(Με αφορμή ένα επίγραμμά του)
Άρα μη θανόντες τω δοκείν ζώμεν μόνον, Έλληνες άνδρες, συμφορά πεπτωκότες, όνειρον εικάζοντες είναι τον βιον; Ή ζώμεν ημείς, του βίου τεθνηκότος;
Παλλαδάς
Ο λόγος για τον επιφανή Έλληνα επιγραμματοποιό Παλλαδά τον Αλεξανδρέα που γεννήθηκε στη Χαλκίδα αλλά έζησε και έδρασε στο β’ μισό του 4ου μ.Χ αιώνα στην Αλεξάνδρεια. Το έργο του βρίσκεται διασκορπισμένο στα οκτώ από τα δεκαέξι βιβλία της Παλατινής Ανθολογίας. Η ανθολόγηση των 160 περίπου επιγραμμάτων του οφείλεται κυρίως στον Κωνσταντίνο Κεφαλά, αυτό τον έντιμο πρωθιερέα της βυζαντινής αυλής (Ι’αιώνας), ο οποίος, αν και αντίθετος ιδεολογικά προς τον Παλλαδά, τα συμπεριέλαβε στην Παλατινή Ανθολογία.
Σ’ αυτή την αντιηρωϊκή εποχή των πρώτων μ. Χ. αιώνων, που οι μύθοι έχουν διαψευστεί, το έπος του Ομήρου έχει κοπάσει και οι μεγαλόπνοες αφηγήσεις αποτελούν κενό λόγο, το επίγραμμα θα αυτονομηθεί ως ποιητικό είδος. Έτσι η μεγάλη αφήγηση θα αντικατασταθεί από ολιγόστιχα ποιητικά κομψοτεχνήματα που το κύριο χαρακτηριστικό τους θα είναι η υπαινικτικότητά τους και η στιχουργική πυκνότητα. Και, επειδή σ’ αυτή την εποχή τον τόνο και τον ρυθμό δίνουν οι σοφοί Αλεξανδρινοί φιλόλογοι, οι επιφανέστεροι ποιητές- επιγραμματοποιοί της εποχής ανήκουν στη λόγια παράδοση. Ο ποιητής Καλλίμαχος π.χ. εκθειάζει, έχοντας λόγια οπτική γωνία, την «τεχνική τελειότητα» που είναι αποτέλεσμα της μεθοδικής επεξεργασίας, έτσι ώστε να αποφεύγονται τα λάθη, τα οποία είναι συνήθως αποτέλεσμα του «πάθους». Αντίθετη περίπτωση αποτελεί ο Παλλαδάς ο Αλεξανδρεύς, ο οποίος θα αγνοήσει τις υποθήκες του Καλλίμαχου και ως γνήσιος Έλληνας θα εκφράσει με πάθος, με υπαινικτικό και σατιρικό λόγο, τα διαδραματιζόμενα στην εποχή του.
Ο Παλλαδάς, όπως είπαμε, ζει στον 4ο μ.Χ. αιώνα (330-404 μ.Χ.), σε μια εποχή που ο Ελληνισμός εκτοπίζεται από τον Χριστιανισμό, ο οποίος ολοένα και περισσότερο επιβάλλεται σ’ όλους τους τομείς της κοινωνικής και διοικητικής ζωής. Η αρχή είχε ήδη γίνει με τη μεταφορά της πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη, αρχή που ενίσχυσε η διπλωματική ευστροφία του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, η οποία δημιούργησε πολλές αλλαγές τόσο στον τρόπο διοίκησης του Κράτους («Ελέω Θεού Βασιλεία»), όσο και στην κοινωνικοθρησκευτική ιδεολογία. Όσο κι αν η προσπάθεια του Ιουλιανού αναπτέρωσε τις ελπίδες των «εθνικών», που συλλήβδην θεωρήθηκαν Έλληνες ειδωλολάτρες, η ιστορία έχει τη δική της δυναμική. Ο τελευταίος χρησμός του Μαντείου των Δελφών προς τον «αποστάτη» βασιλιά θα αποτυπώσει το πνεύμα της εποχής εκείνης πως η παρακμή της οφείλεται στο γεγονός ότι οι αρχαίοι θεοί εσιώπησαν:
Είπατε τω βασιλεί χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά
ουκέτι Φοίβος έχει καλύβην, ου μάντιδα δάφνην,
ου παγάν λαλέουσαν· απέσβετο και λάλον ύδωρ.
