Ποιήματα σαν μικρά φιλοσοφικά δοκίμια
Κάποια ποιήματα του Αντώνη Φωστιέρη είναι υπέροχα μικρά φιλοσοφικά δοκίμια, μ’ έναν άψογο συνδυασμό ποίησης και φιλοσοφικού στοχασμού. Πρόκειται για ποιήματα ακεραιωμένα, υψηλών προδιαγραφών, στα οποία εμπεριέχεται η συνταγή της καλής ποίησης! Για τον Νίκο Σπάνια, που τον απασχόλησαν όπως φαίνεται αυτά τα ποιήματα, ο Αντ. Φωστιέρης ξεχωρίζει ως «ο πιο εκρηκτικός και συνάμα ο πιο αδρά φιλοσοφικός ποιητής της δεκαετίας ’70 – ‘80»¹.
Ο ποιητής, μέσα από αυτά τα ποιήματα, φιλοσοφεί σε σημείο αυτογνωσίας, ετερογνωσίας αλλά και πατριδογνωσίας σε όλες τις εκφάνσεις τους, και καταπιάνεται, όπως ασφαλώς και στα υπόλοιπα ποιήματά-του, με μία σειρά σοβαρά και πανανθρώπινα θέματα, όπως η ζωή και ο θάνατος, η πείνα και η αδικία που μαστίζουν τον πλανήτη μας, η αποξένωση και η μοναξιά που περισσεύουν στις μέρες μας, η οικολογική καταστροφή, η παραβίαση και κακοποίηση της φύσης, η εισβολή των ξενόφερτων συνηθειών και συμπεριφορών στον τόπο μας και, το χειρότερο, η υιοθέτησή τους από τους περισσότερους νέους μας, καθως και διάφορα άλλα θέματα τα οποία εξετάζει και αναλύει από διάφορες πλευρές με εργαλείο πάντοτε τη συγκροτημένη πρωτοβάθμια σκέψη και τον βαθύ στοχασμό του, χωρίς όμως να επιτρέπει η φιλοσοφία να υποσκάπτει ή να υπονομεύει την ποίησή του, κατορθώνοντας ταυτόχρονα να αρθρώνει ένα λόγο ζωντανό, ευρηματικό, πολυποίκιλο, στιβαρό, πυκνό, ευλύγιστο, εύπλαστο, εύφορο, με ρέουσα ορμή – όπως νερό τρεχούμενο και διαυγή, όπως το καθαρό γυαλί. Λόγος στο μεγαλύτερο μέρος του λόγιος και ατσαλάκωτος∙ θέλω να πω, λόγος αστικής προέλευσης.
Όπως πολύ εύστοχα και καίρια παρατήρησε ο διάσημος Έλληνας ζωγράφος Γιάννης Ψυχοπαίδης, ένας από τους πολλούς θαυμαστές και λάτρεις της ποίησης του Αντ. Φωστιέρη, ο ποιητικός λόγος του «ιχνηλατεί το μεγάλο Αίνιγμα, το Αρχητέλος, τον αθέατο μηχανισμό του εδώ και του επέκεινα, το ζω της ζωής, το θα και το να του θανάτου»². Ενώ για τον Θεοδόση Πυλαρινό, όπως σημειώνει σε εισαγωγικό κείμενό του με τίτλο «Η κριτική θεώρηση της ποίησης του Αντώνη Φωστιέρη», ο λόγος « του ποιητή θεωρείται ευρηματικός, με ιδιαίτερα επιμέρους γνωρίσματα την ελλειπτικότητα, την αμφισημία, την αλληγορία, τη μοναδικότητα της λέξης»³.
Τέτοια ποιήματα, εννοώ με φιλοσοφικό υπόστρωμα, κατά τη γνώμη μου, είναι τα «Λογική είσαι το τέλος» (σελ. 96), «Η κόλαση της αμφιβολίας» (σελ. 148), «Το θα και το να του θανάτου» (σελ. 169), «Αυτό που μένει» (185), «Το σώμα εκφράζει τη σκέψη» (σελ. 193), «Ψυχορραγία» (σελ. 206), παρόλο που πιστεύω πως όλα τα ποιήματα του Αντ. Φωστιέρη ενέχουν το φιλοσοφικό στοιχείο μέσα τους, άλλα περισσότερο και άλλα λιγότερο.
