Το βιβλίο «Ισόβια σχέση» της Ελένης Λάππα-Οικονόμου, που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τον Εκδοτικό Οίκο Μέδουσα, ανήκει στο είδος της μυθιστορηματικής βιογραφίας. Χωρίς να αποκαλύπτεται άμεσα το όνομα της βιογραφούμενης, ως ηρωίδα του έργου προβάλλεται η κεραμίστρια Δανάη Βρεττού, η οποία, όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο, «θριαμβεύει στα εγκαίνια της Έκθεσής της ΡΟΕΣ τον Μάρτιο του 2007. Πίσω όμως από τη λάμψη που της χάριζε η καλλιτεχνική της επιτυχία και τις επιδοκιμασίες του κοινού κανείς δεν φαντάστηκε την πορεία της μέσα στο χώρο και το χρόνο έως εκείνη τη στιγμή του θριάμβου της. Την πορεία της αυτή παρακολουθεί η συγγραφέας όχι με απλή καταγραφή των γεγονότων αλλά συμπλέκοντάς τα με μυθιστορηματικό τρόπο: εικόνες, πλοκή, σκηνές, πρόσωπα, χαρακτήρες, συγκρούσεις κ.ά. δίνει τελικά στο έργο μορφή μυθιστορήματος.
Έτσι, προβάλλεται η ζωή της ηρωίδας, πράγμα που είναι πολύ σημαντικό για δύο λόγους. Πρώτα, γιατί η τέχνη συνδέεται άμεσα με τη ζωή του δημιουργού κι αποτελεί την επιλεκτική έκφρασή της κι ύστερα γιατί η ερμηνεία του καλλιτεχνήματος δεν εξαντλείται σε θεωρητικές αναζητήσεις και υποθέσεις, αλλά αποκτά και συγκεκριμένες συνιστώσες που οδηγούν στον χώρο, στον χρόνο, στα πρόσωπα, στην κοινωνία, στα «συμβεβηκότα» του ίδιου του καλλιτέχνη αποκτώντας έτσι φερεγγυότητα. Να προσθέσω ακόμη ότι σε κάθε περίπτωση μας ενδιαφέρει πάντοτε η ζωή του από ευαισθησία και σεβασμό στη ζωή του σπουδαίου ανθρώπου που του έλαχε ο κλήρος να απαλύνει με το έργο του τη σκληρή μοίρα των συνανθρώπων του και να τους υποδείξει, αν είναι δυνατόν, με την τέχνη του το σωστό δρόμο στη ζωή. Γι΄αυτό άλλωστε, νομίζω, η συγγραφέας διάλεξε ως μότο του βιβλίου της την άποψη του Όσκαρ Ουάιλντ: «Η τέχνη είναι η πνευματική διαμαρτυρία μας, είναι μια θαρραλέα απόπειρα να υποδείξει κανείς στη ζωή το σωστό δρόμο». Στη συγκεκριμένη περίπτωση της Δανάης Βρεττού ο σωστός δρόμος ήταν η ανακάλυψη του εαυτού της μέσω του ιαματικού πηλού και η λύτρωσή της από όλες τις τραυματικές εμπειρίες των παιδικών και εφηβικών χρόνων.