(Πέστε του βασιλιά
πως ρήμαξε η περίλαμπρη αυλή,
ο Φοίβος πια σκέπη δεν έχει
ούτε και δάφνη ο μάντης του
Έπαψε η πηγή να τραγουδά
και το νερό που πριν κελάρυζε
έχει σωπάσει τώρα)
Στις 27 Φεβρουαρίου του 380 με διάταγμα του «Μεγάλου» Θεοδοσίου ο Χριστιανισμός ανακηρύσσεται επίσημη θρησκεία του Κράτους κι ο αυτοκράτορας λίγους μήνες αργότερα βαφτίζεται χριστιανός. Απ’ αυτή τη στιγμή και πέρα «τα πάντα γύρισαν ανάποδα» (βιβλίο ΙΧ-181 της Παλατινής Ανθολογίας), όπως γράφει ο Παλλαδάς. Οι χτεσινοί επί Διοκλητιανού διωκόμενοι χριστιανοί μετατρέπονται σε νόμιμους διώκτες των «εθνικών», ιδίως στην Αλεξάνδρεια που αποτελεί το μεγαλύτερο θρησκευτικό Κέντρο της αυτοκρατορίας. Οι πατριάρχες και οι επίσκοποί της θα είναι οι επικεφαλής του φανατισμένου όχλου που θα εκφράζει με κάθε τρόπο το μίσος του ενάντια στους αλλόθρησκους, στους «αιρετικούς», ενάντια στους Έλληνες ειδωλολάτρες και τους εν γένει εθνικούς. «Τώρα, οι οπαδοί της παλαιάς θρησκείας δεν είναι μόνον αμαρτωλοί και αντίχριστοι, αλλά παραβάτες των νόμων του κράτους και πρέπει να τιμωρηθούν. Τα Ιερά των αρχαίων θεών είναι βέβηλοι τόποι, το ανθρώπινο πνεύμα ασέβεια και ύβρις, το σώμα σκοτεινή φυλακή ή τάφος που κουβαλάμε μαζί μας, η εξόντωση των αλλόθρησκων επιβεβλημένο καθήκον, και η δολοφονία των αιρετικών θρησκευτική εξιλέωση» (Τζίμης Παπανικολόπουλος, Παλλαδάς ο Αλεξανδρεύς, σ. 35).
Το 384 ο «Μέγας» Θεοδόσιος τοποθετεί ως Ύπαρχο της Ανατολής έναν αγροίκο Ισπανό και με την άμεση επίβλεψή του πλήθη φανατισμένων μοναχών θα καταστρέψουν όλα σχεδόν τα Ιερά της υπαίθρου. Με άλλο διάταγμα το 391 ο χριστιανός αυτοκράτορας θα απαγορεύσει την ειδωλολατρία, ενώ ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος θα ενθαρρύνει τα φανατισμένα πλήθη να πυρπολήσουν το Μέγα Σεράπειο με την περίφημη «θυγατρική» Βιβλιοθήκη. Θα καταστραφούν επίσης: το Εμπορείον, το Αδριάνειο, το άγαλμα του Μ. Αλεξάνδρου, το Γυμνάσιο, ο ναός του Κρόνου, το Ερμείον κ.ά. Θα καταστραφεί δηλαδή ολόκληρη η Αλεξάνδρεια.
Ακολουθεί η απαγόρευση των «εθνικών» εκδηλώσεων και τελετών, όπως εκείνες των Ολυμπιακών Αγώνων και των Ελευσινίων Μυστηρίων. Ο επόμενος Πατριάρχης Κύριλλος ακολουθώντας τα βήματα του προηγούμενου θα ξεκινήσει εκστρατεία για την εξόντωση των Εβραίων της Αλεξάνδρειας και θα προτρέψει τα χριστιανικά πλήθη να δείξουν την πίστη τους στον Χριστό, στον θεό της αγάπης, κατακρεουργώντας την υπέροχη φιλόσοφο Υπατία. Αυτά και άλλα πολλά θα αμαυρώσουν τη λαμπρή ιστορία της πόλης και θα τη βυθίσουν μέσα στη βαρβαρότητα, την απαιδευσία, τον φανατισμό, αλλά και στη φτώχεια καθώς επιπλέον οι κρατικές αυθαιρεσίες ενίσχυαν οικονομικά τους αξιωματούχους να πλουτίζουν σε βάρος των ασθενέστερων τάξεων.
