Είναι γνωστό πως τις τελευταίες δεκαετίες εκδίδονται πολυάριθμες ποιητικές συλλογές από τις οποίες όμως ελάχιστες διακρίνονται για την ποιότητά τους, με αποτέλεσμα οι περισσότερες να μη κινούν το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού. Άλλωστε γνωρίζουμε ότι στην εποχή μας πολύ λίγοι είναι όσοι διαβάζουν ποίηση. Η δυσκολία στην κατανόησή της, ιδίως της «μοντέρνας» ποίησης, προβάλλεται από πολλούς ως η κυριότερη δυσκολία που τους απομακρύνει από αυτήν. Για τον ίδιο λόγο και οι περισσότεροι απ΄όσους διαβάζουν λογοτεχνία στρέφονται προς το μυθιστόρημα που είναι πιο εύκολο. Το θέμα όμως της απομάκρυνσης των αναγνωστών από την ποίηση είναι τεράστιο και ασφαλώς συνδέεται εκτός των άλλων με τον γενικότερο χρησιμοθηρικό χαρακτήρα της εποχής μας που επιδρά κιόλας αρνητικά στην ποιότητα της ποίησης, αφού εξαρπάζει τα οράματα που την τρέφουν.
Ωστόσο, ανάμεσα στις νέες συλλογές υπάρχουν και κάποιες που ανατρέπουν τα γνωστά δεδομένα· είναι ποιοτικές. Και μια τέτοια συλλογή των Εκδόσεων Εκκρεμές έπεσε στα χέρια μου πριν από μερικούς μήνες: Ποιητής: Απόστολος Παληός. Τίτλος: Εν ευθέτω χρόνω.
Από το μικρό σημείωμα του εσωφύλλου πληροφορούμαι ότι είναι σολίστ πιάνου και δρ. μουσικολογίας, με μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία και πολυπληθείς καλλιτεχνικές εμφανίσεις στην εγχώρια και στη διεθνή μουσική σκηνή, πράγματα βέβαια όχι και τόσο εύκολα.
Η ποιητική του συλλογή «Εν ευθέτω χρόνω», που αποτελεί και την πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα, έρχεται επάξια να συμπληρώσει την πνευματική του ταυτότητα. Και η πνευματική του ταυτότητα μας φανερώνει έναν άνθρωπο πολύ εργατικό, άοκνο, επίμονο, πολυσχιδή και ταλαντούχο. Ας μου συγχωρηθεί αυτός ο αφειδώλευτος έπαινος, αλλά ο Α.Π. είναι πράγματι ένας αναγνωρισμένος σολίστ πιάνου, τον οποίο είχαμε την τύχη να απολαύσουμε στην πρώτη για φέτος συναυλία του στο Ίδρυμα Θεοχαράκη.
Συγχρόνως είναι και ένας καλός ποιητής, όπως μου επιτρέπει να πιστεύω η εν λόγω συλλογή. Και μπορεί να είναι η πρώτη του συλλογή, γραμμένη μάλιστα στον καιρό της καραντίνας, αλλά πιστεύω ότι η ενασχόλησή του με την ποίηση έχει αρχίσει πολλά χρόνια πίσω και έχει σκίσει πολλά χαρτιά μέχρι την τελική εμφάνιση των ποιημάτων του.
Καταρχάς, ο Α.Π. ξεκινάει μ΄ένα όραμα, την αναζήτηση της αλήθειας, προσωπικής, υπαρξιακής, κοινωνικής. Και είναι, κατά Σεφέρη, «ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα./Ευτυχισμένος αν στο ξεκίνημα, ένιωθε γερή την αρματωσιά μιας αγάπης, απλωμένη μέσα στο κορμί του, σαν τις φλέβες όπου βουίζει το αίμα». Γνωρίζει βέβαια τη δυσκολία του εγχειρήματος, αλλά παρά τις απογοητεύσεις του επιμένει. «Αρπάζοντας την αλήθεια από το κοτσάνι/το μόνο που κατάφερα ήταν/και τις λεπτότερες ίνες/της οικτρής μου πλάνης/με χειρουργική ακρίβεια/να εντοπίσω». Η ένταση με την οποία αναζητά την αλήθεια έχει ως αφετηρία το αίσθημα του εγκλωβισμού του, της μοναξιάς του: «Σα σε διήγημα του Ε.Α.Poe/χτισμένος μες σε τοίχο να ουρλιάζω./Και κανείς να μην ακούει. Μισή ζωή να ζω/μισή ανάσα να αναπνέω». Γι΄αυτό είναι αποφασισμένος να αγωνιστεί μέχρι τέλους, να «προεκτείνει την ψυχή του να ακουμπήσει την αλήθεια/προκρούστεια ταλάντωση αν χρειαστεί θα πράξω/έστω κι αν δύναμαι να φτάσω μόνο/ ίσαμε τις παρυφές του λεπτού της αστραγάλου». Εδώ θυμίζει Κάλβο: «Δεν με θαμβώνει πάθος κανένα την λύραν κτυπάω και ολόρθος στέκομαι σιμά εις του μνήματός μου τ΄ανοικτόν στόμα».