Ξεχωρίζω και δημοσιεύω ένα ποίημα, από τα ωραιότερα, κατά τη γνώμη-μου, σε αυτό το είδος. Τιτλοφορείται «Το τέλος», και είναι από τη συλλογή Το θα και το να του θανάτου, μία από τις καλύτερες συλλογές του ποιητή, που περιβάλλεται εξολοκλήρου με τον βαρύ φιλοσοφικό μανδύα, και όπου εδώ ο θάνατος εισβάλει από παντού, σαν αναψοκοκκινισμένος χασάπης που έχει στα δόντια μαυρομάνικο μαχαίρι, πριν γονατίσει απάνω στο αιχμάλωτο και ανήμπορο ζώο, για να το χώσει βαθιά στο λαιμό του, με τον ποιητή να εμβαθύνει εδώ, εννοώ σ’ αυτό το θέμα, καθηκόντως, λειτουργώντας παράλληλα και ως ένας επιδέξιος Ανατόμος:
Και πάλι λες: Είναι το τέλος. Όμως το τέλος αργεί
Το τέλος μόνο ξέρει τι ακριβή μοναδικότητα
είναι το ανεπίστρεπτο. Και ξέρει
Πως είναι ο τρόμος που το ανακαλεί
Κι από αβύσσους πάνω περπατώντας
Πάντα παρόν
Και πάντα απόν
Και πάντα μέλλον
Σ’ ατσάλινη κρεμάμενο κλωστή
Το τέλος τρέφεται – σκεφτείτε – απ’ τη διάρκεια
Το τέλος έρχεται με την αρχή.
Σελ. 221
Σε διάφορα σημεία όμως, κάποιων άλλων ποιημάτων του Αντ. Φωστιέρη, ο λόγος-του καταλήγει να είναι αβίαστα απλοϊκός, λιτός και αιφνίδιος, χωρίς εξεζητημένες και ωραιοποιημένες λέξεις, διανθισμένος με λαϊκές εκφράσεις, κάποτε ακραίες, με αποτέλεσμα ν’ αγγίζει, επικίνδυνα θα έλεγα, τα όρια της τρέχουσας, της καθημερινής ομιλίας. Ένας λόγος σίγουρα καθημερινός και άμεσος, χωρίς όμως να χάνει την προσωδία του από την αγοραία χρήση των λέξεων, λαϊκός και απέριττος, πάντοτε ατόφιος και γνήσιος στην υπόστασή του, προπαντός ανεπηρέαστος και ανέπαφος από τις ξενόφερτες, άκρως καταστροφικές γλωσσικές και πολιτιστικές επελάσεις, που στο πέρασμά τους διαβρώνουν και ισοπεδώνουν τα πάντα, ύπουλα και αθόρυβα, πρώτιστα όμως την χιλιόχρονη γλώσσα μας και τον πανάρχαιο πολιτισμό μας.
Έτσι όμως, όπως γράφονται και εκφέρονται, δηλαδή με αυτόν τον λαϊκό τρόπο και το τετριμμένο λεκτικό, τα συγκεκριμένα ποιήματα του Αντ. Φωστιέρη, ειδικά κάποιοι μεμονωμένοι στίχοι τους, έχω την αίσθηση, (κάτι ανάλογο νομίζω θα ισχύει και με άλλους αναγνώστες του), πως βγαίνουν αυθόρμητα από το στόμα νεαρών που διαπληκτίζονται μέσα στην πλατεία των Εξαρχείων ή από το στόμα ενός βροντόφωνου πλανοδιοπώλη, που διαλαλεί και διαφημίζει την πραμάτειά του κάθε Σάββατο στην Λαϊκή Αγορά, στην οδο Καλλιδρομίου ή όταν τον βλέπεις και τον ακροάζεσαι εκ του μακρόθεν να κουβεντιάζει με τους διερχόμενους και υποψήφιους πελάτες-του, έστω και για λίγο, εκφράζοντας την αγανάκτησή-του για την ήττα της ποδοσφαιρικής ομάδας του.
Κοντολογίς, ο αναγνώστης, με αυτό τον καθημερινό κουβεντιαστό λόγο, που δεν χάνει την προφορικότητά του, αισθάνεται μία αμεσότητα με το ποίημα, ωσάν να είναι παρών και να ζει ο ίδιος τα γεγονότα που περιγράφονται στους στίχους του και, παράλληλα, νιώθει τη ζεστασιά «του χαρακτήρα της προφορικής ομιλίας του ποιητή», ο οποίος χαρακτήρας είναι αυτός που το «κάνει πραγματικό ποίημα»! Γιατί, σύμφωνα με τον Νάσο Βαγενά, «κανένα ποίημα δεν μπορεί να είναι πραγματικό ποίημα, αν δεν περιέχει τον χαρακτήρα της προφορικής ομιλίας του ποιητή, ο οποίος διαμορφώνεται από τον βαθύτερο εαυτό του ποιητή και ο οποίος διαμορφώνει την ποιητική φωνή του κειμένου του. Είναι αυτός ο χαρακτήρας που κάνει το ποίημα ποίημα. Διότι αυτός αποτελεί το πεδίο εγγραφής των στοιχείων της γλώσσας που το συνθέτουν»⁴.
