σενάρια τραπουλάχαρτα που τα καταρρίπτει συνεχώς για να δημιουργήσει καινούργια. Έτσι βλέπουμε στην πράξη την γοητεία και την μαγεία της γραφής. Εναλλακτικές πραγματικότητες ξέφωτα στα οποία οδηγούν οι φιδογυριστές υποθέσεις της Μυρτώς.
Οι τέσσερις πρώτες επιστολές στο πρώτο μέρος του βιβλίου εκθέτουν το αίνιγμα της ταυτότητας. Ποιος είναι ο αποστολέας; Αλλά και ποια ήταν στην πραγματικότητα η μητέρα; Ποια ήταν η βαθύτερη αλήθεια της; Η πέμπτη επιστολή εισάγει το παιχνίδι των ρόλων, την μεταμφίεση, τις μάσκες, το μασκάρεμα, την παρενδυσία. Για πρώτη φορά εμφανίζεται ένα στοιχείο που δίνει φυλετική ταυτότητα στον αποστολέα. Θηλυκή και όχι αρσενική μετοχή. Η έκτη και η έβδομη επιστολή αποκαλύπτουν την αλήθεια ή μία από όλες τις αλήθειες και επιβεβαιώνουν την λύση του αινίγματος.
Στο τρίτο μέρος του βιβλίου έχουμε την μεταμφίεση της Μυρτώς σε άντρα, ένα υβριδικό πλάσμα από κάποιο παραμύθι όπως γράφει η Μαρούτσου.
Το παιχνίδι με τις φυλετικές ταυτότητες. Το φύλο και το σαλιγκάρι, και μετά δύο άτομα γυμνά το ένα απέναντι στο άλλο, ένας φακός μέσα σε μία στοά μεταλλωρυχείου, μέσα στον λαβύρινθο ενός γυναικείου κορμιού, δύο άτομα χωρίς φύλο, χωρίς ιστορία, χωρίς καβούκι, γιατί ο έρωτας υπάρχει πέρα από όλα αυτά και ανεξάρτητα από όλα αυτά.
Τρία ποιήματα στο βιβλίο χωρίζουν το βιβλίο σε τρία μέρη.
Το ένα του Γιάννη Ρίτσου, το δεύτερο του Αργύρη Χιόνη, το τρίτο της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ.
Στο πρώτο ποίημα που εισάγει το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος με τον τίτλο ΔΥΟ του Γιάννη Ρίτσου από τους στίχους έχω απομονώσει τις λέξεις μνήμη, χωρισμός, ένωση, ολόκληρη, γύμνια
Που μας εισάγουν στην ουσία του βιβλίου.
Στο δεύτερο ποίημα του Αργύρη Χιόνη οι στίχοι
Είπες βαθιά θα σκάψεις μες στον εαυτό σου/Να τον γνωρίσεις να τον καταχτήσεις ίσως
Μα τι νόμιζες πως είναι ο εαυτός σου, ορυχείο/ Στοές ν’ ανοίγεις και ν’ αναζητάς/ Φλέβες χρυσάφι, φλέβες κάρβουνο
Αίμα σκοτωμένο/ αίμα ζωντανό/ τρόμο για το σκοτωμένο αίμα
Μας καθοδηγούν σε μία εξόρυξη στο ορυχείο της ψυχής. Εξόρυξη στο ορυχείο στην Σέριφο.
Η Σάντρα βρίσκει πετρώματα μέσα από τις σήραγγες των μεταλλείων αλλά και από σπηλιές στα βράχια και από τον βυθό.
Ισορροπεί στην πραγματικότητα στο ένα πόδι σαν φλαμίνγκο
Το σημάδι στο πρόσωπο της Σάντρας την κάνει πιο θελκτική στα μάτια της Μυρτώς. Το ελαφρώς ακανόνιστο σώμα του Πέτρου με το αταίριαστο κεφάλι, της προκαλεί τον πόθο. Ένα μετά το άλλο καταρρέουν τα στερεότυπα και σπαν τα γύψινα καλούπια του συμβατικού. Τα μαλλιά της Αγγελικής ανεμίζουν ελεύθερα και μπλέκονται στις σειρές του βιβλίου. Η στέρφα Σέριφος ανθίζει όταν η πορεία της κόρης ολοκληρώνεται.
Στο τρίτο ποίημα της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ που εισάγει το τρίτο μέρος
Ο αέρας σηκώνει τα σχισμένα φύλλα/της μικρής νουβέλας/ κι όπως ανεβαίνουν, γίνεται ευανάγνωστη/ η σελίδα της ζωής μας, για να διαβαστεί κάποτε στην νηνεμία/ σαν ένα νόημα που μας δόθηκε ακέραιο.
Σ’ αυτό το μέρος κυκλώνεται το αποσπασματικό και η Μυρτώ μέσα από τον πόνο και την επίγνωση γίνεται ολόκληρη και ακέραιη.
Ένα μυθιστόρημα για τις ανεξάντλητες και απεριόριστες εκφάνσεις της ίδιας της γραφής, για το πώς κάθε γεγονός της πραγματικότητας μπορεί να μεταμφιεστεί, να μετασχηματιστεί σε ένα ποίημα, ένα παραμύθι, μία ιστορία.
Τι αφορά το ΔΥΟ λοιπόν, την διττή φύση μέσα μας, το ότι όλοι είμαστε δυνητικά ερμαφρόδιτοι; Την σύμπραξη δύο συγγραφέων στην δημιουργία ενός βιβλίου; Ή την δυαδική υπόσταση της ζωής, την μυθοπλασία και την πραγματικότητα. Ο συγγραφέας κάθε συγγραφέας και στην συγκεκριμένη περίπτωση οι δύο συγγραφείς με το ένα πόδι κάνουν ακροβατικές φιγούρες με παγοπέδιλα πάνω στην φαντασία, ενώ το άλλο τους πόδι ριζώνει στην γλάστρα της πραγματικότητας.
Έτσι όπως λεν και οι στίχοι του τέταρτου ποιήματος με τίτλο ΔΥΟ
του Ράνκο Ρ. Ράνκοβιτς σε μετάφραση Κλεοπάτρας Λυμπέρη
Είσαι ο ίδιος Δύο σε έναν εσύ κι εσύ
Και τελειώνει
Αλλά έτσι με αυτή την διάταξη
θα βαδίσεις τον κόσμο
τετραπλός με δύο πόδια.
Εύχομαι καλά βήματα, καλά πετάγματα στις δύο συγγραφείς, να φλέγονται πάντα και να μετουσιώνουν τον πόνο σε τέχνη.