Αυτή η τόσο σκληρή διαμάχη με τις τόσο σοβαρές συνέπειες που ξέσπασε ανάμεσα στους δύο κόσμους: τον παλιό-εθνικό και τον νέο-χριστιανικό δεν μπορεί να εξηγηθεί επαρκώς με θρησκευτικά και ιδεολογικά μόνο κριτήρια, παρά τις όποιες ιδεολογικές, έστω και βασικές σε ορισμένα θέματα, διαφορές που είχαν αυτοί οι δύο κόσμοι. Άλλωστε δεν είχαν ακόμη εμπεδωθεί στη συνείδηση των απλών Χριστιανών τόσο καλά αυτές οι διαφορές, ώστε να δημιουργήσουν τόσο μένος. Κι ακόμη δεν δικαιολογείται καθόλου λογικά η εκδικητική στάση των Χριστιανών αφού η θρησκεία τους διακήρυττε την αγάπη, ακόμη και απέναντι στους εχθρούς. Μόνο, αν η σύγκρουση αυτή οριστεί ως διαμάχη εξουσιών θα μπορούσε να κατανοηθεί. Ο ειδωλολατρικός κόσμος σε κάθε περίπτωση, από την Πόλη-Κράτος μέχρι και τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, λειτουργούσε με δημοκρατικά κριτήρια, έστω κι αν ολιγωρούσαν τα ολιγαρχικά καθεστώτα. Αντίθετα ο χριστιανικός κόσμος βασίζεται σ’ ένα άλλο σχήμα, ανατολικής προέλευσης, την απολυταρχία ή αλλιώς τον δεσποτισμό. Εδώ, νομίζω, βρίσκεται η αντιδιαμετρική διαφορά των δύο κόσμων.
Όπως όμως και να έχει, αυτό ήταν το κλίμα μέσα στο οποίο έζησε ο Έλληνας Παλλαδάς. Ένα κλίμα πολύ επικίνδυνο γενικά και ειδικά για όποιον θα αποτολμούσε να υποστηρίξει τον παλαιό κόσμο, την παλαιά θρησκεία, την παράδοση του ελληνικού πολιτισμού. Γι’ αυτό ο Παλλαδάς, θερμός υποστηρικτής της αρχαίας θρησκείας και πολιτισμού, προκειμένου να αντιδράσει στη χριστιανική βαρβαρότητα, χρησιμοποιεί στην ποίησή του υπαινικτικούς κώδικες, όπως κάνουν άλλωστε πολλοί ποιητές που ζουν σε απολυταρχικά καθεστώτα για να αποφύγουν τον άμεσο κίνδυνο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το επίγραμμά του ΧΙ-317:
Γαϊδούρι που αντιστέκεται και το τραγούδι που μου χάρισαν,
μακρόθυμο, καρτερικό, των οδοιπόρων καταφύγιο.
Γαϊδούρι που αργοπερπατά,
όνειρο, πόνος, δισταγμός, αυτών που αναθυμούνται,
στο τέλος τους τα πριν.
Σαν ένα ταπεινό γαϊδούρι, όχι πια φτερωτός Πήγασος, εξακολουθεί να αντιστέκεται ο ποιητής στη ροή των γεγονότων με καρτερικότητα, με μακροθυμία, με πόνο που του δημιουργούν καθώς βλέπει τα απομεινάρια της αρχαίας ελληνικής παράδοσης. Έχοντας αυτό το φορτίο στην πλάτη του αντιστέκεται με πείσμα κι όνειρο στη μισαλλοδοξία των χριστιανών, ενώ αναθυμάται λυτρωτικά την παλαιά ζωή. Αυτό ακριβώς συνιστά την προσωπικότητα του Παλλαδά, η αντίστασή του στον Χριστιανισμό και τις βάρβαρες συμπεριφορές του
Είναι πολλά τα επιγράμματά του που σατιρίζουν με περισσότερη ή λιγότερη σαφήνεια παρόμοια τα περιστατικά της εποχής του. Σατιρίζουν την αλλαγή της Τύχης, τον πατριάρχη Αλεξανδρείας, τους αμαθείς και φανατικούς μοναχούς, τη μετατροπή των ορειχάλκινων έργων τέχνης σε μαγειρικά σκεύη, τη φτώχεια κ.ά. Παραθέτω μερικά απ’ αυτά τα υψηλής επινόησης επιγράμματα σε μετάφραση που προέκυψε από συλλογική προσπάθεια των ειδικών:
ΙΧ-773
Τον Έρωτα άλλαξε ο χαλκιάς, τον έκανε τηγάνι.
Ίσως μην έχει άδικο! Γιατί και τούτο καίει.