Δίνω κάποια ενδεικτικά παραδείγματα από το ποιητικό έργο του Αντ. Φωστιέρη που αποκαλύπτουν ένα τέτοιο λαϊκό ποιητικό λόγο:
«Μάθε λοιπόν, οι ποιητές είναι μαλάκες όλοι τους
Αλλιώς δεν θ’ άφηναν
Να τους φωνάζουν ποιητές»
(«Ο ήχος του κόσμου», σελ. 181)
*********
«Μα διάολε
Λιγάκι αν ξύνατε δύο τρία τοιγαρούν θα βρίσκατε
Τουλάχιστον μπαρούτι. Όχι να κάθεστε
Τέλη εικοστού
Να μαλακίζεστε ακόμα
με μολότοφ»
(«Μεταποίηση», σελ. 234)
*********
«Τι γήπεδο για κάφρους είναι αυτό που όλοι φρακάρουνε
Σε μια πορτούλα προς το μέλλον;»
(«Σάκος απορημάτων», σελ.236)
*********
«Να μασουλάς μπιζέλια σαν τα βόδια να ευφραίνεσαι
Αυτό θαρρώ πως παραπάει»
(«Αναψηλάφηση», σελ. 242)
*********
«Δεν είναι αυτό σχολείο για μικρά παιδιά. Να κλείσει»
(«Νηπιαγωγείο η φύση», σελ. 253)
*********
«Με τέτοια έλλειψη ελλείψεων, μπορώ
Να πάρω απολυτήριο; Δεν μπορώ»
(«Ανεπίδεκτος απομαθήσεως», σελ. 291)
*********
«Το μόνο που με ανησυχεί
(Καθόλου δεν με ανησυχεί, αστειεύομαι)»
(«Τα λόγια μένουν», σελ. 314)
Θα περίμενε κανείς, με τέτοιες εκφράσεις σε ποιητικά κείμενα ότι, πιθανόν, θα ξένιζαν και θα πρόσβαλλαν τους ευυπόληπτους αναγνώστες. Αντιθέτως, με το μαστορικό τρόπο που τις εντοιχίζει ο Αντ. Φωστιέρης μέσα στα ποιήματά-του, όχι μόνο δεν ανατρέπουν την ηθική ισορροπία τους, αλλά τα νοστιμίζουν κιόλας, συναρπάζοντας και προκαλώντας συνάμα στον αναγνώστη μία ερωτική διάθεση προς την ποίησή του.
Συνεκτιμώντας τα πιο πάνω, λοιπόν, καταλήγω στο συμπέρασμα πως ο ποιητικός λόγος του Αντ. Φωστιέρη κινείται πάνω σε δύο παράλληλες και αδρές γραμμές, στις οποίες μεταφέρεται ένα διαφορετικό λεκτικό και νοηματικό φορτίο, γεγονός που εκδηλώνει και τη βασική πρωτοτυπία του.
Υποθέτω όμως, πως αυτός ο δισυπόστατος λόγος, που συναντούμε στην ποίηση του, είναι μέρος του συγγραφικού παιγνιδιού του, αλλά και των έξυπνων επινοήσεων και επιδιώξεων του, άρα σκόπιμα κατασκευασμένος με αυτές τις δύο ισχυρές υποστάσεις του. Λέω μέρος του συγγραφικού παιγνιδιού του γιατί, κατά βάθος, για τον δημιουργό, η τέχνη είναι ένα παιγνίδι, άσχετα αν μερικές φορές είναι επώδυνο και επίπονο αυτό το παιγνίδι. «Παίζω. Η μόνη δικαίωσή μου – τρομαχτική – είναι τούτη: παίζω και γιομώνω αίματα», έλεγε, μετά από πολλή σπουδή και γνώση, ο Νίκος Καζαντζάκης!
Για να γίνω, λοιπόν, πιο σαφής, θεωρώ πως ο δυοειδής λόγος⁵ του Αντ. Φωστιέρη, έτσι όπως τον συναντάμε σε πολλά ποιήματά του, υπαγορεύεται από τα αρχιτεκτονικά σχέδια που έχει αποτυπώσει στο μυαλό του και που τώρα βρίσκονται στο στάδιο της εκπόνησης και της τμηματικής υλοποίησής τους. Συγκεκριμένα, είναι μέρος των δομικών στοιχείων με τα οποία χτίζει αυτά τα ποιήματα, όπου ανάμεσά τους, ξεχωρίζουν τώρα εμφανώς τα τεχνοτροπικά τεχνάσματά του. Και αυτό γιατί, όπως σε τελική ανάλυση αποδεικνύεται, η τεχνοτροπική ποικιλία στα ποιήματά του, προσδίδει πολυμορφία, ζωντάνια, ελκυστικότητα, αλλά και οπτική εντύπωση, ομορφιά, γοητεία, χάρη και χαρίσματα στην ποίησή του.