Ζώντας στα τέλη της δεκαετίας του ’50 σε μια απομονωμένη, συντηρητική, ορεινή κωμόπολη της Ηπείρου υφίστανται, αυτή και η αδελφή της, συνεχή καταπίεση και εκφοβισμό από τη μάνα-Μέδουσα, χωρίς ποτέ να αισθανθούν την αγάπη και την τρυφερότητα της μητρικής αγκαλιάς. Θα είναι πολύ αργά, όταν η Δανάη θα πληροφορηθεί την πραγματική αιτία αυτής της συμπεριφοράς, ότι δηλαδή η μητέρα τους έπασχε από την αρρώστια, που και σήμερα η κοινωνία μας την αποκρύπτει, γιατί τη θεωρεί μίασμα. Η αδελφή της θα έχει ήδη στραφεί στη θρησκεία και τον μοναχισμό, ενώ η ίδια στον έρωτα που όμως δεν τη λυτρώνει. Το μόνο τους στήριγμα ο γιατρός πατέρας τους, που τους δείχνει αγάπη αλλά δεν μπορεί να τις προστατεύσει και να καλύψει το κενό της μάνας, γιατί ο ίδιος, ψυχικά ταλαιπωρημένος από τις συμπεριφορές της γυναίκας του, είναι αδύναμος και καταφεύγει στο καφενείο και στο πιοτό. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο η Δανάη προσπαθεί να βρει το δικό της βηματισμό διατηρώντας την εσωτερική της ελευθερία και παίρνοντας δύναμη μόνο από τον εαυτό της ακολουθώντας τη συμβουλή του πατέρα της.
Ο πρώτος της έρωτας, όταν ήταν μόλις δέκα πέντε χρονών, θα την οδηγήσει σε μιαν ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη και στη συνέχεια σε τραγικές για την ίδια λύσεις και ψυχική κατάρρευση. Αυτή η κακή εμπειρία θα την κατατρύχει σε όλη τη ζωή της. Όταν έφυγε από τη μικρή κλίμακα του χωριού της και ως φοιτήτρια αγγλικής φιλολογίας έζησε στο κλεινόν άστυ, όπου γνώρισε τον δεύτερο μεγάλο έρωτα της ζωής της, τον Αλέξανδρο, παρά την αγάπη της προς αυτόν, διέλυσε τη μακροχρόνια σχέση της μαζί του, όταν είδε να θίγεται η αξιοπρέπειά της. Και λίγο αργότερα στο Λονδίνο, όπου πήγε για μεταπτυχιακές σπουδές, παρά τις αλλαγές και τις ανατροπές που διαδέχονταν η μία την άλλη, εκείνη έμεινε πιστή στα «θέλω» του εαυτού της. Ακόμη κι όταν η τύχη της χαμογέλασε στο Λονδίνο με προτάσεις για μια καλή κοινωνική αποκατάσταση, η όμορφη Δανάη διάλεξε να ακολουθήσει το ύφος και το ήθος της προσωπικής της ζωής κι ας ήταν υποχρεωμένη να δουλεύει σκληρά για την επιβίωσή της σε εργασίες που κοινωνικά θεωρούνται χαμηλού επιπέδου. Κι ενώ ο αρχικός της σκοπός ήταν ένας μεταπτυχιακός τίτλος, ακολουθώντας την εσωτερική φωνή της άρχισε μέσα σε πάμπολλες δυσκολίες να παρακολουθεί μαθήματα, όχι αγγλικής φιλολογίας, όπως είχε προγραμματίσει, αλλά κεραμικής τέχνης. Το ένστικτό της εκεί την οδήγησε αξιοποιώντας την ευαισθησία της και την ικανότητα των χεριών της να φτιάχνει με επιτυχία μικροπράγματα από τα παιδικά της κιόλας χρόνια. Έτσι οδηγήθηκε στο σωστό γι΄αυτή δρόμο στη ζωή της, στην τέχνη, στην κεραμική, που με την πάροδο του χρόνου την ανέδειξε καλλιτεχνικά αλλά κυρίως την ολοκλήρωσε ως ελεύθερη οντότητα και την προστάτεψε από τα ψυχικά τραύματα που κουβαλούσε από εκείνα τα πέτρινα χρόνια των παιδικών της χρόνων.
