Η Στέλλα-Λουίζα Κατσαμπή είναι μία πολύ νέα ποιήτρια που έχει κατακτήσει ήδη όμως κάτι πολύ σημαντικό. Μπορεί να γράφει στο πρώτο πρόσωπο, να εκθέτει και να εκτίθεται. Μπορεί να δημιουργεί μία αμεσότητα με τον αναγνώστη, μία περίεργη σχέση σπαρακτικής εξομολόγησης της οποίας ο αναγνώστης γίνεται ο αποδέκτης. Η νεαρή ποιήτρια διαλέγει να μιλήσει για πολύ δύσκολα θέματα, δεν μασάει τα λόγια της, γίνεται σκληρή, σαρκαστική, ξεπερνάει ενίοτε τα όρια του καθωσπρεπισμού και της ψεύτικης αστικής ευγένειας, παραμένει όμως πάντα αληθινή και αυθεντική. Ξεκοιλιάζει το ποίημα και μας αποκαλύπτει τα έντερα του. Ψυχαναλυτική και βαθιά η γραφή της Στέλλας μας ξαφνιάζει γιατί ενώ είναι είκοσι πέντε μόλις χρονών πραγματικά βυθίζει το μαχαίρι ως το κόκκαλο.
Είναι όμως είκοσι πέντε χρονών; Ποια είναι η πραγματική λογοτεχνική της ηλικία;
Γράφει η ίδια στο ποίημά της με τίτλο: Δεν είμαι είκοσι τριών
Θέλησα να τα ζήσω όλα,/έτσι έγινα κι εγώ/κείνο το άγουρο σύκο/που βιάστηκαν να κόψουνε/μη λάχει και σαπίσει.
Να ’ταν η ζωή ανάποδα,/να γερνούσαμε μικραίνοντας,/να ’χαμε τη γνώση πρώτα/και/στο τέλος/την άγνοια του θανάτου.
Η ποιήτρια έχει τη γνώση και είναι μία γνώση βαθιά.
Η πρώτη ενότητα της συλλογής έχει ως επικεφαλίδα μία και μόνο λέξη: Πεινάω.
Στην Αρχαία Τραγωδία συναντάμε αυτή την αρχική τραγική πείνα. Ο ήρωας συχνά με λυμένα τα βιοποριστικά του προβλήματα, ζητά να φάει και να φαγωθεί. Στις Βάκχες ο Πενθέας κατατρώγεται από την μητέρα του και τις άλλες Μαινάδες. Η μητέρα, ο πρωταρχικός αυτός μαστός ζωής, μας τροφοδοτεί όχι μόνο με γάλα αλλά και με αγάπη. Το φαγητό ασυνείδητα συμβολίζει την σχέση παιδιού-μητέρας. Όταν η σχέση μητέρας παιδιού έχει για κάποιους λόγους διαταραχτεί, το άτομο ως ενήλικας συχνά πεινάει. Για αγάπη.
Η ποιήτρια αναπτύσσει πολύ καλά αυτή τη διαταραγμένη σχέση στα ποιήματα αυτής της ενότητας. Οι τίτλοι των ποιημάτων μας καθοδηγούν από μόνοι τους: Μητρικό γάλα- Δύο δάχτυλα ραμμένα μαζί-πεινάω-αυτοτραυματισμοί-αναθυμιάσεις-Νεποτισμός-ή κλωστή-αδηφάγοι-τα μη παραλειπόμενα-Φοβάμαι.
Η ποιήτρια μας μιλάει όμως για μία άλλη βαθύτερη πείνα. Είναι η πείνα που ωθεί το ποιητικό υποκείμενο να γράφει.
«αναζητώ τώρα/λίγη απόγνωση,/για να θρέψω την ποίηση/όταν λιμοκτονεί/μου ροκανίζει το είναι» γράφει η ποιήτρια στο ποίημα πεινάω.