Υποψιάζομαι, ακόμη, πως όταν ο ποιητής καταφεύγει σε αυτόν τον δίψυχο λόγο, το κάνει για να φανερωθούν και οι μεγάλες αντοχές της ελληνικής γλώσσας, κυρίως ν’ αναδειχθεί η ευρωστία, η διαχρονικότητα, ο λεκτικός και νοηματικός πλούτος της, καθώς και η δημιουργική δύναμή της, με την οποία σπάει και συνθλίβει το φράγμα του χρόνου, και με τα δροσερά ρόδα της να ανθίζουν πεισματικά και να ευωδούν ολόχρονα, στη διάρκεια δηλαδή όλων των εποχών, τόσο των παλαιότερων όσων και των νεότερων. Με αυτό θέλω να υποδείξω, πως είναι μία στέρεη γλώσσα που γεφυρώνει και δένει αρμονικά όλες τις εποχές, απο ιστορικής, κοινωνικής και πολιτισμικής άποψης.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
-
Νίκος Σπάνιας, Εθνικός Κήρυξ (Νέας Υόρκης), 13.6.1980
-
Αντώνης Φωστιέρης – Γιάννης Ψυχοπαίδης, Ζωγραφική συνομιλία με την ποίηση, Εκδόσεις Καστανιώτη, Σεπτέμβριος 2019.
-
Για τον Αντώνη Φωστιέρη, Κριτικά κείμενα, Ανθολόγηση – Εισαγωγή – Επιμέλεια Θεοδόσης Πυλαρινός, Εκδόσεις Αιγαίον, Λευκωσία 2017, σελ. 25.
-
Νάσος Βαγενας, Μεταμοντερνισμός και λογοτεχνία, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα Μάρτιος 2007 (ανατύπωση), σελ. 19-20.
-
Χρησιμοποιώ τον όρο «δυοειδής λόγος», με την έννοια των δύο μορφών. Είναι νεόκοπη λέξη που εφεύρε και χρησιμοποίησε ο σημαντικός και αξέχαστος ποιητής Δημήτρης Παπαδίτσας. Απουσιάζει σχεδόν από όλα τα λεξικά της ελληνικής γλώσσας!
*Απόσπασμα από το ανέκδοτο βιβλίο «Η νύχτα απόψε βρέχει όλους τους φόβους μου – Στάσεις στην ποίηση του Αντώνη Φωστιέρη», το οποίο θα εκδοθεί τον ερχόμενο χρόνο. Οι αριθμοί των σελίδων παραπέμπουν στο συγκεντρωτικό τόμο Ποίηση 1970 – 2005, Εκδόσεις Καστανιώτη, Νοέμβρης 2008.
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Χρήστος Μαυρής γεννήθηκε το 1954 στην Κύπρο. Έχει σπουδάσει δημοσιογραφία στην Αθήνα και παρακολούθησε Ανθρωπιστικες Σπουδες στην πρώην Σοβιετικη Ένωση. Επίσης παρακολούθησε εξάμηνο επιστημονικο σεμινάριο στην Επικοινωνία και στα Μ.Μ.Ε., υπο την εποπτεία του Παντείου Πανεπιστημίου. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε πολλες εφημερίδες. Απο το 1998 μέχρι το 2009 δίδαξε στη Σχολη Δημοσιογραφίας του FIT (Frederic Institute of Technology ). Διετέλεσε πρόεδρος της Ένωσης Λογοτεχνων Κύπρου και αντιπρόεδρος της Ένωσης Συντακτων Κύπρου. Έχει εκδώσει μέχρι σήμερα επτα ποιητικες συλλογες καθως και βιβλία-μονογραφίες για τους ποιητες Μανόλη Αναγνωστάκη, Τάκη Σινόπουλο, Γιώργο Μαρκόπουλο, Μανόλη Πρατικάκη, Κώστα Μόντη, Μιχάλη Πασιαρδη, Κατερίνα Γώγου και Πίτσα Γαλάζη. Ακόμη έχει εκδώσει ένα βιβλίο με συνεντεύξεις με τον Μάριο Τόκα κ.ά… Η ποιητικη συλλογη-του Ενέδρα τιμήθηκε με το Κρατικο Βραβείο των Μορφωτικων Υπηρεσιων του Υπουργείου Παιδείας της Κύπρου για άτομα κάτω των 27 χρονων, η δε συλλογη-του Αποκαθήλωση τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικο Βραβείο του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμου της Κύπρου. Ποιήματά-του έχουν μεταφρασθει στα αγγλικα, γερμανικα, ισπανικα, τουρκικα, βουλγαρικα, ρουμανικα και ιταλικα.