You are currently viewing Χλόη Κουτσουμπέλη: Λίλυ Εξαρχοπούλου, ΛΑΘΡΑΙΑ ΟΡΓΗ, Εκδόσεις Μελάνι 2018 

Χλόη Κουτσουμπέλη: Λίλυ Εξαρχοπούλου, ΛΑΘΡΑΙΑ ΟΡΓΗ, Εκδόσεις Μελάνι 2018 

Η Λίλυ Εξαρχοπούλου εισέρχεται στην χώρα της ποίησης λαθραία. Τα ποιήματά της δεν τηρούν τις νόμιμες διαδικασίες. Δεν έχουν για παράδειγμα ομοιοκαταληξία,  ο λόγος της γίνεται κάποιες στιγμές δοκιμιακός, θεατρικός, πεζολογικός, χρησιμοποιεί την τεχνική της αφήγησης, του δραματικού μονολόγου, κάνει εκκλήσεις, καταγγελίες, διαλέξεις, εξομολογήσεις, προκηρύξεις, διακηρύξεις, διαμαρτυρίες, χρησιμοποιεί ευαγγελικό λόγο, αγοραίο λόγο, καθαρεύουσα, κάνει διακειμενικές αναφορές, χρησιμοποιεί υπερρεαλιστικά στοιχεία και όλα αυτά τόσο ενσωματωμένα σε ένα ενιαίο μίγμα γλώσσας και ύφους, με μέτρο και ρυθμό που τελικά δημιουργεί καθαρή, διαυγή ποίηση εντελώς πρωτότυπη και καθαρά διακριτή.

   Αν το στοίχημα κάθε ποιητή είναι να αποκτήσει μία ευδιάκριτη και προσωπική ποιητική γλώσσα η Λίλυ Εξαρχοπούλου το έχει κερδίσει πολλαπλά. Οι αποσκευές που κουβαλάει μαζί της, οι ευρείες λογοτεχνικές της γνώσεις, η εξοικείωσή της σε μεταφραστικό επίπεδο με την Αγγλική γλώσσα, η παραμονή της σε χώρες πολύ σοβαρών συγγραφέων Ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας καθώς και αρχαιοελληνικής πραγματείας αλλά και η ίδια της η ιθαγένεια στην πεζογραφία, αφού έχει γράψει δύο μυθιστορήματα, μία νουβέλα και διηγήματα, είναι σίγουρα πολύτιμα βοηθήματα γι’ αυτήν για να διανύσει και να κατακτήσει την απάτητη και άγρια χώρα της ποίησης.

  Η Λίλυ Εξαρχοπούλου όμως έχει κάτι περισσότερο από όλα αυτά.

Έχει μία οργή μέσα της, μία ζωτική, κατακόκκινη, πυρακτωμένη οργή που μπολιάζει στους στίχους της και αυτοί φουσκώνουν και γίνονται λάβα που μας καίει. Γιατί η Λίλυ Εξαρχοπούλου είναι μία ποιήτρια με τεντωμένες κεραίες, δεν ζει στο χρυσελεφάντινο πύργο της αλλά η κοινωνική ματιά και η ευαισθησία της απορροφούν την πραγματικότητα που μας περιβάλλει και την μετασχηματίζουν σε μία ποίηση που προσπαθεί να αφυπνίσει και να συνειδητοποιήσει τον αναγνώστη.

Η ίδια είναι λαθραναγνώστης. Διαβάζει τα γεγονότα της εποχής της, τις κοινωνικές αδικίες, την εξουσία των ισχυρών, την καφκική παράλογη γραφειοκρατία. την υποκρισία της καλοζωισμένης αστικής τάξης, ενός σάπιου συστήματος που δολοφονεί το διαφορετικό και θλίβεται, θυμώνει, εξανίσταται και μεταφράζει αυτή την οργή σε μία μόνο επαναστατική πράξη που την γνωρίζει καλά, αφού είναι η φυσική γλώσσα της, η ποίηση.

Η Λίλυ μιλά στο πρώτο πρόσωπο, είναι όμως ο ποιητής που μιλά με την γλώσσα των πολλών. Είναι η φωνή των καιρών μας αλλά και των παρελθόντων και αυτών που θα έρθουν. Ο στίχος που δεν μπορεί να αλλάξει καθεστώτα, αλλά Αν σταματήσει έστω και μια Καρδιά που πάει να σπάσει/ Δεν ήρθε μάταια στη ζωή όπως μας λέει μία άλλη σπουδαία ποιήτρια, η Έμιλυ Ντίκινσον στο γνωστό της ποίημα.