Ακόμα και η ίδια η ποίηση λοιπόν πεινάει και ζητά ως τροφή της την απόγνωση, ακόμα και η ποίηση ξεσκίζει και τρέφεται από τα σπλάχνα του ποιητή.
Υπάρχει μία αλυσίδα, η βιολογική αλυσίδα του DNA από τη μία που μεταφέρει στα παιδιά ιδιότητες και γνωρίσματα του γεννήτορα τους. Υπάρχει όμως και η ψυχολογική αλυσίδα αφού η μητέρα είναι στερεοτυπικά το πρότυπο κάθε κόρης, η κόρη από μικρή μπαίνει κυριολεκτικά στα παπούτσια της μητέρας, τη μιμείται. Έτσι δημιουργείται ένας κύκλος συμπεριφορών που πολύ δύσκολα σπάει. Μία αρνητική συμπεριφορά της μητέρας μπορεί να επηρεάσει τη ζωή του ενήλικα που σε όλη του τη ζωή θα αναπαραγάγει εκφάνσεις αυτής της συμπεριφοράς.
Στο ποίημα Νεποτισμός γράφει η ποιήτρια:
Για να θυμάσαι τη μανούλα/πάρε αυτήν την αλυσίδα,/
την αρθρίτιδα,/τον χαλασμένο θυρεοειδή,/τα στραβά πόδια, το σιωπηλό βλέμμα συναίνεσης/για τον αλκοολικό σύζυγο,/που ήταν ο πατέρας,/και τώρα/ο όμορφος νέος
που τα Σάββατα πληρώνω.. Και λίγο παρακάτω:
Γιατί/από τις σοβαρές κληροδοτήσεις,/η γνώση να δέχεσαι,
να υπομένεις τα ανθρώπινα,/τα αδύναμα της θνητής φύσης/τεκταινόμενα,/είναι η μόνη εξουσία,/που ’χα να σου δώσω.
Η παθητική και στωική συμπεριφορά της μητέρας-γυναίκας μεταφέρεται ως πρότυπο συμπεριφοράς στην κόρη.
Στη δεύτερη ενότητα της συλλογής με τίτλο ΟΡΜΟΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ο κυρίαρχος άξονας είναι οι ερωτικές σχέσεις στις οποίες πια μεταφέρεται αλλά και φανερώνεται η αρχική πείνα.
Ο ενήλικας που δεν έχει πάρει αρκετή αγάπη ή για τον οποίο υπήρξε αρχική διαταραχή στην σχέση με την μητέρα κάνει λανθασμένες επιλογές, επιλέγει συντρόφους ακατάλληλους που θα διαιωνίσουν το αρχικό τραύμα που ελλοχεύει μέσα στο μοντέλο της σχέσης πατέρα μητέρας.
Ωκυτοκίνη είναι η ορμόνη που παράγεται κατά τον μητρικό θηλασμό. Οι πεινασμένοι ενήλικες περιφέρονται, μικρά αχόρταγα βαμπίρ και προσπαθούν να απομυζήσουν αγάπη για να τραφούν. Ζητούν μεγάλες ποσότητες, μισό κιλό από αυτή την ορμόνη, για να την καταπιούν σε μικρά κουταλάκια σιροπιού φράουλας, ενώ η ευκαιρία τους έχει παρέλθει, θα μείνουν πάντα τραγικά και απελπιστικά πεινασμένοι. Στο ποίημα που έχει τον ίδιο τίτλο με τον τίτλο της συλλογής γράφει η Στέλλα:
Οι άνθρωποι του δράματος σε δηλητηριώδη/σιρόπια φράουλα εθίζονται./500 mg ωκυτοκίνης για να σκληρύνει η αντοχή/στα καθημερινά τους θέατρα.
Και παρακάτω:
ή θεραπεία ολοκληρώνεται,/κι αυτοί ακόμη να μάθουν ν’ αγαπιούνται,/να νιώσουν επιτέλους ασφαλείς,/και/
διψασμένα τα όρνεα/πλησιάζουνε ξανά.
