Η Χρύσα Αλεξοπούλου είναι ήδη γνωστή ποιήτρια από τις τέσσερις προηγούμενες συλλογές της. Με τη συλλογή της Πορείες κατάδυσης συνεχίζει να μας γοητεύει η ποιητική φωνή της. Είναι μια φωνή ήπιων τόνων αλλά με μεγάλη συναισθηματική ένταση και υποβλητική χροιά. Κι ενώ εκφράζει τις έντονες υπαρξιακές αναζητήσεις της ποιήτριας, ωστόσο στη φάση της πρώτης ανάγνωσης η μορφή του ποιήματος λίγα πράγματα δείχνει «απ’ τον καϋμό και τα τυράννια της». Συμβαίνει δηλαδή εδώ κάτι αντίθετο με τη θάλασσα που όσο κι αν αφρίζουν τα κύματά της, στο βυθό παραμένει πάντοτε ήρεμη. Ήρεμη όμως εδώ είναι μόνο η επιφάνεια, ενώ ο βυθός πάντοτε ταραγμένος. Κι αυτό ακριβώς νομίζω πως είναι το κύριο στοιχείο της Χρύσας Αλεξοπούλου ότι δηλαδή καταφέρνει να κρατά χαμηλούς τόνους, ενώ στον εσωτερικό της κόσμο μαίνονται θύελλες. Πρέπει να λάβουμε βέβαια υπόψη μας ότι η ποιήτρια είναι πολύ μορφωμένη , κι έχει ασκηθεί στην πειθαρχία και την αυτοσυγκράτηση στις αίθουσες διδασκαλίας στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Είναι διδάκτωρ Φιλολογίας, με μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία, έχει ιδιαίτερα ασχοληθεί με το Αρχαίο Δράμα και τη Λυρική Ποίηση και ακόμη με τη μετάφραση επιλεγμένων αποσπασμάτων Γερμανών ποιητών. Άρα η πείρα της στέκεται αρωγός στο ταλέντο της, ώστε να μην άγεται και φέρεται στην ώρα της ποιητικής δημιουργίας, αλλά να δαμάζει με επιτυχία τα κύματα.
Η συλλογή χωρίζεται σε τρεις ανισομερείς ενότητες: Κατάδυση στο υγρό στοιχείο (με 12 στάσεις), Κατάδυση εντός (με 9 στάσεις) και Κατάδυση στο Επέκεινα (με 6 στάσεις). Τα ποιήματα είναι όλα άτιτλα και όλα μαζί δίνουν την αίσθηση ενός ενιαίου ποιήματος. Στα περισσότερα ποιήματα υπάρχει το ρήμα «κατέρχεσαι», καθώς αποτείνεται στον εαυτό της, αλλ’ ασφαλώς και στον καθένα μας χωριστά, ή η λέξη «κατάδυση».
Το υγρό στοιχείο (το νερό) πρέπει να υποθέσουμε ότι συμβολίζει τη ζωή που, όπως ξέρουμε, έχει τα δικά της μέτρα και τη δική της δικαιοσύνη. Άλλωστε στη λογοτεχνία , στη λαογραφία και στη φιλοσοφία ακόμη το νερό είναι ταυτισμένο με τη ζωή. Επομένως η κατάδυση στο υγρό στοιχείο πρέπει να ισοδυναμεί με μια βαθιά περισυλλογή. Περισυλλογή της ευαίσθητης συνείδησης της ποιήτριας που ψάχνει με σοβαρότητα να συλλάβει τις ουσιώδεις αλήθειες της ζωής της. Κι αυτό βέβαια δεν είναι εύκολο πράγμα, γιατί «οι φωνές γυμνώθηκαν από τις λέξεις./ Καμιά χροιά δεν ξεχωρίζει, όλα είναι/ήχοι μοναχοί, γεννήματα της κίνησής σου» (σ. 13). Άλλωστε καταβυθίσεις και περισυλλογές δεν γίνονται με λόγια απερίσκεπτα, λόγια του αέρα που φιλοδοξούν απλά «να δικαιώνονται σε επιφάνειες λευκές χαρτιού/αναζητώντας αποδέκτη και απάντηση./Εδώ μιλάει της σιωπής το κάλλος με εικόνες» (σ.14). Και πράγματι , όχι με λόγια, αλλά με σιωπή και εικόνες γίνεται το ποίημα, που αποτελεί τον κύριο «εν βυθώ» εξερευνητή και υπέρμαχο της αλήθειας, σαν τον Ναυτίλο, το υποβρύχιο του Κάπτεν Νέμο.