ΙΧ-528
Τώρα που οι Ολύμπιοι θεοί έγιναν χριστιανοί
βρήκαν εδώ σκέπη κι ασφάλεια.
Δεν θα τους ρίξουν, βλέπεις, στη φωτιά,
–στο χωνευτήρι όπου βγαίνουν χρήσιμες δεκάρες!
(Στο πρώτο, ένα χάλκινο αγαλματίδιο του Έρωτα ο τεχνίτης χαλκού το μετατρέπει σε τηγάνι για να μη πάει τζάμπα ο χαλκός. Στο δεύτερο, αγάλματα θεών γλιτώνουν το χωνευτήρι που θα τους μετατρέψει σε νομίσματα, αφού ορισμένοι αυτοκράτορες τα χρησιμοποιούσαν σαν διακοσμητικά στην Κωνσταντινούπολη).
ΧΙ-384
Αν, μοναχοί, πώς τόσοι. Κι αν πάλι τόσοι, πώς μονάχοι;
Α, τι συρφετός με μοναχούς διαψεύδει τώρα τη μονάδα!
ΙΧ-400
Όταν σε βλέπω ή τα λόγια σου ακούω, προσκυνώ
και η σοφία σου
με της Παρθένου τον αστερισμό βλέπω να λάμπει.
Έτσι ουράνια, όλα τα δικά σου
Υπατία σεμνή, των λόγων η πανέμορφη,
της μάθησης σοφό κι άχραντο άστρο.
Χ-63
Δεν ζει ποτέ ο φτωχός κι ούτε πεθαίνει—αφού δεν ζει.
Νομίζοντας πως ζει, είν’ ο δυστυχισμένος σαν νεκρός.
Μονάχα αυτοί με τις μεγάλες τύχες και τα πλούτη τα πολλά
έχουν το θάνατο για τέλος.
(Ως γραμματικός ο Παλλαδάς ήταν πολύ φτωχός και πολύ συχνά παραπονιέται γι΄αυτή την κατάσταση).
Αλλά το επίγραμμα που επισημαίνουν περισσότερο απ’ όλα τ’ άλλα οι μελετητές είναι αυτό που προτάχθηκε σ’ αυτό εδώ το κείμενο στο πρωτότυπο και παραθέτω κι εδώ σε μετάφραση:
Χ-82
Είμαστε αλήθεια ζωντανοί, ω Έλληνες
καθώς μας πήρε τώρα η συμφορά
κι έγινε η ζωή μας εφιάλτης;
Ή μήπως ζούμε εμείς κι έχει η ζωή πεθάνει;
Πράγματι οι στίχοι αυτοί είναι από τους συγκλονιστικότερους του Αλεξανδρινού επιγραμματοποιού. Στάθηκαν μάλιστα αφορμή γι’ αυτό το κείμενό μου, γιατί πέρα από την αισθητική τους ωραιότητα μου δημιούργησαν την απορία για την ψυχική κατάσταση του ποιητή που αποτέλεσε την αιτία γραφής του. Με τα παραπάνω νομίζω ότι έγινε κατανοητή η αιτία γραφής αυτού του επιγράμματος, αλλά και όλων των υπολοίπων σε γενικές γραμμές. Ο Παλλαδάς ήταν και, μέσα στη δίνη του 4ου αιώνα, παρέμεινε «Έλληνας». Μ’ αυτό ειδικά το επίγραμμα εκφράζει την πικρία του για «το τέλος μιας γενναίας διαδρομής (της ελληνικής), που δεν θα επαναληφθεί έκτοτε με την ίδια λάμψη στην ιστορία του κόσμου».
Τελειώνοντας, θα ήθελα να παραθέσω την απάντηση του άλλου Αλεξανδρινού ποιητή, του Κ. Καβάφη, σε όσους ταύτισαν τα ερείπια του αρχαίου κόσμου με τη σιωπή των θεών, όπως υπαινίχτηκε ο δελφικός χρησμός:
Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των,
γιατί τους διώξαμε απ’ τους ναούς των,
διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί.
Ω γη της Ιωνίας, σένα αγαπούν ακόμη.
Σένα οι ψυχές των ενθυμούνται ακόμη
Δεν έφυγαν και δεν εσιώπησαν οι θεοί. Κι αν εμείς (οι χριστιανοί) σπάσαμε τα αγάλματά τους και τους διώξαμε, αυτοί δεν πέθαναν. Και αγαπούν την Ιωνία γη και τον ελληνικό πολιτισμό.