ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ
Το ίδιο μαβί που το κοιτάζω χρόνια
χωρίς αλλαγή.
Κορνιζωμένη ιδέα που δεν ταξιδεύει
στην ιστορία μήτε στα όνειρα
αλλά κοιμάται σε μνήμες
τραυματισμένες.
Φωνές, πληγές, χρώματα, παζάρι!
στην αγορά των πραματευτών η δικαιοσύνη
στα βλέμματα των χαφιέδων πίσω από τα τζάμια
και τα πουλιά πιασμένα σε δίχτυα και ξόβεργα
αργοπεθαίνουν χωρίς ανασασμό.
Αχ, ο Νοτιάς να πάψει να φυσά
να πάρει φωτιά μια νύχτα το φεγγάρι
να κατεβούμε στη ζωή απ’ την πλευρά
του ήλιου, τη φωτεινή!
ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Στη μνήμη του Μιχάλη Καλτεζά
Γι’ άλλη μια φορά μπαίνοντας το φεγγάρι
στα στενά του ουρανού
ανάμεσα στις πολυκατοικίες
αγγίζοντας τις αιχμηρές κεραίες των TV
ματώθηκε
στη γωνία Μπόταση και Στουρνάρη
καθώς φώτιζε τον Μιχάλη νεκρό.
Δίπλα του υπουργοί και χωροφυλάκοι
πατούσαν το αίμα του. Καθώς έφευγαν
έβαφαν την πόλη κόκκινα πατήματα.
Μια πόλη με πολύ κόκκινο πάνω στο μαύρο
της ασφάλτου
έχει τις πιο βέβαιες ενδείξεις για την άνοιξη
που θα ‘ρθει «ραγιάδες…ραγιάδες…».
ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΗ
Δεν ήμουν εκεί!
Έλειπα όταν τα παιδιά άνοιγαν τα μανταλωμένα
παράθυρα στις γειτονιές και τα σπίτια
γέμιζαν συντροφιές που συζητούσαν λουλούδια.
Δεν ήμουν εκεί!
Έλειπα και χωρίς να το θέλω ζούσα
σ’ ένα όνειρο το ρόλο ενός ηλίθιου.
Εσύ έτρεχες να ξεφύγεις το σίδερο κι εγώ έκανα προσευχές
για τη «salutem mundi».
Κι όταν τραυματίστηκα σ’ εκείνη τη διαδήλωση
oι ειδήσεις το διέψευσαν την επομένη γιατί δεν ήμουν εκεί!
Έλειπα!
Κι όταν σε σκοτώσαν δεν ήρθα ούτε στην κηδεία σου
ενώ οι άλλοι σε τραγουδούσαν, έβαφαν τους τοίχους με κόκκινο
έκαιγαν στο προαύλιο τις εφημερίδες με το σωρό
–θυμήσου τον Μάρτη που μού ‘στειλες το πρώτο χελιδόνι!—
Βρισκόμουνα πολύ μακριά για ν’ ακούσω και να δω
σ’ ένα κόσμο που μελετούσε την άρνηση και τη σιωπή.
Άργησα να γυρίσω μα τώρα ένα πλήθος χειροκροτάει μέσα μου
Τ’ ακούς;