Αξίζει να διαβάσουμε τι ακριβώς εκμυστηρεύεται στον Χάρη που ήταν ο πρώτος της δυνατός εφηβικός της έρωτάς, όταν κάποια στιγμή αργότερα τον συνάντησε σε ώριμη ηλικία:
Η Μέδουσα (όπως αποκαλούσε τη μάνα της) κι ο πηλός ήτανε δυο κινητήριες δυνάμεις στη ζωή μου…Ναι, τώρα μπορώ να το πω με βεβαιότητα. Όλη μου η ζωή ένας δρόμος ήταν από τη Μέδουσα στον πηλό. Αποτελούν την άρνηση και την κατάφαση της ζωής. Ο πηλός υπήρξε ιαματικός για μένα. Με γιάτρευε, μου έδινε χαρές μικρές και μεγάλες, με βοηθούσε να υπερβώ καταστάσεις, όταν οι αντοχές δοκιμάζονταν. Πολλές φορές βυθιζόμουν κι ο πηλός μ΄ανέβαζε στην επιφάνεια! Ο πηλός μ΄έφερνε και πάλι στο φως….Ο πηλός είναι για μένα η σχέση μιας ζωής….Ισόβια σχέση.
Ο χώρος και ο χρόνος που αρχίζουν να εξελίσσονται τα γεγονότα έγινε ήδη κατανοητό πως είναι η Ήπειρος της δεκαετίας του ΄50. Είναι δηλαδή ένας πολύ φτωχός τόπος, όπου είχαν εξελιχτεί λίγα χρόνια πριν άγρια γεγονότα του εμφύλιου σπαραγμού και γι΄αυτό ήταν ένας έρημος τόπος και όλοι ζούσαν το μετεμφυλιακό δράμα μέσα στο φόβο και τη σιωπή. Η συγγραφέας αφήνει βέβαια να φανούν τι κρύβεται πίσω απ΄όσα συμβαίνουν στη μικρή κοινωνία του χωριού χωρίς όμως να δίνει έμφαση. Έτσι εξηγείται π.χ. η σιωπηλή και συντηρητική στάση του γιατρού πατέρα της, ο οποίος , ενώ ήταν αγωνιστής στα χρόνια του πολέμου, ζούσε σαν ξενομερίτης στο χωριό προσφέροντας τις υπηρεσίες του με προθυμία και αφιλοκερδώς πολλές φορές σε όλους ανεξάρτητα τους ασθενείς του, για να τον κάνουν αποδεκτό στο χωριό. Αυτή ήταν η μοίρα πολλών αγωνιστών σ’ εκείνα τα μετεμφυλιακά χρόνια, όταν δεν βρίσκονταν σε φυλακές και εξορίες. Αυτή ήταν και η ανεξήγητη για τη μικρή Δανάη ανεκτική στάση του πατέρα της απέναντι στη Μέδουσα, που κι αυτή στα προηγούμενα χρόνια βρισκόταν στους ίδιους αγώνες με τον άνδρα της, αλλά που μετά αρρώστησε ψυχικά δημιουργώντας στην οικογένειά της καταστροφικές συνέπειες.
Τα υπόλοιπα γεγονότα της ζωής της ηρωίδας από την άποψη του χρόνου βαίνουν παράλληλα με όσα έζησαν όσοι έχουν την ίδια περίπου ηλικία μαζί της: δικτατορία συνταγματαρχών, Πολυτεχνείο, Μεταπολίτευση, φοιτητικό κίνημα κ.ά. Ποτέ όμως η ζωή της δεν συνδέθηκε με αυτά ή η συγγραφέας Λάππα-Οικονόμου δεν τα άφησε να συνδεθούν και να επηρεάσουν την πλοκή του μυθιστορήματος. Από τότε που η ηρωίδα επέστρεψε από το Λονδίνο η προσπάθειά της στράφηκε, χωρίς να λείπουν οι δυσκολίες, στην τέχνη της, στην κεραμική, μέχρι τον θρίαμβό της στην έκθεση ΡΟΕΣ.
