«Χαίρε εσύ ω εύθυμο πνεύμα», είναι ο πρώτος στίχος του ποιήματος του Shelley που απευθύνεται σε μία γαλιάντρα.
Από το περιστέρι του Αγίου Πνεύματος της Βίβλου, ως την Ωδή σε ένα Αηδόνι του JohnKeats που τελειώνει με τον στίχο «δεν ήσουν εσύ γεννημένο για τον θάνατο ω αθάνατο πουλί», από το Κοράκι του Έντγκαρ Άλλαν Πόε που έγινε σύμβολο θανάτου και απόκοσμου μυστικισμού ως την «Ελπίδα αυτό το πράγμα με φτερά» της Έμιλι Ντίκινσον, από το άλμπατρος τυλιγμένο ως ενοχή στο λαιμό του Coleridge ως τα Λευκά Πουλιά του Υeats ακούμε συνέχεια στη λογοτεχνία το φτεροκόπημα των πουλιών.
Γιατί όμως τα πουλιά χρησιμοποιήθηκαν διαχρονικά ως σύμβολο στη θρησκεία, στη λογοτεχνία, στην τέχνη γενικότερα; Ίσως γιατί πετούν σε μία ενδιάμεση γάζα που ενώνει και χωρίζει σύμπαντα.
Αφού καθώς μετεωρίζονται και διασχίζουν τις μάζες του αέρα μοιάζουν αγγελιοφόροι, άγγελοι, πνεύματα, μεσολαβητές συχνά ανάμεσα στον κόσμο των ζωντανών και των νεκρών, αιθέρια ύλη, ιπτάμενο κομμάτι σύννεφου που παίζει συνέχεια με τα όρια του υπαρκτού και του φανταστικού.
Καθώς ο αναγνώστης ξεφυλλίζει τη συλλογή αυτή της Ελευθερίας Θάνογλου που έχει τίτλο Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΩΝ ΠΤΗΝΩΝ πετάγεται από μέσα ένα σμήνος μαύρα πουλιά. Στα αυτιά του ακούγεται ένα διαρκές σπασμωδικό φτεροκόπημα που φθίνει σιγά σιγά δίνοντας τη θέση του σε μία νεκρική σιωπή. Γιατί αυτή η συλλογή είναι η ίδια ένα πουλί που πετάει μέσα σε μία ομίχλη από σκιές όπου όπως η ίδια η ποιήτρια προλογίζει:
«Μπορεί κάποιος/να διατηρεί την σκέψη του ζωντανή/σκεπτόμενος τους πεθαμένους».
Μήπως και οι ίδιοι οι ποιητές δεν είναι ψυχές που αιωρούνται και μεσολαβούν ανάμεσα στους κόσμους, πουλιά και οι ίδιοι που μετεωρίζονται στο πουθενά;
Γι αυτό και όπως τα πουλιά έτσι και οι ποιητές συντρίβονται καθώς πετούν τα βράδια πάνω από την Άλλη Πόλη.
Γράφει η ποιήτρια στο πρώτο ποίημα της συλλογής.
«η ποίηση/ενίοτε/κρίνεται ένοχη/για τον θάνατο/δεκάδων ποιητών/που μπέρδεψαν στους ουρανοξύστες της/την αντανάκλαση της νύχτας».
Αυτή λοιπόν η συλλογή της Ελευθερίας Θάνογλου είναι μία γκρίζα ομιχλώδης περιοχή όπου νεκροί και ζωντανοί περιφέρονται ελεύθερα, ποιητές-πουλιά πετούν στους αιθέρες, ενώ βαθμιαία σχηματίζεται ένα τοπίο πένθους και απόγνωσης, αποδημίας και αποδόμησης. Σύμφωνα με την ποιήτρια, ο θάνατος είναι ένα πέταγμα σε έναν άλλο ουρανό, μία διαφυγή, μία νέα γεωμετρία του περιορισμένου σχήματος που καταλαμβάνει ένα κορμί. Η ώρα του φυσικού θανάτου δεν συμπίπτει με τον θάνατο της ψυχής αφού οι αποθαμένοι ζουν μέσα στη μνήμη και στην ποίηση, το πελώριο αυτό συλλογικό και ατομικό σκευοφυλάκιο.
Ξένοι σε ετούτη και σε οποιαδήποτε άλλη ζωή, νεκροί και ζωντανοί, περιφερόμαστε ως σκιές, ανήμποροι να αποφύγουμε το αμείλικτο πεπρωμένο που μας εξισώνει όλους, αφού ακόμα και οι ισχυροί της γης θα ισοπεδωθούν το ίδιο κάτω από το παμφάγο χώμα.