Γι΄ αυτό και τα ποιήματα της Αλεξοπούλου δεν θορυβούν πάνω στο λευκό χαρτί, σέβονται τη σιωπή, είναι σωστά ποιήματα, είναι «Φυτά σαν από χέρι επίμονου κηπουρού/με την εξαίσια ανάλυση ή πύκνωση χρωστήρα/του Βαν Γκογκ, κρυμμένα σε βράχους γλυπτούς/από τη συνέπεια του νερού…» (σ.15). Μ΄ αυτές τις ποιητικές φράσεις η ποιήτρια κάνει μάλλον αναφορά πρώτα στον Τζον Λε Καρρέ, συγγραφέα του μυθιστορήματος: Ο επίμονος κηπουρός, για να παραλληλίσει την επιμονή του ποιητή στη δημιουργία του ποιήματος και στην αναζήτηση της προσωπικής του αλήθειας με εκείνη την ανυπέρβλητη που επέδειξε ο ήρωας του μυθιστορήματος κηπουρός Τζάστιν κατά την αναζήτηση των δολοφόνων της γυναίκας του Τέσα, ακτιβίστριας για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Αφρική. Ύστερα παίρνει μαθήματα από την επιμονή που επέδειξε ο μεγάλος ζωγράφος Βαν Γκογκ σε όλη τη βραχύχρονη ζωή του, για να πετύχει στην τέχνη του χρωστήρα τις γνωστές μεταϊμπρεσιονιστικές αποχρώσεις που πλούτιζαν το έργο του με μεγάλα συναισθήματα.
Μήπως κάτι τέτοιο επιχειρεί στα ποιήματά της η Χρύσα Αλεξοπούλου;; Οι λέξεις της μοιάζουν με πινελιές η μια πάνω στην άλλη με κάποια πληθωρικότητα, γιατί μάλλον δεν την ενδιαφέρει η αυτοδυναμία των στίχων της, αλλά η συνολική εντύπωση που εξακτινώνεται, όχι τόσο σε νοήματα, αλλά κυρίως σε αισθήματα: μοναξιάς, πλήξης, ματαίωσης, ακύρωσης, φθοράς, κ.ά. : «Πώς αντέχεις με τις ανάγκες σου ακυρωμένες….για το άγγιγμα κορμιού που σε ανατριχιάζει…Όλα σ΄ τα πήρε το νερό, γιατί όλα/εδώ στην απεραντοσύνη του μοιάζουν ανώφελα και περιττά/εξαρτήματα ενός κόσμου άλλου συμβατικά συνηθισμένου,/ζωής φανταχτερά αλλοιωμένης».
Σ΄ αυτό το σημείο θα ήθελα να προσθέσω ένα ακόμη κύριο χαρακτηριστικό της ποίησης της Χρύσας Αλεξοπούλου: εκφράζει, νομίζω, μια γενναιότητα στην αντιμετώπιση της ζωής. Παραθέτω:
Όλα κινούνται ή στροβιλίζονται με τη γενναία απόφαση/να ακυρώσουν τη ζηλόφθονη την άνωση που θέλει/να τα σηκώσει στον αφρό, εκεί που όλα αιωρούνται με αστάθεια (σ. 17)
Πώς έγινε και ξόρκισες τον φόβο εδώ που τόσες ζωές/συλήθηκαν, …./που έμειναν με πετρωμένο το πικρό χαμόγελο και τη λαχτάρα της αντάμωσης βαθιά στη μνήμη λαβωμένη (σ. 22).
