Στα καμαρίνια παραμονεύουν τον Ορέστη
κι εσύ ανυποψίαστος χειροκροτάς στο τέλος κάθε πράξης.
Έ, έξοδος… ποιητή
κι ούτ’ ένας θεός δεν αιωρείται στη σκηνή!
Το μύθο δεν τον διάβασαν σωστά, δε γλίτωσε ο άνθρωπος
την ευτέλεια που ενεδρεύει στα παρασκήνια
στις μεγάλες πόλεις με τους κήπους και τα συντριβάνια
με τα πλαστά χαμόγελα και τα στρογγυλά τραπέζια.
Ο μύθος όμως πλάθεται και ξαναπλάθεται χιλιάδες φορές
ώσπου ν’ αναστηθεί και να ξεκινήσει πάλι ο Ορέστης
για τ’ Άργος
γιατί δεν έχουμε άλλη επιλογή
παρά μονάχα μια πορεία μέσα στο αίμα
μέσα στο λίγο φως που κρύβει η μεγάλη νύχτα
με την απέραντη προοπτική των άστρων
με τις κραυγές, τα μηνύματα, την πείνα, την αδικία–
κόκκινα γαρίφαλα φυλακισμένα
πικρή κατάληξη στην αιμάτινη ευαισθησία που πεθαίνει
χωρίς εξομολόγηση.