Η Λίλυ μιλάει για την φρίκη και τον παραλογισμό, για ένα κόσμο μίας μάταιας ματαιότητας, για το αμφίβιο ερπετό που σκορπά τον όλεθρο. Άλλοτε μιλά με ύφος βιβλικό και εξαγγελικό όπως στο ποίημα ΜΑΤΑΙΟΤΗΣ ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΩΝ

Η φρίκη αναπήδησε/μετακυλίοντας τη θέλησή της σε ύστερο χρόνο/Του φεγγαριού οι λόχμες με πρόσωπο ταλιμπάν/Βίασαν και βιάστηκαν/

Ή στο ποίημα ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙΡΟΣ βασισμένο στο εδάφιο του Εκκλησιαστή από την Παλαιά Διαθήκης  (Υπάρχει καιρός να γεννιέται  κανείς και καιρός να πεθαίνει· καιρός να φυτεύει και καιρός να ξεριζώνει αυτό που ήταν φυτεμένο·)

Η  Λίλυ Εξαρχοπούλου αντιπαραθέτει ένα κάλεσμα για αφύπνιση
Υπάρχει καιρός για κάθε τι

Να συγκολλήσεις τα κουρέλια μιας κατώτερης ζωής/ Να πλάσεις τα παιδιά του Φράνκεστάιν/Η ευφυΐα στην ευαισθησία/…/Υπάρχει πάντα καιρός να συντρίψεις/ Σύντριψε, λέω,/ τη στιγμή της Αταραξίας τους

Άλλοτε μας προτείνει μία συνταγή επιβίωσης με το άνοιγμα της ψυχής στο φως.

Ξανοίξου σ’ ένα ηλιόφωτο σύμπαν και άρμεξε/την ανεξάντλητη πανδαισία της θνητής φαντασίας/ Μονάχα έτσι θα επιζήσεις γράφει στο πρώτο ποίημα της συλλογής με τίτλο ΕΚΚΛΗΣΗ

 Ή την αλληλεγγύη και την συντροφικότητα στην ασυγκράτητη ορμή-οργή

 Και νάχα δέκα φίλους οργανωμένους/ στην μόνη οργάνωση/που παραμένει/ αδιαμφισβήτητη και άτρωτη/σε καιρό δημοκρατίας  γράφει στην ΩΔΗ ΣΕ ΈΝΑ ΧΟΥΛΙΓΚΑΝ

Άλλοτε επιστρατεύει ένα αιχμηρό και καυστικό χιούμορ, πάντα καταγγελτικό όπως στο ποίημα ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ

Εγώ γεννήθηκα για αισιόδοξες προτάσεις/…/

Πόσο γλυκιά είναι η Επανάσταση/ για να την βλέπεις από μακριά/Πόσο καλή η Λευτεριά/για να την καταχράσαι/

Είμαι το απαύγασμα της Αισιοδοξίας/

Ή στο ποίημα ΑΠΟΣΧΙΣΗ ΜΝΗΜΗΣ

Πετάει η 17 Νοέμβρη; /…/Νάτη πετιέται και εκρήγνυται/Σε κλάσματα δευτερολέπτου/συρρικνούται, διαλύεται/Το προσωπείο όλων μας/σηματοδοτεί.

Όμως όσο και αν η ποιητική φωνή της Λίλυς Εξαρχοπούλου είναι σαφώς πολιτική με την ευρεία σημασία της λέξης, σε κανένα ποίημά της δεν απεικονίζεται μία δημοσιογραφική αποτύπωση της πραγματικότητας. Ακόμα και στο σπαρακτικό ποίημα ΕΠΙ ΜΑΤΑΙΩ που αφορά τους πνιγμούς των προσφυγόπουλων στην θάλασσα, ή στην ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΟΥ ΖΑΚ, ή στο ποίημα ΜΟΝΤΕΡΝΑ ΒΑΣΤΙΛΛΗ που αφορά την Ευρώπη των δύο ταχυτήτων και την τόσο επίκαιρη ειρήνη πολέμου που επιβάλλεται από τους ισχυρούς, τα γεγονότα απεικονίζονται συμβολικά και παραβολικά, εντελώς ποιητικά, με τον τόσο ιδιαίτερο και αλληγορικό τρόπο της Λίλυς. Αυτό δίνει άλλωστε και τον οικουμενικό τους χαρακτήρα και τα κάνει πανανθρώπινα.

Μέσα στην συλλογή αυτή όμως η κοινωνική διάσταση της ποίησης της Εξαρχοπούλου διευρύνεται. Η ματιά της γίνεται έμφυλη και φεμινιστική. Υπαρξιακή και οντολογική.

Ας πάρουμε το ποίημα ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΤΟΝ ΒΑΛΜΟΝ. Η αναφορά στον λογοτεχνικό ήρωα των Επικίνδυνων Σχέσεων του Λακλός και πρόθεμα του ποιήματος ένας στίχος από το θεατρικό έργο Κουαρτέτο του Χέινερ Μύλλερ που βασίστηκε πάνω στο μυθιστόρημα και του έδωσε ακόμα πιο βαθιές ψυχολογικές προεκτάσεις. Αυτό που φοβάμαι είναι η νύχτα των σωμάτων είναι ο στίχος προμετωπίδα.