Είναι αποφασισμένος να ψάξει παντού να βρει το αρχιμήδειο σημείο, να πατήσει και να εποπτεύσει το χώρο: «Χαράματα χάραξα μια γραμμή με κιμωλία στο κορμί του ορίζοντα/αναζητώντας να βρω ένα σημείο να πιαστώ». Κι η αναζήτηση ξεκινάει για να γνωρίσει άλλα μέρη, «πίσω από του σύμπαντος τη διάφανη κουρτίνα/την Αλήθεια να κοιτάξει». Κι ακολουθούν τρεις ωραίοι στίχοι που μόνο αυτούς αν είχε γράψει ο Α.Π. θα είχε πολιτογραφηθεί ποιητής: «Χώρεσα τον εαυτό μου ολόκληρο/σε τόση δα κουκκίδα/τις πύλες της αβύσσου να περάσω».
Είναι ερωτευμένος με το απόλυτο κι όταν δεν φτάνει σε ορατό αποτέλεσμα απογοητεύεται, σαρκάζει τον εαυτό του, θεωρεί ότι πλανάται. Φοβάται τότε τις ψευδαισθήσεις: «Στάχτη στα μάτια η ανάμνηση ξέρεις/και στα δικά μου /και στα δικά σου/καλύτερα έτσι/μπας και ξεστραβωθούμε επιτέλους/και αντικρίσουμε/τολμήσουμε να αντικρίσουμε/κρεμασμένοι ανάποδα/τον κόσμο όπως είναι/όχι όπως νομίζουμε ότι είναι». Όμως, μόνο όταν ο άνθρωπος σπάσει τα δεσμά της πλάνης κατακτά την ελευθερία του και την αλήθεια. Θυμάμαι εδώ τα βαθυστόχαστα λόγια του Νίτσε: «Η πλάνη δεν είναι τύφλωση. Η πλάνη είναι ανανδρία. Στη γνώση κάθε κατάκτηση, κάθε βήμα εμπρός προέρχεται από το θάρρος, από τη σκληρότητα απέναντι στον εαυτό μας, από την εντιμότητα απέναντι στον εαυτό μας».
Κι ο ποιητής μας έχει αυτό το θάρρος, όπως δηλώνει στον «Απολογισμό» του: «Δε δείλιασα ποτέ μου/δε δίστασα ποτέ μου». Και στην «Υπεύθυνη Δήλωση» του νόμου ορθώνει το ανάστημά του, σηκώνει τη γροθιά του και υψώνει με αξιοθαύμαστο θάρρος τη φωνή του απέναντι σε όσους προσπάθησαν να τον ταπεινώσουν, να του κόψουν τα φτερά του, να του κλέψουν την ελευθερία του, ανέντιμα να καταχραστούν το όραμά του. Με ύφος και λόγια που θυμίζουν τη «Διαθήκη» του Μιχάλη Κατσαρού κλείνει το εξαίσιο αυτό ποίημα ως εξής:
Δηλώνω υπεύθυνα
πως το δέρμα που με ντύνει σας ανήκει
δανεική η σάρκα που κατοικώ
κτήμα δικό σας.
Πάρτε τα όλα
σας τα χαρίζω….
Όλα πάρτε τα σας λέω
πλην ενός.
Αφού ούτε κορμί ούτε φωνή
μου αφήσατε να έχω
αχόρταγοι πλεονέκτες
ανέντιμοι καταχραστές
μονάχα λίγο πνεύμα πίσω δώστε μου.
Λίγο θα είναι μα ελεύθερο θα είναι.
Σας βεβαιώνω
τουλάχιστον αυτό
Ελεύθερο
Υπεύθυνα δηλώνω.
«Εν ευθέτω χρόνω», λοιπόν! Και ποιος είναι ο εύθετος-κατάλληλος χρόνος για όλα αυτά;; Μα αυτός που γράφει τα ποιήματά του, στα οποία εκμυστηρεύεται σε μας τα πάντα, όσα τον αφορούν: τα όνειρά του, τους έρωτές του, τις ιδέες του, τις απογοητεύσεις του, την αντίστασή του απέναντι στην ανεντιμότητα, τον αγώνα του για να ανακαλύψει την αλήθεια, να λύσει το αίνιγμα της ζωής του, της ύπαρξής του που είναι κρυμμένη στον «αστερισμό του Τίποτα/συνορεύουσα με μαύρη τρύπα πάνω δεξιά./Λάθος: την κάτω αριστερά (Οφθαλμαπάτη πια ο ουρανός). Εξάλλου η μαύρη τρύπα όπου κι αν εδράζεται/μια τρύπα παραμένει/χωρίς σώμα/και μαύρη/χωρίς ψυχή».
Και επειδή τα ποιήματα δεν αξιολογούνται μόνο με βάση το περιεχόμενό τους, θα ήθελα να πω ότι ο Α.Π. κατέχει την ποιητική τέχνη, γιατί τα ποιήματά του μας συγκινούν και μας τέρπουν αισθητικά. Ευθύς εξαρχής μάλιστα μας το δηλώνει στο πρώτο ποίημα της συλλογής: «Συνταγή», ότι προσέχει δηλαδή πολύ την ποιητική του:
–Γι΄αυτή τη συνταγή θα χρειαστούμε αλάτι.
–Των Ιμαλαΐων, σεφ;;
–Του ιδρώτα του κορμιού σου ιδανικό.
Η καθημερινή και αυθόρμητη γλώσσα που χρησιμοποιεί, ώστε τα αισθήματά του να είναι διάφανα, η αβίαστη διαμόρφωση των στίχων του, η μουσικότητα της γλώσσας του και ο ρυθμός του που αντανακλά δύναμη και πνοή είναι πράγματα που δεν τα παρατηρεί κανείς συχνά σε μια πρώτη ποιητική συλλογή. Εν ευθέτω λοιπόν χρόνω περιμένουμε τη δεύτερη συλλογή του.