Είναι πολλά ακόμη τα γεγονότα της ζωής της Δανάης που με πολύ ρεαλιστικό αλλά πάντα γλαφυρό τρόπο εξιστορεί η συγγραφέας, η οποία είναι ένας αφηγητής με «μηδενική εστίαση», όπως λέγεται εκείνη η αφηγηματική τεχνική όταν ο αφηγητής γνωρίζει τα πάντα για τα πρόσωπα της αφήγησης, ακόμα και τις πιο μύχιες σκέψεις τους. Κι επειδή γνωρίζει τα πάντα, δεν είναι ανάγκη να εστιάσει ιδιαίτερα σε κάποιο σημείο (εστίαση μηδενική). Ωστόσο, η συγγραφέας, για να είναι πιο πειστική σε όσα αφηγείται, επινοεί ως πηγή πολλών λεπτομερειών και αποχρώσεων της σκέψης της τα εμβόλιμα κείμενα με τον τίτλο: (Από τις σημειώσεις της Δανάης). Από εκεί πληροφορείται, όταν κρίνει πως χρειάζεται τη βοήθεια της ηρωίδας, τις λεπτομέρειες που χαρίζουν αληθοφάνεια στην αφήγηση. Κι εφόσον η ηρωίδα της είναι και φίλη της, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι τα κείμενα αυτά ανήκουν στη Δανάη Βρεττού. Άλλωστε το βιβλίο είναι βιογραφία με μυθιστορηματική γραφή και η συγγραφέας σημειώνει στο οπισθόφυλλο ότι σεβάστηκε την πραγματικότητα, «όπως απορρέει από τις διηγήσεις, τις συνεντεύξεις (της Δανάης), τα κείμενα και τις κριτικές του έργου της και τους καταλόγους των εκθέσεών της». Έτσι, η συγγραφέας ακολουθεί και την τεχνική της αφήγησης με «εσωτερική εστίαση», που δηλώνει την οπτική γωνία ενός προσώπου με περιορισμένη κατά συνέπεια γνώση στα όριά του. Η αξιοποίηση και των δύο τεχνικών από τη φιλόλογο συγγραφέα δείχνει την άνεση με την οποία κινείται σ’ αυτό το είδος γραφής, αλλά κυρίως τον σεβασμό της προς τη βιογραφούμενη, την οποία θαυμάζει και πιστεύει συγχρόνως γι’ αυτήν ότι η ζωή της με τις τόσες δυσκολίες και την τελική της επιτυχία έχει να μεταδώσει κάποια σοβαρά μηνύματα στους αναγνώστες. Γι’ αυτό άλλωστε ανέλαβε την ευθύνη γραφής αυτού του βιβλίου.
Είναι η στιγμή για να πούμε ότι η Ελένη Λάππα-Οικονόμου είναι μια αξιόλογη φιλόλογος που υπηρέτησε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση για πολλά χρόνια ως καθηγήτρια στη Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων, στο Πειραματικό Σχολείο Πανεπιστημίου Αθηνών και ως Διευθύντρια για πέντε χρόνια σε Γυμνάσιο Μητρικής Γλώσσας στις Βρυξέλλες. Το εν λόγω βιβλίο είναι το τρίτο κατά σειρά. Προηγήθηκαν: το 2011 η συλλογή διηγημάτων της Εντολή άνωθεν (Εκδ. Σοκόλη) και το 2018 το μυθιστόρημά της Πλατεία Ambiorix (Εκδ. Οσελότος). Συνεργασίες της και κριτικές για το έργο της βρίσκει κανείς σε διάφορα έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά.
Τελειώνοντας αυτό το σημείωμα ήθελα να προσθέσω ότι αυτό το γκρίζο χρώμα της προσωπικής ζωής της ηρωίδας έρχεται να φωτίσει ένα πολύ ευχάριστο και λυτρωτικό γεγονός ως επιβράβευση της συνέπειας και αγάπης της προς τη ζωή και τους ανθρώπους. Είναι το μυστικό του βιβλίου.