Μα και η ίδια η ποίηση κλείνει μέσα της τον θάνατο αφού μετά την γέννηση και την ανθοφορία του ποιήματος, το ποίημα νεκρώνει και αποστεώνεται στη χάρτινη κάσα του.
«μία τρύπα ο χρόνος/ γράφει η ποιήτρια/τάφος ανοιχτός/η ποίηση»
Τα ποιήματα αυτής της συλλογής κρυώνουν, σιωπούν, κρεμιούνται από ένα δέντρο, «αίματα και πούπουλα όλα ένα μείγμα» γράφει η ποιήτρια.
Όσο για τον πατέρα, «ανθισμένος στο μαρμαρωμένο δάσος» είναι έτοιμος να απορροφήσει τη θλίψη των ζωντανών και μέσα από τη ζωοδόχο μνήμη να αναστηθεί μόνο και μόνο «με χέρια πήλινα να ανοίξει μία τελευταία τρύπα στη φλογέρα που είχε φτιάξει για την εγγόνα του» όπως γράφει στους τελευταίους στίχους του ποιήματος ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ η ποιήτρια.
Άρα πουλιά, ποιητές, ποιήματα, αγαπημένοι νεκροί, όλα βρίσκονται σε ένα καθαρτήριο, μία κατάσταση limbo, μέσα στον κόσμο των αντανακλάσεων και των σκιών, των ονείρων και των οραμάτων, του καθρέφτη, του χώματος αλλά και του άπιαστου πετάγματος ενός αετού σε δυσθεώρητα ύψη.
«Τσόφλια ψυχών» παντού, «βαθυκόκκινες φτερούγες» «συνομιλία των ζωντανών με τους νεκρούς», μία άμορφη, ασχημάτιστη, άπιαστη θλίψη σαλεύει συνέχεια και αλλάζει το σχήμα και τη φυσιογνωμία των ποιημάτων, όλη η συλλογή ρευστοποιείται. Ένας ίσκιος εξαπλώνεται σαν μαύρος λεκές. Μία αίσθηση του μάταιου, του προσωρινού, ένας βουβός καιρός, γράφει η ποιήτρια:
«Σε χρόνια ανομβρίας/μόνο οι νεκροί δεν διψάνε.»
Αυτή η συλλογή θα μπορούσε να είναι ένα φιλοσοφικό δοκίμιο για τον θάνατο και την ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Ένα εγχειρίδιο ποιητικής ή ένας οδηγός στην Σκοτεινή Πλευρά του Άλλου Κόσμου.
Μία Σλοβενή ποιήτρια η MayaVidmar γράφει: «Ποτέ ένα δέντρο δεν είναι πιο δέντρο από τη στιγμή που το κόβουν».
Και η Ελευθερία Θάνογλου γράφει:«ίσως σ’ αυτά τα κοιμητήρια βρίσκεται το πιο ακέραιό μας σχήμα».
Και πιο κάτω:
«Χιλιετίες τώρα προσπαθούν οι νεκροί/ ν’ αφουγκραστούν τη ζωή με κάποιο τρόπο… Γιατί και οι νεκροί ξεχνούν πως κάποτε έζησαν»
Και παρακάτω:
«Ο πρώτος μας θάνατος επέρχεται/με την απουσία/ του πρώτου αγαπημένου μας προσώπου»… «Ζωντανοί ακόμη θρηνούμε/τον πρώτο μας θάνατο»/
Οι σελίδες της συλλογής της Ελευθερίας Θάνογλου είναι από πολύ απορροφητικό χαρτί. Επιπλέον είναι γεμάτες τρύπες. Μέσα από αυτές περνά ένας ολόκληρος άλλος κόσμος που ζωντανεύει, διαθλάται και διαχέεται. Προβάλλουν οι αγαπημένοι νεκροί, γνέφουν, προσπαθούν να επικοινωνήσουν, μικροί χρυσομπάμπουρες στροβιλίζονται γύρω από τη λεπτή κλωστή της μνήμης.
Όλα είναι ζωντανά ή όλα είναι νεκρά, όλοι είμαστε ζωντανοί ή όλοι είμαστε νεκροί. Η Απώλεια όμως είναι ένα ανθισμένο λουλούδι πάνω στον τάφο. Η Απώλεια γεννά όμορφη ποίηση όπως της Ελευθερίας Θάνογλου.