Στο ποίημα αυτό ο λόγος γίνεται αρχετυπικός, βαθιά ψυχαναλυτικός. Το σώμα από του οποίου τα έγκατα προέρχεται είναι εμφανώς θηλυκό. Παρόλο που είναι γραμμένο στο πρώτο πρόσωπο όμως, όπως και στα άλλα ποιήματά της Εξαρχοπούλου, το προσωπικό βίωμα συγχωνεύεται απόλυτα με το καθολικό και εκφέρεται ως τέτοιο.

Με το στόμα της ποιήτριας αρθρώνεται ο Λόγος της διαχρονικής Γυναίκας. Η έλξη που ασκεί ο άντρας πάνω της και ο αταβιστικός της φόβος για το άλλο σώμα που θα την διαπεράσει, που θα αφήσει ανεξίτηλα σημάδια επάνω της. Η κόλαση του άλλου, ο φόβος της φθοράς, ψυχικής και σωματικής, της γήρανσης, δική μας κι η γριά, το είχα προβλέψει, ο φόβος για το Αρσενικό που δεν είναι η θάλασσα της γυναικείας μήτρας, που μπορεί να αλώσει, που δεν έχει τα αποθέματα ψυχικής τρυφερότητας και ενσυναίσθησης και που η συνάφεια ή η ερωτική πράξη μαζί του μπορεί να εξοντώσει και να αφανίσει την γυναικεία ψυχή. Το αρσενικό δεν συναντά ποτέ πραγματικά το θηλυκό και τα δύο παραμένουν αστέριωτα, λειψά, ίσως η σάρκα να είναι ο περιορισμός. Ο αλληλοσπαραγμός, τα ανεξίτηλα σημάδια, η ανάγκη αυτοπροσδιορισμού του Εαυτού μέσα στην δίνη αυτού του άγριου παιχνιδιού. Απαρτιζόμαστε από τους εαυτούς μας, είναι Επώδυνο, γράφει η Λίλυ Εξαρχοπούλου.

   Τέλος η ΔΙΑΛΕΞΗ. Ένα άλλο πολύ ενδιαφέρον ποίημα που εκφέρεται με μαχητικό λόγο και εκφέρει μία πολιτική και φεμινιστική ματιά που σπάει τα στερεότυπα της πατριαρχίας. Το ποίημα έχει πραγματικά τον χαρακτήρα μίας εικονικής διάλεξης. Στην πραγματικότητα αντιμάχεται την κανονικότητα της Αγίας Οικογένειας, τον υποχρεωτικό προορισμό της τεκνοποιίας όπως εξαγγέλλεται και επιβάλλεται μέσα στους αιώνες και προσδιορίζει την γυναίκα ως μηχανή αναπαραγωγής. Σε έναν κόσμο, αυτόν της Λευκής Πατριαρχικής Ευρώπης που βρίσκεται σε περίοδο υπογεννητικότητας, η Γυναίκα με την έντονα πολιτική και κοινωνική συνείδηση δεν θέλει να φέρει ένα παιδί σε μία κοινωνία όπου η ηθική και οι νόμοι έχουν καταπατηθεί. Δεν θέλει να φέρει ένα παιδί σε έναν κόσμο που παιδιά πνίγονται καθημερινά στην θάλασσα ενώ προσπαθούν να ξεφύγουν από τον πόλεμο που απειλεί την ζωή τους. Έτσι λοιπόν η Λίλυ Εξαρχοπούλου σε έναν δικανικό λόγο, με δομή και επιχειρήματα, υπερασπίζει με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο τα πιστεύω της που όμως εκφέρονται ως πολιτικά αιτήματα, ως υπαρξιακές απόψεις ζωής.

Το πιο αξιοσημείωτο, το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό αυτής της ποιητικής συλλογής. Αν και η Λίλυ Εξαρχοπούλου ανήκει ηλικιακά στην γενιά του ογδόντα, που αποκαλέστηκε γενιά του ιδιωτικού οράματος, δεν υπάρχει τίποτα το ιδιωτικό σ’ αυτή την ποιητική συλλογή. Ενώ ο λόγος είναι ευθύς, λεβέντικος, θαρραλέος, εξομολογητικός, ενώ η ποιήτρια δεν διστάζει να αναπτύξει τον σαρκασμό και τις ρηξικέλευθες συχνά απόψεις της, από την αρχή της συλλογής γίνεται αντιληπτό ότι τα όρια του μικρόκοσμου έχουν υποχωρήσει και ότι η ποιήτρια κινείται πια στα πλατιά σύνορα ενός Πανανθρώπινου Κόσμου που μας αφορά.

   Θα τελειώσω με τους τρεις τελευταίους στίχους από το ποίημα  ΜΑΤΑΙΟΤΗΣ ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΩΝ που εμπεριέχεται στην συλλογή.

 Χρόνια τώρα να προσπαθούμε να συγκρατήσουμε/την Πίζα/ Αφήνοντας τα πάντα ένα γύρω να συντριβούν.    

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.