Το πρώτο απόσπασμα δηλώνει τη δύναμη που καταβάλλει η ψυχή της ποιήτριας να αντιμετωπίσει τους κινδύνους που απειλούν σε πνευματικό επίπεδο να την αλλοτριώσουν και το δεύτερο μαρτυρεί την ψυχική της δύναμη με την οποία ξορκίζει τον φόβο της ζωής που δημιουργούν τα λυπηρά γεγονότα: θάνατοι ίσως, «σπονδές αποχαιρετισμού κι αφιερώματα αγαπημένων». Τα παραπάνω μπορούν να γίνουν καλύτερα κατανοητά αν διαβάσει κανείς ολόκληρα τα ποιήματα, γιατί εδώ, για λόγους συντομίας, παρατέθηκαν μόνο μικρά αποσπάσματα. Άλλωστε τα παραθέματα θα μπορούσαν να πυκνώσουν, για να φανεί καλύτερα η στωϊκή υπομονή στην αντιμετώπιση των δυσκολιών της ζωής, η επιμονή, που έχει π.χ. το νερό καθώς επίμονα «γλύφει» τους βράχους και τους κοιλαίνει («Σταγόνες ύδατος πέτρας κοιλαίνουσι». Πλούταρχος).
Αυτά τα μόλις παραπάνω θεωρώ πως αποτελούν τα κυρίαρχα αισθήματα που τελικά σχηματίζουν τον νοηματικό πυρήνα των πρώτων ποιημάτων μέχρι τη σ.18, το ποίημα της οποίας γενικεύει την κάθοδο «σε χρόνο απροσδιόριστο και τόπο άτοπο», για να δείξει ότι η ζωή του ανθρώπου είναι μια περιπλάνηση μέχρι το τέλος της. Κάπου εκεί στον πυθμένα «είναι το όριο της απειλής, του Άδη το φιλί στο δροσερό σου σώμα». Είναι καλύτερα να πω ότι αυτά αισθάνθηκα διαβάζοντας τα εν λόγω ποιήματα, γιατί γενικά τα ποιήματα δεν επιχειρούν να μας δώσουν ένα φιξαρισμένο νόημα, αλλά να μας κάνουν, εκτός των άλλων, να σκεφτούμε, ο καθένας για τον εαυτό του, όλα όσα «κινούνται ή στροβιλίζονται με τη γενναία απόφαση/να ακυρώσουν τη ζηλόφθονη την άνωση που θέλει/να τα σηκώσει στον αφρό, εκεί που όλα αιωρούνται». Είναι στίχοι που συναντήσαμε και λίγο παραπάνω. Γιατί μια πάλη-κατάδυση είναι η ζωή και η πνευματική ύπαρξη είναι αποτέλεσμα της δύναμης του νικητή που μάχεται την άνωση και όλα τα υποτάσσει «στον νόμο της βαρύτητας»(σ.16).
Στο τέλος της «Κατάδυσης στο υγρό στοιχείο» η ποιήτρια νιώθει «αθώα από τα ανομήματα που τα ένιψε μες στου νερού το καθαρτήριο, Νηρηίδα κόρη σεμνή» και παίρνει την απόφαση εκεί, στο τέλος της καθόδου να μείνει, ελεύθερη, μακάρια και δικαιωμένη. Κι αν αυτό είναι το αποτέλεσμα, γιατί αυτές «Οι πορείες κατάδυσης» να μη θεωρηθούν «Πορείες ανόδου» στην πνευματική καλλιέργεια, πτήσεις προς τον ουρανό? «Κατέρχεσαι» λοιπόν στην ποίηση της Χρύσας Αλεξοπούλου σημαίνει οπωσδήποτε «Ανέρχεσαι» αν αυτές οι ερμηνευτικές μου προσπάθειες δεν είναι τελείως αυθαίρετες.
