ΜΙΑ ΠΙΚΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ (1967-1974)
‘Ηταν χειμώνας και δε μιλούσε κανείς για την άνοιξη
Όσο βλέπαμε το φεγγάρι να μπαινοβγαίνει σε μαύρα σύννεφα.
Περιμέναμε τις αστραπές να διαβάσουμε τα πρόσωπα.
Νύχτα της νύχτας, σκιές μόνο και ψίθυροι.
Δεν προχωρούσε κανείς μα βουλιάζαμε με τον καιρό
Γιατί ο φόβος είναι σαν την αρρώστια, απλώνεται.
Κι οι φίλοι δεν μπορούσαν να μας μιλήσουν πίσω από τις μάντρες.
Όχι, δεν έλλειψε η απαντοχή μα η φωνή τους ήταν ισχνή
Και χτυπούσε μάταια στον ουρανίσκο σαν το κλικ
Άσφαιρου περιστρόφου.
Κι ήρθανε μέρες πολύ πιο πικρές που το αίμα δεν κόστιζε
Περισσότερο από το νεύμα ενός παρανοϊκού.
Έτσι πλήθυνε το φονικό μέχρι τις τελευταίες μέρες της ιστορίας μας.
Ήταν καιρός να προχωρήσουμε μα δε μιλούσε κανείς για την άνοιξη.
Έριχναν τα ζάρια μα δεν αποφάσιζαν.
Το αίμα δεν έλεγε ν’ αναστηθεί.
Τώρα σέρνουμε κύκλο τις μνήμες σα μαχαίρια
Μα χτυπάμε τον αέρα, το τίποτε
Κι άλλοι σφίγγουν τα χέρια σιωπηλά δίνοντας τον καινούργιο όρκο
Από αξιοπρέπεια στους προγόνους που στα κλεφτά συλλαβίζαμε
Τα σπασμένα τους χέρια, τα σαπισμένα τους κορμιά.
ΧΡΩΜΑΤΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΑ
Χρώματα ξεχασμένα στις αφίσες του ‘77
Μοιάζετε με αγγέλους που τους ψαλιδίσαν τα φτερά
Με τα κορίτσια που φίλησα
Και δεν τα θυμάμαι πια.
Χρώματα και ροδαλές ηχητικές εντάσεις
Τα τελευταία cartes postals της αγάπης μου
Δεν τα ταχυδρόμησα ποτέ, τα ‘καψα ‘πό θλίψη.