Οι υποψήφιοι σύντροφοι που αναπαράγουν τα πρότυπα και εντείνουν την μοναξιά είναι ανεγκέφαλα μεταναστευτικά ψάρια,«που αναπαράγονται και γλιστρούν αφήνοντας ένα ξίφος μέσα στον σύντροφό τους» ατάραχα και αποστασιοποιημένα πορτρέτα του Ντόριαν Γκρέυ, «τεχνίτες καλοί να ρουφάν όσους τους ονειρεύονται».
Η ίδια η ποιήτρια αυτοχαρακτηρίζεται σε στίχο της αθεράπευτα κυνική, εγώ όμως θα τη χαρακτήριζα αθεράπευτα συναισθηματική, αθεράπευτα ευαίσθητη, αθεράπευτα ποιήτρια.
Η τρίτη ενότητα έχει τον τίτλο ΙΣΤΟΣ ή ΖΩΗ ΑΡΘΡΟΠΟΔΩΝ.
Ελπίδα είναι αυτό το πράγμα με φτερά, γράφει η Ντίκινσον.
Και η Στέλλα λέει: Κάποιοι τα λένε φτερά./εγώ το λέω :/
ευθύνη να είσαι ελεύθερος αρκετά/ώστε να πεθάνεις νέος.
Είμαστε όλοι εύθραυστοι και μικροσκοπικοί, μικρά αρθρόποδα που αγκομαχούν να επιζήσουν, λέει η Στέλλα. Έχουμε ελάχιστη εξουσία πάνω στη ζωή μας. Τα όνειρά μας είναι μικροί ιστοί αράχνης που συνέχεια διαλύονται. Αν υπάρχει ελευθερία αυτή θα ήταν το να επιλέξουμε τον θάνατό μας.
Έτσι ως Γκρέγκορ Σάμσα κι εμείς οι άνθρωποι σκαθάρια πρέπει να κρατήσουμε το πνεύμα ελεύθερο, μακριά από οικογενειακά και κοινωνικά καλούπια που έχουν στόχο όπως γράφει η ποιήτρια στο ποίημα αν ήθελα να υπάρχω «να καλλωπίσουν την άγνοια ή να μας αφανίσουν».
Η συλλογή αυτή ενσωματώνει την υπαρξιακή αγωνία ενός νέου ανθρώπου, της ποιήτριας Στέλλας Λουίζας Κατσαμπή. Πόσο μπορούμε να υπάρξουμε ως αυθύπαρκτες οντότητες, αναρωτιέται η ποιήτρια, έξω από την κληρονομιά του DNA, των οικογενειακών μοντέλων, των προκατασκευασμένων κοινωνικών δομών που μας δημιουργούν μία αβάσταχτη πείνα για αυτοτέλεια, ελευθερία και αγάπη και μας ωθούν σε μία σειρά λανθασμένων επιλογών που μας φυλακίζουν όλο και περισσότερο στο ενυδρείο μίας ζωής με βράγχια.
Στο προτελευταίο ποίημα της συλλογής η ποιήτρια αφήνει ένα μήνυμα σε έναν τηλεφωνητή.
«Συγγνώμη, γράφει/και σήμερα δεν μπόρεσα να είμαι κοντά σας.
Έχω σβήσει./Έχω δύσει./ές αύριον ελπίζω παρών».
Όσο όμως γράφει η Στέλλα και όσο η γραφή της θα εξελίσσεται και θα ανθίζει μέσα στα χρόνια, θα νιώθει όλο και περισσότερο παρούσα. Μέσα στον πόνο, μέσα στην συντριβή αλλά και μέσα στη δημιουργία και στην τέχνη που δίνει φτερά σε εμάς, τα αρθρόποδα αυτού του κόσμου.
Γιατί η Στέλλα είναι ποιήτρια, δηλαδή πεταλούδα.