Στη δεύτερη ενότητα όλα τα ποιήματα περιλαμβάνουν τουλάχιστον μια φορά το ρήμα «κατέρχεσαι». Περιγράφουν την κατάδυση «εντός», στο «εγώ» της, την πορεία μ΄ άλλα λόγια προς την αυτογνωσία της ίσως με μια εντονότερη κίνηση από εκείνη της πρώτης ενότητας, αν και πάλι ήρεμη και ελεγχόμενη. Ωστόσο νομίζω πως κάτι ακούγεται από τον αγώνα της να καταδυθεί στα βαθιά καθώς η «άνωση» την εμποδίζει (Να θεωρήσουμε ως άνωση τις «απολιθωμένες επιθυμίες, σχεδίων σκελετούς, εφήμερες μικροχαρές και στο καθήκον που ήταν η ζωή σου ντυμένη, να περιμένεις τα εύγε των άλλων και τη δική σου ανοχή» σ 28).
Οι λέξεις σ΄ αυτή την ενότητα είναι πιο δυνατές, οι προτάσεις και οι φράσεις απότομες και κοφτές. Η αποφασιστικότητα της ποιήτριας εμφανέστατη: «κατέρχεσαι μοναχικά, ταξιδεύεις, να συναντήσεις όσα κρύβονται στου εγώ τις ατραπούς, να αποδράσεις από παρήγορες ασφάλειες….Μισείς τη συμβατικότητα…Κατέρχεσαι ερωτευμένος με την άγρια ανασφάλεια της άγνοιας και τη βιαότητα των «θέλω»….Κατέρχεσαι εντός σου και παλεύεις με τον χρόνο….Σε συντροφεύουν λέξεις γενναίες και απλές, θυγατέρες των ιδεών που/σώθηκαν μέσα σου από τη νέμεση και την πενία». Κι αυτή η κάθοδος είναι κι ένα αποθησαύρισμα που αποτελεί το κέρδος αυτής της υπεύθυνης περισυλλογής, της καθόδου προς τον βυθό ή καλύτερα της ανόδου προς τον ουρανό. Και το πολυτιμότερο κέρδος, όπως το υπολογίζει η ποιήτρια, είναι η αγάπη. Σαν κατακλείδα αναφέρω ότι στα εννιά ποιήματα-στάσεις αυτής της ενότητας υπάρχει το ρήμα «κατέρχεσαι» 15 φορές. Κι όσο βαθύτερα κατεβαίνει σ΄ αυτή την προσωπική της νέκυια, τόσο ψηλότερα ανεβαίνει προς τον ουρανό της προσωπικής της καλλιέργειας και αυτογνωσίας.
Τέλος, μέσα στο ίδιο ποιητικό κλίμα κινούνται και τα 6 ποιήματα της τρίτης και τελευταίας ενότητας, μόνο που η κατάδυση τώρα γίνεται στο Επέκεινα, σε όσα δηλαδή βρίσκονται λίγο πριν από την «επικείμενη έξοδο» από τη ζωή. Η κοσμοθεωρία της ποιήτριας εδώ ολοκληρώνεται: «Δεν ξέρεις αν χαίρεσαι ή αν λυπάσαι, δεν επαρκεί ο πραγματικός χρόνος για τέτοια»(σ. 39). Σκέφτεται τι πρέπει να πάρει μαζί της, «τι να έχει άραγε ανάγκη η άδηλη αιωνιότητα» (Σ. 40) και πώς να αφήσει πίσω της «εκείνα τα ανέγγιχτα» που τα είχε φυλαγμένα «στο προσκυνητάρι της ψυχής» (σ. 41), τα οποία τελικά θα αποτελέσουν τα τεκμήρια της επικείμενης κρίσης. Και το τελευταίο ποίημα της συλλογής (σ. 44) τελειώνει με το οξύμωρο σχήμα, αυτό που ήδη συναντήσαμε και παραπάνω: «Κατέρχεσαι, εκεί που δεν υπάρχει ούτε φίλος ούτε εχθρός, μόνος με την αλήθεια κατάματα να ετοιμάζει την άνοδό σου στο Φως».